Γιάννης Μαρής: “Ξέρω ποιοι σκότωσαν τον Πολκ”

Γιάννης Μαρής: "Ξέρω ποιοι τον σκότωσαν τον Πολκ",

Έχουνε περάσει τόσα χρόνια από τότε, αλλά το θέμα δεν έχει κλείσει. Οι παλαιότεροι  θυμούνται ακόμη, από διηγήσεις έστω, το δράμα. Κατά τα μέσα Μαΐου 1948, ένας βαρκάρης που έλαμνε στον Θερμαϊκό, κοντά στον Λευκό Πύργο της Θεσσαλονίκης, βρήκε ένα πτώμα να επιπλέει στην επιφάνεια του νερού. Το ανέσυρε και… “οποία έκπληξις”, όπως τότε συνήθιζαν να αναφωνούν: Ο νεκρός ήταν ο Τζορτζ Πολκ, Αμερικανός δημοσιογράφος, παλαίμαχος ηρωικών διαστάσεων του Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου και επικεφαλής του δικτύου των ανταποκριτών του Columbia Broadcasting System στη Μέση Ανατολή!

Κατά τις επόμενες εβδομάδες, αναταραχή μεγάλη επικράτησε στην Ελλάδα. Ποιος τον σκότωσε; Γιατί; Και τα ερωτήματα αυτά γιγαντώνονταν  λόγω της πολεμικής κατάστασης, που τότε επικρατούσε στη χώρα μας, αλλά και εξαιτίας τού ότι η σύζυγος του Πολκ ήταν Ελληνίδα,  η Ρέα Κοκκώνη από την Αίγυπτο. Μετά από επισταμένη εξέταση, ο διοικητής Γενικής Ασφαλείας Θεσσαλονίκης, ταγματάρχης της Χωροφυλακής Νικόλαος Μουσχουντής, έκανε δήλωση σε τόνο κατηγορηματικό: Το έγκλημα δεν ήταν δυνατόν να αποδοθεί «εις ελληνικόν εγκέφαλον». Ωραία! Ποιος, κατά συνέπεια, ήταν ο εν προκειμένω “αλλοδαπός εγκληματίας”;

Ας το τονίσουμε: Η Πατρίδα μας, εκείνη ακριβώς την εποχή, διερχόταν την περισσότερο δραματική φάση της εμφύλιας σύγκρουσης. Μαινόταν, πράγματι, ο αγώνας των κυβερνητικών δυνάμεων ενάντια στον στελεχωμένο από κομμουνιστές “Δημοκρατικό Στρατό της Ελλάδας” (ΔΣΕ). Συμμοριτοπόλεμος; Εμφύλιος πόλεμος; Όπως συνήθως γίνεται στα καθ’ ημάς οι όροι έχουν φορτισθεί πολιτικώς και μάλιστα σε βαθμό φανατισμού.

Τη λύση στο “πρόβλημα” την έχει προ πολλού δώσει ο Σπύρος Μαρκεζίνης: Όχι “συμμοριτοπόλεμος”, διότι οι ένοπλοι του ΚΚΕ ήτανε καλά οργανωμένοι, πειθαρχημένοι και με επιμελητεία αξιοθαύμαστη. Ούτε όμως “εμφύλιος”, εφόσον ο Δημοκρατικός Στρατός, όπως αποδείχθηκε τον Ιανουάριο του 1948 στην Κόνιτσα, δεν είχε τη δυνατότητα να καταλάβει και να κρατήσει κάποιο σημαντικό αστικό κέντρο. Έτσι, ο όρος “ανταρτοπόλεμος” του Μαρκεζίνη είναι ο μόνος “νομικώς” ευσταθής. Τελοσπάντων…

Ο “δολοφόνος” Στακτόπουλος

Δεδομένου, τώρα, του ότι το πτώμα του Αμερικανού δημοσιογράφου είχε βρεθεί στα νερά μεγαλούπολης που ελεγχόταν από τους κυβερνητικούς, οι σχετικές έρευνες και συνακόλουθες διαβουλεύσεις κατέληξαν στο συμπέρασμα που εξαρχής αναμενόταν: Το έγκλημα το είχαν διαπράξει κομμουνιστές! Γιατί; Διότι ο Πολκ είχε πάει από την Αθήνα στη Θεσσαλονίκη, προκειμένου να “ανεβεί στο βουνό” και να συναντήσει τον Μάρκο Βαφειάδη, ηγήτορα του Δημοκρατικού Στρατού.

Και έτσι, εφόσον “ερυθροί εγκληματίαι” ήταν οι αυτουργοί του φόνου, γρήγορα βρέθηκε και ο συγκεκριμένος “εγκληματίας”. Αυτός ήταν ο δημοσιογράφος Γρηγόρης Στακτόπουλος, μέλος του ΚΚΕ πρωτύτερα, που στη συνέχεια είχε αποσκιρτήσει. Πιάστηκε λοιπόν αυτός ο “αμετανόητος κομμουνιστής”, δικάστηκε ένα περίπου χρόνο μετά το έγκλημα και καταδικάστηκε σε ισόβια κάθειρξη.

Έμεινε στη φυλακή μέχρι το 1960, οπότε του έδωσε χάρη η τότε κυβέρνηση του Κωνσταντίνου Καραμανλή. Μετά τη Μεταπολίτευση του 1974 έκανε, στον Άρειο Πάγο, αίτημα αναψηλάφησης της όλης υπόθεσης, που όμως απορρίφθηκε. Έτσι, ο Στακτόπουλος πέθανε το 1998, επιμένοντας ότι ήταν αθώος. Η χήρα του προχώρησε αργότερα σε νέες αιτήσεις επανάληψης της δίκης τού μακαρίτη συζύγου της, αλλά και αυτές απορρίφθηκαν – ουσιαστικώς αναιτιολόγητα.

Γεγονός υπήρξε το ότι η επίρριψη της ευθύνης του εγκλήματος στον Γρηγόρη Στακτόπουλο ήταν τόσο γελοία, ώστε –κατά τη διατύπωση του Γάλλου συγγραφέα Αλμπέρ Λοντρ (Albert Londres [1884-1932])– «μόνο σε χώρα των Βαλκανίων ήταν δυνατό να την πάρει κανείς στα σοβαρά». Εφόσον ο Πολκ ήθελε να συναντήσει τον επικεφαλής του ΔΣΕ, τι συμφέρον είχαν οι Έλληνες κομμουνιστές να τον σκοτώσουν; Ίσα-ίσα, ο ίδιος ο Βαφειάδης θα επιδίωκε να συναντηθεί με προσωπικότητα των ΗΠΑ, προκειμένου να ακουστεί σε αυτές και η άλλη από την κυβερνητική πλευρά. Άρα έχουν προφανές και απόλυτο δίκιο όσοι υποστηρίζουν ότι ο Γρηγόρης Στακτόπουλος πέθανε αδικαίωτος.

Είναι πολλά τα λεφτά… 

Η αιτία του φόνου πάντως ήταν από τότε σαφέστατη. Το οικονομικό βάρος τού κατά του ΔΣΕ αγώνα των κυβερνητικών δυνάμεων, το είχαν πια αναλάβει οι Αμερικανοί. Και όμως σφοδρές κατακρίσεις διατυπώνονταν στις ΗΠΑ όσον αφορά το χρήμα που έρρεε προς την Ελλάδα. Σύμφωνα με δηλώσεις πολιτικών προσωπικοτήτων της Αμερικής, «χάρη στη βοήθεια που  δεχόταν η ελληνική κυβέρνηση, τα στρατεύματά της θα μπορούσαν να προελάσουν μέχρι τα σύνορα της ΕΣΣΔ». Και όμως αυτά δεν ήταν σε θέση να κινηθούν ούτε καν στις παρυφές της Πάρνηθας! Κατά συνέπεια, μέγα μέρος των εν λόγω χρηματικών ποσών κυριολεκτικώς το “τσέπωναν” στην Αθήνα κυβερνητικοί παράγοντες.

Ο Πολκ πλήρως συμμεριζόταν την άποψη αυτήν και επανειλημμένως είχε διακηρύξει την πρόθεσή του να έρθει στη χώρα μας, προκειμένου να εντοπίσει τις πηγές της διαφθοράς και αρμοδίως να τις καταγγείλει. Η επιδίωξη συνάντησης του με τον Μάρκο Βαφειάδη ήταν οιονεί παραπληρωματική. Έτσι, εκτελέστηκε με πυροβολισμό στο πίσω μέρος του κρανίου. Χάρη μάλιστα σε δημοσιογραφική έρευνα που έγινε μετά τη θανάτωσή του, επισημάνθηκε ότι στο στομάχι του πτώματός του είχαν βρεθεί υπολείμματα αστακού με αρακά. Αυτό το έδεσμα μόνο Άγγλοι έχουν τις ικανότητες που χρειάζονται για να παρασκευαστεί και την τόλμη που απαιτείται για να σερβιριστεί. Άρα σκοτώθηκε, είτε από Άγγλους, ή από Έλληνες υπό αγγλική καθοδήγηση. Λογικό!

Οι Αμερικανοί είχαν ήδη υποκαταστήσει τους Βρετανούς όσον αφορά την αφ’ υψηλού επίβλεψη της χώρας μας, αλλά αυτοί οι τελευταίοι συνέχιζαν να ελέγχουν καίριους τομείς των Ενόπλων Δυνάμεων και των Σωμάτων Ασφαλείας. Παραδοσιακώς στηρίζονταν στα “τζάκια”,  μεγαλόσχημες οικογένειες αρχικώς της Πελοποννήσου και, στη συνέχεια, σχεδόν ολόκληρου του ελλαδικού χώρου. Η διαφθορά αυτών των οικογενειών, που είχαν προσδώσει στην πατρίδα μας τα χαρακτηριστικά μιας “κληρονομικής δημοκρατίας”, ταχύτατα εξελίχθηκε σε βασικό μέσο χειραγώγησής τους από τον “εξωτερικό παράγοντα”, δηλαδή τους ιθύνοντες της Βρετανίας.

Έτσι, οι Άγγλοι είχαν κάθε λόγο να μην αποκαλυφθεί το “πού κατέληγαν τα λεφτά των Αμερικανών”. Οι Αμερικανοί, από την πλευρά τους, αγανακτούσαν, κατηγορηματικώς απέρριπταν την εκδοχή της ενοχής του Στακτόπουλου και η κοινή γνώμη της χώρας τους έφτασε στο σημείο να αποτρέψει τη συνάντηση στελεχών της κυβέρνησης των ΗΠΑ τους με Έλληνες ομολόγους τους. Μετά βέβαια τα πράγματα άλλαξαν, η υπόθεση δεν ξεχάστηκε αλλά “μπήκε στο ράφι”… έως ότου προέκυψε ο Γιάννης Μαρής.

Η αποκάλυψη του Γιάννη Μαρή

Ο Γιάννης Μαρής (1916-1979) στην πραγματικότητα ήτανε Γιάννης Τσιριμώκος, μέλος της γνωστής οικογένειας που είχε σημαντική παρουσία στον δημόσιο βίο των Νεοελλήνων. Θεωρείται ως ο “πατέρας του αστυνομικού μυθιστορήματος στην Ελλάδα”. Ο χαρακτηρισμός τον αδικεί. Υπήρξε, πράγματι, κάτι πιο σημαντικό από “αστυνομικό συγγραφέα”. Ήταν μυθιστοριογράφος απαράμιλλος, ο οποίος, εάν έγραφε σε γλώσσα διεθνή και δημοσίευε τα έργα του στη Δυτική Ευρώπη, θα είχε αναδειχθεί ως λογοτέχνης εφάμιλλος π.χ. του Ζολά. Για τα ελληνικά δεδομένα, η ευαισθησία του είναι πολύ σπάνια.

Ελάχιστοι, πράγματι, είναι οι συμπατριώτες μας που, όπως ο Γιάννης Μαρής, συνειδητοποιούν την ωραιότητα την οποία ακτινοβολεί η Ακρόπολη, καθώς κανείς την αντικρύζει από την οδό Πατησίων. Λίγοι, επιπλέον, από εμάς έχουν, όπως εκείνος, το θάρρος και την ικανότητα να λύνουν τα κουβάρια των κοινωνικών σχέσεων και τεκμηριωμένα να καταδεικνύουν ότι αυτός που προβάλλεται ως θύμα του δράματος συχνά δεν είναι παρά ο ένοχος. Πόσοι, άλλωστε, Νεοέλληνες λογοτέχνες είναι σε θέση να εμπνευστούν από το έργο συναδέλφων τους τόσο γόνιμα, ώστε να γίνεται δυσδιάκριτη η πηγή της έμπνευσής τους;

Υπάρχουν έργα του Μαρή όπου αδρομερώς διακρίνεται η έμπνευσή του από τον Μ. Καραγάτση. Σπουδαίος –αναμφισβήτητα!– και ο Μ. Καραγάτσης. Τόσο πολύ όμως και τόσο εμφανώς επηρεάστηκε από  ρωσικά λογοτεχνήματα, ώστε έφτασε να δώσει σε ήρωά του, τον “συνταγματάρχη Λιάπκιν”, όνομα προσώπου που δρα στον “Επιθεωρητή” του Νικολάι Γκόγκολ.

Τελοσπάντων. Το 1977, χρονιά κατά την οποία  ο έρμος ο Στακτόπουλος επιδίωξε την αναψηλάφηση της υπόθεσής του, ο Γιάννης Μαρής άρχισε, σε συνέχειες, να δημοσιεύει στην εφημερίδα “Ακρόπολις”, άρθρα του με στοιχεία που αφορούσαν τη θανάτωση του Πολκ. Οι πληροφορίες που παρέθετε ήταν καταιγιστικώς αποκαλυπτικές. Τεκμηρίωνε την αθωότητα τού έρμου τού Στακτόπουλου και υποδείκνυε την κατεύθυνση προς την οποία έπρεπε να στραφεί η αναζήτηση των ενόχων.

Και αφού εξήγησε σχεδόν τα πάντα και έφτασε στο σημείο να αποκαλύψει ονόματα, έκανε στο φύλλο της 18ης Φεβρουαρίου 1977 τής εν λόγω εφημερίδας την –σε ελεύθερη απόδοση– εξής εκπληκτική δήλωση: «Ξέρω ποιοι ακριβώς τον σκότωσαν, μα προτιμώ να μη μιλήσω». Αθάνατε Αλμπέρ Λοντρ! “Αυτά μόνο στα Βαλκάνια γίνονται” και –ας προσθέσουμε εμείς– ιδίως στην Ελλάδα…

Οι απόψεις που αναφέρονται στο κείμενο είναι προσωπικές του αρθρογράφου και δεν εκφράζουν απαραίτητα τη θέση του SLpress.gr

Απαγορεύεται η αναδημοσίευση του άρθρου από άλλες ιστοσελίδες χωρίς άδεια του SLpress.gr. Επιτρέπεται η αναδημοσίευση των 2-3 πρώτων παραγράφων με την προσθήκη ενεργού link για την ανάγνωση της συνέχειας στο SLpress.gr. Οι παραβάτες θα αντιμετωπίσουν νομικά μέτρα.

Ακολουθήστε το SLpress.gr στο Google News και μείνετε ενημερωμένοι