Η ιδιοτυπία της Ελληνικής Επανάστασης
25/03/2023Στο πρώτο άρθρο εξετάσαμε τους ιδιωτικούς-στρατιωτικούς σχηματισμούς της Ελληνικής Επανάστασης, των οποίων η μισθοφορία αποτέλεσε τον κανόνα στον αγώνα για την Ανεξαρτησία. Σε αυτό το άρθρο θα εξετάσουμε τι είναι αυτό που χωρίζει την ελληνική επανάσταση από τις αντίστοιχες του καιρού της. Την απουσία δηλαδή εθελοντικής μαζικής στράτευσης με την μορφή της πολιτοφυλακής – η μόνη διεργασία που, ως πρόπλασμα έστω, θα μπορούσε να ωθήσει στην συγκρότηση εθνικών θεσμών και δυνάμεων.
Συναντούμε ελάχιστες περιπτώσεις που θα μπορούσαμε να δεχτούμε την ύπαρξη πολιτοφυλακής, τόσο λίγες ώστε επιβεβαιώνουν την αρχική διαπίστωση. Χρονολογικά μιλώντας, και χωρίς να μπούμε σε λεπτομέρειες, οι περιπτώσεις αυτές είναι:
Ο Ιερός Λόχος – το εθελοντικό σώμα που δημιουργήθηκε στην πρώτη φάση της Επανάστασης στην Μολδοβλαχία – από μαθητές, φοιτητές ή απλά γόνους αστικών βασικά οικογενειών προερχόμενων από τις ελληνικές κοινότητες της Ρωσίας ή της Κεντρικής Ευρώπης. Το εθελοντικό αυτό σώμα ολιγάριθμο, βρέθηκε στη δίνη ενός πολέμου “επαγγελματιών” -εργολαβικά μισθοφορικών σωμάτων για την ακρίβεια- και ως εκ τούτου επέδειξε φτωχές στρατιωτικές αρετές και διαλύθηκε – με ηρωϊκό έστω τρόπο- στο Δραγατσάνι.
Η βραχύβια Πολιτοφυλακή της Πάτρας, σώμα μικροεπαγγελματιών του χριστιανικού κέντρου της πόλης, με επικεφαλής έναν φαρμακοποιό και ένα τσαγκάρη. Η ζωή του σώματος ήταν μερικές μόνο ημέρες καθότι η δυναμική των εκεί συγκρούσεων – δεν υπαινίσσομαι μόνο τις στρατιωτικές αλλά και τις κοινωνικές αντίστοιχες- έθεσε σύντομο τέλος στην παρουσία του. Το πιο πετυχημένο και πλέον μακρόβιο παράδειγμα είναι εκείνο της Αθήνας το οποίο δεν αυτοορίζεται μεν με τον όρο πολιτοφυλακή αλλά έχει όλα τα χαρακτηριστικά που το ταυτίζουν με τις επαναστατικές καταστάσεις που προαναφέραμε.
Φυσικά στην εδώ περίπτωση ανάμεσα στην δημογεροντία και στο σώμα των ενόπλων πολιτών -πολλοί από τους οποίους προέρχονται από τα αρβανιτοχώρια της αττικής υπαίθρου- μεσολαβούν επαγγελματίες στρατιωτικοί – για την ακρίβεια καπεταναίοι – που προέρχονται από την μεγάλη σχολή της Αυλής των Ιωαννίνων τον καιρό του Αλή Πασά. Ο Οδυσσέας Ανδρούτσος, σε μια σύγχρονη εκδοχή αρχαίου “τυράννου” είναι ο πρώτος διαμεσολαβητής για να ακολουθήσει ο εντυπωσιακός Γιάννης Γκούρας ή τέλος ο Γιάννης Μακρυγιάννης στη θέση αυτή.
Πριν επιμείνουμε περισσότερο στην τελευταία περίπτωση ας αναφερθούμε (δ) στην περίπτωση του Μεσολογγίου όπου οι “Μεσολογγίτες”, οι κάτοικοι-πολίτες της πόλης μετέχουν ένοπλα και ενεργά στις στρατιωτικές επιχειρήσεις ειδικά στην δεύτερη πολιορκία της πόλης. Χωρίς αυτούς, λόγου χάρη, δεν θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί το πιο ισχυρό όπλο της άμυνας, το πολυάριθμο πυροβολικό της και μάλιστα τα πλέον βαριά -άρα βιομηχανικά- κομμάτια του – τα πυροβόλα των 48.
Οι ένοπλοι των οπλαρχηγών, τα “παλικάρια” των καπεταναίων, δεν είχαν ούτε την δεξιότητα, ούτε την διάθεση να πολεμήσουν από μια θέση που δεν υποσχόταν έκτακτες υλικές απολαβές – λάφυρα. Και εδώ όμως ανάμεσα στην πολιτική και την στρατιωτική επιτροπή, την δημογεροντία της πόλης και τους πολίτες της, διαμεσολαβεί ένας προύχοντας-καπετάνιος, ο Ρατζηκότσικας, του οποίου το κύρος -τόσο στους κύκλους των Αρματολών όσο και στην Δημογεροντία ή στους πολίτες της πόλης είναι ισχυρό.
Οι επαναστατικές πολιτοφυλακές
Με την εξαίρεση του Ιερού Λόχου οι υπόλοιπες περιπτώσεις έχουν κάτι το κοινό. Συνέβησαν σε πόλεις, για την ακρίβεια σε μερικές από τις πιο μεγάλες πληθυσμιακά και ενεργές οικονομικά πόλεις της επαναστατημένης Ελλάδας. Η πιο κλασσική περίπτωση επαναστατικής πολιτοφυλακής, όπως εμφανίστηκε, στην επαναστατική περίοδο στο κατώφλι της εποχής του καπιταλισμού, ήταν το Παρίσι. Το Παρίσι ήταν μια μεγάλη πόλη, κοντά ίσως στο ένα εκατομμύριο κατοίκους είχε από τα τριάντα εκατομμύρια της Γαλλίας. Ήταν το κέντρο της διοίκησης, του κράτους και αυτό, εκείνο τον καιρό σήμαινε ταυτόχρονα κέντρο της βιομηχανίας, της βιοτεχνίας στην πιο μικρή κλίμακα της κατανάλωσης και του εμπορίου.
Αυτό με λίγα λόγια σήμαινε ότι υπήρχαν πολλοί άνθρωποι με πολλές δεξιότητες. Φυσικά, ως κέντρο της εξουσίας, η νέα πόλη διέθετε και όλα τα βαριά επιχειρήματα του Κράτους, στρατιωτικές δυνάμεις δηλαδή. Σε μια πολυάνθρωπη και πυκνοδομημένη πόλη όπως ήταν το εντός των τειχών Παρίσι, οι δυνατότητες των τελευταίων -τυπικών στρατών του Παλαιού Καθεστώτος- αποδείχθηκαν τόσο ανεπαρκείς όσο και οι αντίστοιχοι γερμανικής προέλευσης στρατοί που μισθώθηκαν από τους Βρετανούς για να καταστείλουν την Αμερικανική Επανάσταση.
Σε κάθε περίπτωση η στρατιωτική και πολιτική δεινότητα της πολιτοφυλακής -είτε ως τέτοια, είτε ως υβριδικό στρατιωτικό σώμα όπως ήταν η Εθνοφρουρά (Garde Nationale) του μαρκησίου De Lafayette, συνδεόταν με τον γενέθλιό της χώρο, την πόλη. Οι “Ομόσπονδοι”, οι Federes από πόλεις ξεκίνησαν -η Μασσαλιώτιδα το μαρτυρεί- για να συνδράμουν την απειλούμενη από τις εισβολές των εχθρών και την προδοσία του Βασιλιά, πατρίδα.
Η πόλη λοιπόν ήταν το κρίσιμο σημείο στο πρώτο και θεμελιακό στοιχείο στην οικοδόμηση μιας νέας επαναστατικές εξουσίας: στην απόκτηση στρατιωτικών δυνατοτήτων. Ας δούμε λοιπόν συγκριτικά αυτό το σημείο ξεκινώντας από την Αμερικανική ήπειρο. Οι Αποικίες που επαναστάτησαν κατά του βρετανικού στέμματος είχαν συνολικό πληθυσμό κάτι λιγότερο από τέσσερα εκατομμύρια κατοίκους.
Κατά βάση μιλάμε για μια αγροτική κοινωνία. Υπήρχαν εκεί πέντε ή έξι πόλεις με πληθυσμό μεγαλύτερο των δέκα χιλιάδων κατοίκων, η Νέα Υόρκη με 33.000 κατοίκους, η Φιλαδέλφεια με 28.500 και η Βοστώνη με 18.000 (πρώτη απογραφή του 1790 – υποθέτουμε ότι ήταν παραπλήσιος ο πληθυσμός τους στα 1776) ξεχώριζαν ανάμεσά τους. Δεν πρόκειται για τον “πολιτικό”, ας τον ονομάσουμε έτσι πληθυσμό, καθότι ένα σημαντικό μέρος του ήταν “δούλοι”.
Σαράντα χρόνια αργότερα, στις επαναστάσεις της Λατινικής Αμερικής, οι πόλεις ήταν συγκριτικά πιο σημαντικές. Στα 1820 το Μπουένος Άϊρες είχε 55.000 κατοίκους σε 580.000 κατοίκους της Αργεντινής. Δύο χρόνια αργότερα το Ρίο Ντα Τζανέϊρο είχε διακόσιες χιλιάδες κατοίκους σε μια Βραζιλία που πλησίαζε τα τέσσερα εκατομμύρια. Οι 80.000 ήταν δούλοι. Όταν ο Μπολιβάρ μπήκε στο Καράκας την προτελευταία (29) ημέρα του Ιουνίου του 1821 η πόλη είχε σχεδόν σαράντα χιλιάδες κατοίκους σε μια Βενεζουέλα που μετρούσε 770.000 κατοίκους συνολικά. Μέσα από αυτά τα μεγέθη γεννήθηκαν οι πολιτοφυλακές των εκατέρωθεν Επαναστάσεων.
Πολιτοφυλακές στις ελληνικές πόλεις
Η γεωγραφική ζώνη στην οποία εκδηλώθηκε η Ελληνική Επανάσταση αριθμούσε συνολικά λίγο περισσότερους από ένα εκατομμύριο κατοίκους αν την θεωρήσουμε με μία συγκρατημένα διευρυμένη εκδοχή. Σε αυτόν τον χώρο υπήρχαν τέσσερεις πόλεις με πληθυσμό πάνω από δέκα χιλιάδες κατοίκους. Μπορούμε να εξαιρέσουμε από την σύγκρισή μας την Ύδρα που μετρούσε ως ενδοχώρα της την θάλασσα.
Η Τριπολιτσά ήταν κέντρο οθωμανικής εξουσίας και καταφύγιο των μουσουλμάνων του Μοριά, δεν θα μπορούσε να μπει στον λογαριασμό. Η Πάτρα και η Αθήνα ήταν οι επόμενες. Και οι δύο δημιούργησαν πολιτοφυλακές. Στην περίπτωση της Πάτρας το μικρό ένοπλο σώμα δημιουργήθηκε μέσα στην επαναστατική ατμόσφαιρα της εξέγερσης. Δεν αποτέλεσε φόβητρο για την τουρκική φρουρά της πόλης και δεν μπόρεσε να διεκδικήσει μερίδιο των αποφάσεων και της επαναστατικής διοίκησης από τους τοπικούς προύχοντες και τους ενόπλους των κάπων, στην υπηρεσία τους. Να κρατήσουμε ότι το σώμα συγκροτήθηκε σε μια μεγάλη για τα μέτρα του καιρού πόλη με εμπορικές και βιοτεχνικές δραστηριότητες και με ισχυρή παρουσία επτανησίων εμπόρων και επαγγελματιών φορέων της ξεχωριστής παράδοσης των Ιονίων.
Απομένει η Αθήνα στην οποία, η αφαίρεση του μουσουλμανικού πληθυσμού δεν προκάλεσε δημογραφικό ρήγμα. Από τα 1822 ως τα 1826 η πόλη λειτούργησε ελεύθερα και με σχετική ευνομία επωφελούμενη από την οικονομία πολέμου στο περιθώριο του οποίου λειτουργούσε. Η σχετική της ευμάρεια της επέτρεψε να διατηρήσει ένα μείγμα στρατιωτικών δυνατοτήτων που αποτελούνταν τόσο από την στράτευση κατοίκων της, πολιτοφυλακής θα λέγαμε, όσο και από την στιβαρή διοίκηση σημαντικών αρχόντων του πολέμου.
Οι στρατιωτικές δυνατότητες της έδωσαν μια ιδιόμορφη, αυτόνομη σχεδόν θέση, στα τότε γεγονότα, αφήνοντάς την αλώβητη από τους κινδύνους του εχθρού όσο και από τις εσωτερικές διαμάχες των αρχόντων στρωμάτων της ελληνικής Επανάστασης: εφοπλιστών, Αρματολών, Προυχόντων του Μοριά. Δεν είναι παράξενο ότι στην αντεπίθεση των εχθρών, στην πολιορκία του 1826-1827 από τον Κιουταχή, η πόλη βρέθηκε προετοιμασμένη για άμυνα σε βαθμό που μόνο ένα οργανωμένο κράτος θα μπορούσε να το πετύχει. Κάτι παρόμοιο συνέβη και στο Μεσολόγγι.
Η πόλη του Μεσολογγίου βρέθηκε και αυτή επαρκώς εξοπλισμένη και προετοιμασμένη για να κρατήσει μήνες πολλούς απέναντι σε μια καλά οργανωμένη πολιορκία. Και σε αυτή την περίπτωση διακρίνουμε ένα είδος πολιτοφυλακής όπου, όπως και στην Αθήνα, μεσολαβούν προύχοντες οπλαρχηγοί, ο Ραζηκότσικας. Το Μεσολόγγι, ως σημαντική πόλη, ήταν, περισσότερο και από την Αθήνα, προϊόν της ίδιας της Επανάστασης, μια πόλη που μεγάλωσε στα πρώτα χρόνια της ελευθερίας λόγω της στρατηγικής της θέσης στην δυτική Στερεά και της γειτνίασης με τα Επτάνησα. Στη θέση της Πάτρας ήταν η πύλη προς τη Δύση…
Στο τρίτο άρθρο που ακολουθεί για την Ελληνική Επανάσταση θα δούμε γιατί τα στρατιωτικά σώματα των επαναστατών δεν οδήγησαν και σε μία επαναστατική εξουσία, όπως είδαμε στην Γαλλία, αλλά είχαμε την διατήρηση θεσμών και μηχανισμών της προηγούμενης κατάστασης, του εδώ οθωμανικού Παλαιού Καθεστώτος.