Η μάχη του Λέβα – Βαρύς ο φόρος αίματος για τους Οθωμανούς

Η μάχη του Λέβα – Βαρύς ο φόρος αίματος για τους Οθωμανούς, Παντελής Καρύκας

Την άνοιξη του 1664 μια ακόμα τουρκική εισβολή στις χώρες της Αυτοκρατορίας των Αψβούργων ήταν σε εξέλιξη. Μια μεγάλη οθωμανική στρατιά είχε προελάσει έως την Ουγγαρία και την Σλοβακία. Οι Τούρκοι εξαπλώθηκαν σε μια μεγάλη περιοχή έχοντας απέναντί τους τις μικρές αυστρογερμανικές δυνάμεις του στρατάρχη Μοντεκουκόλι. Ο Μοντεκουκόλι ανέπτυξε τους περίπου 25.000 άνδρες του στον ποταμό Ραάμπ. Νοτιότερα βρισκόταν ο Κροάτης στρατηγός της Αυτοκρατορίας Ζρίνσκι, ενώ στην Σλοβακία βρισκόταν μια μικρή δύναμη 8.500 ανδρών, υπό τον ουγενότο στρατηγό Λουί ντε Σουσέ.

Οι Τούρκοι κινήθηκαν προς την πόλη Λέβα και το κάστρο της (σημερινό Λέβιτσε της Σλοβακίας) την οποία πολιόρκησαν και μετά τελικά κατέλαβαν. Ο Σουσέ ο οποίος ήθελε να άρει την πολιορκία είχε κινηθεί προς τα εκεί ενισχυμένος με 3.500 άνδρες του Ζρίνσκι, των οποίων ηγήθηκε ο ίδιος ο Κροάτης. Έτσι συγκεντρώθηκαν 12.000 αυτοκρατορικοί στρατιώτες στην περιοχή. Με αυτή τη δύναμη στη διάθεσή του ο Σουσέ ανέπτυξε καταπληκτική δραστηριότητα. Με κεραυνοβόλες πορείες αιφνιδίασε τους Τούρκους και αφού νίκησε μια τουρκική δύναμη στη μάχη της Ζαρνοβίτσα, ανακατέλαβε πολλές περιοχές που είχαν καταλάβει οι Τούρκοι.

Στη συνέχεια ανακατέλαβε τη Λέβα. Αυτή η εξέλιξη θορύβησε τους Τούρκους που ήθελαν την πόλη ως σημείο στηρίγματος για τη διασφάλιση των νέων τους κατακτήσεων. Έτσι μια δύναμη 20.000 Τούρκων υπό τον Αλί πασά στάλθηκε στη Λέβα, με σκοπό την επανακατάληψή της. Οι Τούρκοι έφτασαν στην περιοχή και ο Αλί ανέθεσε στον Σαρί Χουσείν να πολιορκήσει την πόλη, ενώ ο ίδιος με τον όγκο των δυνάμεών του κάλυπτε την πολιορκία.

Η πόλη όμως δεν ήταν τώρα αβοήθητη. Ο ντε Σουσέ κινήθηκε κατά των Τούρκων κι ας είχε σχεδόν τις μισές δυνάμεις από αυτούς. Η χριστιανική δύναμη πέρασε τον ποταμό Χρον και στις 19 Ιουλίου 1664, έλαβε θέσεις μάχης. Στη θέα της οι Τούρκοι ήραν την πολιορκία, συγκέντρωσαν τις δυνάμεις τους και ετοιμάστηκαν να πολεμήσουν. Το πεδίο οριζόταν από μια σειρά χωριών (Starý Tekov, Hronské Kľačany και Podlužany).

Διαφορά ποιότητας και στρατήγημα

Η δύναμη του Αλί αριθμούσε, όπως αναφέρθηκε, περί τους 20.000 άνδρες. Όμως η πλειοψηφία τους ήταν άτακτοι, που συμμετείχαν στον πόλεμο με σκοπό την λαφυραγωγία και την αρπαγή. Αντίθετα η μικρότερη χριστιανική δύναμη αποτελείτο από τακτικά στρατεύματα με υψηλό, μάλιστα ηθικό, λόγω των προηγουμένων επιτυχιών τους. Τα χριστιανικά συντάγματα πεζικού αποτελούνταν από άνδρες οπλισμένους με μουσκέτα και από άνδρες οπλισμένους με σάρισσες (σε αναλογία 3:1, έως 4:1 κατά μέσο όρο).

O ντε Σουσέ επίσης αποδείχθηκε πολύ καλύτερος στρατηγός του Τούρκου Αλί. Έκρυψε ένα τμήμα του στρατού του, στη ώστε να είναι αθέατο από τους εχθρούς, ώστε να προκαλέσει την εναντίον του τουρκική επίθεση. Οι Τούρκοι βλέποντας απέναντί τους λίγους αντιπάλους, με θράσος, αποφάσισαν να επιτεθούν. Πραγματικά με ιαχές για τον Αλλάχ οι Τούρκοι επιτέθηκαν. Μαζί τους επιτέθηκαν και χριστιανοί σύμμαχοί τους από την σημερινή Ρουμανία και τη Μολδαβία. Οι άνδρες αυτοί αποτελούσαν ένα στίφος χωρίς σοβαρούς οργανικούς δεσμούς, χωρίς ιδιαίτερη εκπαίδευση και χωρίς κίνητρο.

Έτσι όταν αντελήφθησαν την παγίδα του ντε Σουσέ, απλώς το έβαλαν στα πόδια και τράπηκαν σε φυγή. Η φυγή αυτών προκάλεσε πανικό και στους Τούρκους που με την σειρά του τράπηκαν σε φυγή, σχεδόν χωρίς να πολεμήσουν. Ο Σουσέ φυσικά εκμεταλλεύτηκε την φυγή των αντιπάλων του, τους καταδίωξε και τους προκάλεσε συντριπτικές απώλειες. Από τη δύναμη του Αλί χάθηκαν 8.000 άνδρες περίπου, έναντι μόλις 200 νεκρών και τραυματιών της δύναμης του Σουσέ.

Η νίκη αυτή αποδείχθηκε ιδιαίτερα σημαντική. Οι χριστιανικές δυνάμεις την εκμεταλλεύτηκαν προωθούμενες έως τον Δούναβη και καταστρέφοντας τις εκεί τουρκικές πλωτές γέφυρες στο Στούροβο της σημερινής Σλοβακίας (πάλαι ποτέ Παρκάν) και έθεσε τα θεμέλια για τη μεγάλη νίκη στη μάχη του αβαείου του Αγίου Γκοτθάρδου, την 1η Αυγούστου 1664.

Ο νικητής της μάχης

Ο νικητής της μάχης, ντε Σουσέ, ήταν Γάλλος. Υπό φυσιολογικές συνθήκες θα έπρεπε να είναι εχθρός των Αψβούργων και πράγματι για ένα διάστημα ήταν. Ήταν γιος ουγενότου (προτεστάντη) Γάλλου ευγενή και άφησε την πατρίδα του σε ηλικία 21 ετών, αφού πολέμησε κατά του ρωμαιοκαθολικού βασιλιά Λουδοβίκου ΙΓ στη μάχη Λα Ροσέλ. Κατατάχθηκε στον σουηδικό στρατό και πολέμησε στον Τριακονταετή Πόλεμο, υπό τον περίφημο βασιλιά της Σουηδίας Γουστάβο Αδόλφο.

Το 1642 όμως συγκρούστηκε με τον Σουηδό στρατηγό Τόρστεν Στάλανσκ και εγκατέλειψε την σουηδική υπηρεσία εντασσόμενος στον αυτοκρατορικό στρατό των Αψβούργων. Πολέμησε καλά και διακρίθηκε ιδιαίτερα στην πολιορκία του Μπρνο αποκρούοντας τους Σουηδούς. Για τη νίκη του αυτή προήχθη στον βαθμό του στρατηγού.

Πολέμησε ξανά κατά των Σουηδών στο διάστημα 1657-1660 (Μικρός Βόρειος Πόλεμος). Το 1663 στάλθηκε στη Ουγγαρία υπό τις διαταγές του μεγάλου στρατάρχη Μοντεκουκόλι προς αντιμετώπιση των Τούρκων, τους οποίους νίκησε στο Λέβα. Το 1674 πολέμησε κατά των Γάλλων στις Κάτω Χώρες, αλλά ηττήθηκε στο Σενεφέ από τον μεγάλο Κοντέ. Πέθανε το 1682.

Οι απόψεις που αναφέρονται στο κείμενο είναι προσωπικές του αρθρογράφου και δεν εκφράζουν απαραίτητα τη θέση του SLpress.gr

Απαγορεύεται η αναδημοσίευση του άρθρου από άλλες ιστοσελίδες χωρίς άδεια του SLpress.gr. Επιτρέπεται η αναδημοσίευση των 2-3 πρώτων παραγράφων με την προσθήκη ενεργού link για την ανάγνωση της συνέχειας στο SLpress.gr. Οι παραβάτες θα αντιμετωπίσουν νομικά μέτρα.

Ακολουθήστε το SLpress.gr στο Google News και μείνετε ενημερωμένοι