Μικρασιατική Εκστρατεία: Η Ιταλία στο πλευρό του Κεμάλ
25/08/2023Η Ιταλία είχε προσελκυστεί στο στρατόπεδο της Αντάντ κατά τις παραμονές του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, με σημαντικά ανταλλάγματα επί του εδάφους, τόσο με κέρδη εις βάρος της Αυστροουγγαρίας, όσο και της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας (1). Ειδικά μετά την φιλογερμανική ουδετεροποίηση της Ελλάδας, τα εδαφικά κέρδη της Ιταλίας μέσω των μυστικών συνομιλιών αυξήθηκαν σε όλη τη Δυτική Μικρά Ασία, συμπεριλαμβάνοντας τη Σμύρνη.
Αμέσως μετά την συνθηκολόγηση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας τον Οκτώβριο του 1918, ο κόμης Carlo Sforza (Κάρολος Σφόρτσα), Ιταλός πρέσβης στην Κωνσταντινούπολη, υποσχέθηκε στους εθνικιστές την ιταλική δέσμευση για υποστήριξη τους. Μεταξύ των Οθωμανών αξιωματικών που διαμόρφωσε μια προσωπική σχέση, ήταν και ο Μουσταφά Κεμάλ. Ο ίδιος στα απομνημονεύματά του, που εκδόθηκαν το 1930, γράφει ότι η γραμμή της ιταλικής διπλωματίας ήταν «…μια ειρήνη αμοιβαία ικανοποιητική για τις δύο πλευρές και να κάνουμε ότι είναι δυνατόν για να ικανοποιήσουμε τους Τούρκους» (2).
Η σχέση των Ιταλών με τους Νεότουρκους φαίνεται ότι αρχίζει και εδραιώνεται πολύ νωρίτερα και κυρίως από την εποχή που στράφηκαν κατά του χαλιφάτου και κατέλαβαν την οθωμανική εξουσία (3). Τα αντικειμενικά γεωπολιτικά συμφέροντα της Ιταλίας την έφερναν σε αντίθεση με την Ελλάδα. Η μονιμοποίηση της ελληνικής παρουσίας στη Μικρά Ασία αμφισβητούσε τις ιταλικές διεκδικήσεις στον ίδιο χώρο και επιπλέον θα δημιουργούσε μια Ελλάδα ισχυρή και ανταγωνιστική προς αυτή στην Ανατολική Μεσόγειο (4).
Ο Σφόρτσα στη συνέχεια θα γίνει πρώτα υφυπουργός Εξωτερικών (1919-1920) και στη συνέχεια υπουργός (1920-1921). Ήδη από τον Δεκέμβριο του 1918, ο κόμης Σφόρτσα είχε ενημερώσει τον Μουσταφά Κεμάλ και τον Φετχί μπέη ότι η Σμύρνη επρόκειτο να δοθεί στους Έλληνες και τους υποδείκνυε την οργάνωση «εθνικής στρατιωτικής αντίστασης». Τους έδωσε επιπλέον την υπόσχεση ότι η Ιταλία θα τους υποστηρίξει με κάθε είδους πολεμικό υλικό.
Στο στόχαστρο η Σμύρνηλ
Η παρέμβαση του κόμη Σφόρτσα οδήγησε στην απόφαση να παραμείνουν σε λειτουργία οι οργανώσεις του Κομιτάτου “Ένωση και Πρόοδος” (CUP), δηλαδή του κύριου μηχανισμού των Νεότουρκων. Οι Νεότουρκοι που συμμετείχαν στις παράνομες συγκεντρώσεις πρότειναν την ανάληψη της αρχηγίας του CUP από τον Μουσταφά Κεμάλ (5). Η ιταλική δράση κατά της Ελλάδας και της προοπτικής παραχώρησης της περιοχής της Σμύρνης, άρχισε από τα τέλη του 1918. Τότε επιχείρησαν να διερευνήσουν τις μουσουλμανικές διαθέσεις για αντίσταση και απέστειλαν στη Σμύρνη χοτζάδες (ιεροδιδασκάλους) από την ιταλοκρατούμενη Ρόδο για να προπαγανδίσουν υπέρ της Ιταλίας και να τους υποκινήσουν να ζητήσουν την ιταλική προστασία (6).
Η παραχώρηση της εντολής για τη Σμύρνη στην Ελλάδα το Μάιο του 1919 ήταν απόρροια της ιταλικής πρόθεσης για κατάληψη της περιοχής. Ήδη από τον Μάρτιο του 1919 η Ιταλία κατέλαβε την Αττάλεια και τον Απρίλιο το Ικόνιο, αγνοώντας εντελώς το Ανώτατο Συμμαχικό Συμβούλιο, κάτι που ενόχλησε τους υπόλοιπους συμμάχους. Για να προλάβουν τη διαφαινόμενη κατάληψη της Σμύρνης από τους Ιταλούς, οι Σύμμαχοι εξουσιοδότησαν την Ελλάδα να την καταλάβει. Το γεγονός αυτό έκανε ακόμα πιο αποφασιστική την ιταλική παρέμβαση.
Επίσης η άρνηση των Συμμάχων και κυρίως του Αμερικανού πρόεδρου Ουίλσον για ικανοποίηση των ιταλικών διεκδικήσεων στη Δαλματία – κάτι που θα ικανοποιούσε πλήρως τους Ιταλούς – προκάλεσε εντατικοποίηση της στρατιωτικής τους δράσης στη Μικρά Ασία, καταλαμβάνοντας ακόμα και περιοχές που ήταν πέρα από τα όρια που έθετε η Συμφωνία της Μωριέννης. Κάποιες από αυτές διεκδικούνταν από την Ελλάδα στη Διάσκεψη Ειρήνης των Παρισίων (7).
Εξοπλίζοντας τους Τούρκους
Ο Τούρκος ερευνητής Mehmet Hasan Bulut γράφει ότι η Ιταλοί είχαν μεγάλη ανάμιξη στην τουρκική αντίδραση, από τη στιγμή που οι Έλληνες αποβιβάστηκαν στη Σμύρνη. Σημαντικό ρόλο στη σχέση αυτή είχε ο αρχηγός των ιταλικών μυστικών υπηρεσιών Ugo Louca (Ούγκο Λούκα). Οι πρώτες ανταρτικές τουρκικές ομάδες κατά του ελληνικού στρατού δημιουργήθηκαν με την οργανωτική υποστήριξη και την ηγεσία του Λούκα.
Επίσης, αμέσως μετά την αποβίβαση του ελληνικού στρατού στη Σμύρνη ο Μουσταφά Κεμάλ έφυγε από την Κωνσταντινούπολη για τη Σαμψούντα, με βίζα που έλαβε με τη μεσολάβηση του Σφόρτσα. Ο Bulut υποστηρίζει ότι επιθεωρητής της 9ης τουρκικής στρατιάς ήταν και ο κόμης Σφόρτσα και ότι το Συνέδριο της Σεβάστειας παρακολούθησαν Ιταλοί, οι οποίοι ενθάρρυναν την «επανάσταση» που είχε ως στόχο τις αποφάσεις των ειρηνευτικών συνομιλιών που λάμβαναν χώρα στο Παρίσι και τελικά κατέληξαν στην Συνθήκη των Σεβρών (8).
Ήδη τον Ιούνιο του 1919 οι μητροπολίτες Εφέσου, Σμύρνης και Ηλιουπόλεως σε έγγραφο προς τις κυβερνήσεις των συμμάχων καταγγέλλουν ότι «Ιταλικά αντιτορπιλικά μεταφέρουν πυρομαχικά εις τους αρχηγούς των συμμοριών» και περιγράφουν την δεινή κατάσταση στην οποία έχουν περιέλθει οι ελληνικοί πληθυσμοί: «Οι χριστιανικοί πληθυσμοί των εδαφών τα οποία κατέχουν Τούρκοι και Ιταλοί υπόκεινται εις φοβεράς κακοποιήσεις…. Αι περιοχαί των Σωκίων, Νέας Εφέσου, Κιουλούκι και Μούγλων, κατεχόμενα υπό των Ιταλών, απέβησαν το κέντρον του αντιχριστιανικού κινήματος» (9).
Η ιταλική ανθελληνική στάση
Τυπικά η Ιταλία ως μέλος της Αντάντ τάσσεται από το Φθινόπωρο του 1919 υπέρ της αυστηρής ουδετερότητας στις εχθροπραξίες μεταξύ Ελλήνων και Τούρκων. Αλλά ανεπίσημα, όπως αναφέρεται από το ιταλικό ΓΕΣ, είχε «ξεκάθαρο σχέδιο στήριξης των εθνικών επιδιώξεων των κεμαλιστών» (10). Η ανθελληνική ιταλική δράση οξύνθηκε όταν ανέλαβε ο κόμης Σφόρτζα το υπουργείο Εξωτερικών.
Κατ’ αρχάς απέρριψε το Σύμφωνο Βενιζέλου-Τιτόνι, με το οποίο οι δύο χώρες είχαν επιχειρήσει μια έντιμη συναλλαγή. Ανοιχτή καταγγελία του συγκεκριμένου Συμφώνου έγινε μόνο μετά την ελληνική ήττα στη Μικρά Ασία (11). Οι Ιταλοί διευκόλυναν τη διακίνηση οπλισμού και ανδρών από την Κωνσταντινούπολη προς το κεμαλικό κίνημα που άρχισε να ανδρώνεται στην Ανατολία. Επίσης κάλυπταν τις παράνομες μυστικές εθνικιστικές τουρκικές οργανώσεις, οι οποίες βρισκόταν υπό την υποστήριξη του Balduino Caprini (Β. Καπρίνι), Ιταλού επικεφαλής των συμμαχικών δυνάμεων στην Κωνσταντινούπολη.
Ένας Ιταλός έμπορος, ο Mario Pelegrini (Mάριο Πελεγκρίνι), σύμφωνα με τον Ιταλό συγγραφέα Fabio G. Grassi (Φάμπιο Γκράσι), τροφοδοτούσε τα κεμαλικό στράτευμα με ρουχισμό, οπλισμό και πυρομαχικά. Παράλληλα οι Ιταλοί πληροφορούσαν την κυβέρνηση της Άγκυρας για τις αποφάσεις των συμμάχων. Με διπλωματικές παρεμβάσεις του κόμη Σφόρτσα απελευθερώθηκαν οι Νεότουρκοι που είχαν εκτοπιστεί από τους συμμάχους στη Μάλτα και διευκολύνθηκαν να μεταβούν στην Άγκυρα για να ενισχύσουν τους κεμαλιστές στη σύγκρουση με τη σουλτανική κυβέρνηση της Κωνσταντινούπολης.
Επιπλέον αναφέρονται και Ιταλοί εθελοντές οι οποίοι πολέμησαν τους Έλληνες μέσα από τις γραμμές του κεμαλικού στρατού. Επίσης και το Βατικανό τάχθηκε υπέρ του Κεμάλ. Ο πρέσβης Σ. Πεζάς από το Ρίο Ιανέιρο προειδοποιούσε: «… καλόν είναι να είδωμεν ποίοι είναι οι φίλοι και ποίοι οι εχθροί του έθνους μετά το οριστικώς καταπίπτον προσωπείον της μισελληνικής πολιτικής των Γάλλων, των Ιταλών και της Καθολικής Εκκλησίας» (12).
Ο Γ. Λ. Σπυρίδωνος, διευθυντής του 4ου Επιτελικού Γραφείου Στρατιάς 1919-1922 χρησιμοποιώντας ως πηγή την ομιλία του Μουσταφά Κεμάλ στην τουρκική εθνοσυνέλευση, γράφει: «Ευθύς από της αρχής του κινήματος του Κεμάλ η τηλεγραφική επικοινωνία αυτού με το εξωτερικό ή και με τους εν Κωνσταντινουπόλιν οπαδούς του διεξήγετο διά του εις Αττάλειαν αντιπροσώπου της Ιταλίας. Η αλληλογραφία δε του Κεμάλ μετά του εις Κωνσταντινουπολιν αντιπρόσωπου Ιτζέτ Πασά, ενηργείτο δια του γαλλικού ταχυδρομείου και δια του εις Ζουγαλντάκ ασυρμάτου του γαλλικού στρατού…» (13).
Συμφωνίες με τον Κεμάλ
Η Ιταλία ήταν η πρώτη χώρα που έδωσε διπλωματική αναγνώριση στην κεμαλική κυβέρνηση της Άγκυρας, επιτρέποντας να λειτουργήσει στη Ρώμη το πρώτο ανεπίσημο γραφείο αντιπροσώπευσης. Η Ιταλία επίσης ήταν αυτή προώθησε την ιδέα της αναθεώρησης της Συνθήκης των Σεβρών. Η πρώτη επίσημη συμφωνία μεταξύ Ιταλίας (κόμης Σφόρτσα) και κεμαλιστών (Μπεκίρ Σαμί Μπέης) υπογράφτηκε στις 12 Μαρτίου 1921, στο περιθώριο της Διάσκεψης του Λονδίνου.
Με τη συμφωνία αυτή η Ιταλία αναλάμβανε την υποχρέωση να υποστηρίξει τους Τούρκους στα ζητήματα της Σμύρνης και της Θράκης και οι κεμαλιστές από την πλευρά τους θα αναγνώριζαν «προτεραιότητα» στην Ιταλία, στις περιοχές της νοτιοδυτικής Μικράς Ασίας που είχαν καταλάβει, αφού εκκένωναν την Αττάλεια (14).
Παράλληλα, η Ιταλική Εμπορική Τράπεζα δίνει το Μάρτιο του 1921 το δικαίωμα δανεισμού στην κυβέρνηση της Άγκυρας, ώστε να αυξηθεί η δυνατότητα προμήθειας στρατιωτικού υλικού (15). Ο κόμης Σφόρτσα με δική του πρωτοβουλία προσκάλεσε αντιπροσωπεία της παράνομης κυβέρνησης της Άγκυρας στη Σύσκεψη του Λονδίνου το Φεβρουάριο του 1921, ενώ το τυπικό δικαίωμα να παρευρεθεί στις εργασίες το είχε μόνο η νόμιμη κυβέρνηση της Κωνσταντινούπολης. Με τον τρόπο αυτό επιβλήθηκε στους συμμάχους η de facto αναγνώριση του κεμαλικού καθεστώτος (16).
«Η Τουρκία ευχαριστεί την Ιταλία»
Την ίδια στιγμή η ελληνική μοναρχική κυβέρνηση, που προέκυψε από τις μοιραίες εκλογές του Νοεμβρίου του 1920, είχε απομονωθεί από τους συμμάχους λόγω της πολιτικής που ακολούθησε, με αποτέλεσμα να αδυνατεί να εξυπηρετηθεί με δάνεια ούτε από τα πρώην συμμαχικά κράτη, ούτε και από την ελεύθερη αγορά. Την άνοιξη του 1921 υπογράφεται και ένα επίσημο Σύμφωνο μεταξύ του κόμη Σφόρτσα και του Semi Bekir (Σεμί Μπεκίρ) με το οποίο οι Ιταλοί κεφαλαιούχοι αποκτούσαν προτεραιότητα στα σαντζάκια της νοτιοδυτικής Μικράς Ασίας.
Η Ιταλία δεσμευόταν να υποστηρίξει την κεμαλική κυβέρνηση στις επιδιώξεις της που ήταν η ακύρωση της ελληνικής εντολής σε Ανατολική Θράκη και Σατζάκιο Σμύρνης, καθώς και η παραχώρηση της ιταλικής ζώνης της Αττάλειας, ώστε να προμηθεύονται ελεύθερα πολεμικό υλικό (17). Οι Ιταλοί πούλησαν όπλα στον Κεμάλ για να πολεμήσει τους Έλληνες, τα οποία πληρώθηκαν από χρήματα που τους παραχώρησαν οι Σοβιετικοί (18).
Μετά το τέλος του ελληνοτουρκικού πολέμου, ο Φετχί μπέη – τον οποίο μαζί με τον Μουσταφά Κεμάλ είχε συναντήσει τον Δεκέμβριο του 1918 ο κόμης Σφόρτσα και τους είχε υποκινήσει να αντιδράσουν – έκανε την εξής δήλωση στον ξένο Τύπο: «Η Τουρκία ευχαριστεί την Ιταλία… Η Ιταλία υπήρξε η πρώτη το δικαίωμα να συνεχίσουμε να υπάρχουμε μετά την ανακωχή» (19).
Προδημοσίευση από το υπό έκδοση βιβλίο: “Από τη Συνθήκη των Σεβρών στη Συνθήκη της Λωζάννης. Η περίοδος που διαμόρφωσε το σύγχρονο κόσμο μας”, εκδ. Πατάκη
Σημειώσεις:
1) Χαραλ. Νικολάου, ό.π., σελ.252, ΑΣ/ΔΙΣ, Η Εκστρατεία εις την Μικράν Ασίαν 1919-1922, τομ. 1, Αθήνα, 1957, σελ.27
2) Γιώργος Λιμαντζάκης, ό.π.
3) Mehmet Hasan Bulut, “‘Revolutionary’ Young Turks under influence of Italy”, εφημ. Daily Sabah, 17 Απριλίου 2021.
4) Χαράλαμπος Τσαρδανίδης-Γιάννης Σακκάς, “Η Μικρασιατική Καταστροφή και το διεθνές σύστημα”, εφημ. Καθημερινή, 19 Ιουνίου 2022.
5) Γιώργος Σκλαβούνος, ό.π., σελ. 184-185.
6) Γιώργος Λιμαντζάκης, ό.π.
7) Σωτήρης Ριζάς, “Το τέλος της Μεγάλης Ιδέας”, εκδ. Καστανιώτη, Αθήνα, 2015, σελ. 88, Γιώργος Λιμαντζάκης, ό.π.
8) Mehmet Hasan Bulut, “Turchia-friendly Italy: Establishment of Young Turks’ new state”, εφημ. Daily Sabah, 6 Μαϊου 2021. Γιώργος Σκλαβούνος, ό.π., σελ. 186-188.
9) Γιώργος Λιμαντζάκης, ό.π.
10) Giovanni Cecini, Il corpo di Spedizione Italiano in Anatolia (1919-1922), εκδ. Stato Maggiore dell’Esercito, σελ. 267.
11) Γιώργος Λιμαντζάκης, ό.π.
12) Φωτεινή Θωμαή, “Ο Πάπας στο πλευρό των Τούρκων” στο αφιέρωμα “Η προαναγγελθείσα προδοσία της Ελλάδας από τους Συμμάχους”, εφημ. Το Βήμα, 4 Σεπτεμβρίου 2011, σελ. Α27.
13) Γεωρ. Α. Σπυρίδωνος, Η Μικρασιατική Εκστρατεία όπως την είδα, εκδ. Ελεύθερη Σκέψις, Αθήνα, 2011, σελ. 109.
14) Γιώργος Λιμαντζάκης, ό.π.
15) Mehmet Hasan Bulut, ό.π., Γιώργος Σκλαβούνος, ό.π.
16) “Η Ελλάδα στη Μικρά Ασία” στο Ιστορία του ελληνικού έθνους, τόμ.15, εκδ. Εκδοτική Αθηνών, 1978, σελ. 163.
17) Θάνος Βερέμης, “Η Μικρασιατική Εκστρατεία 1919-1922” ένθετο 7-Ημέρες, εφημ. Καθημερινή, Αθήνα, 2000.
18) Harry Psomiades, ό.π., σελ. 35
19) Γιώργος Σκλαβούνος, ό.π., σελ. 188-189.