Μπορούσαν τα ελληνικά Φάντομ να βομβαρδίσουν τον Αττίλα;
20/07/2023Η ανακήρυξη της ανεξάρτητης Κυπριακής Δημοκρατίας το 1960 δεν έβαλε τέλος στα σχέδια της Τουρκίας για διχοτόμηση της νήσου και έλεγχο των Τουρκοκυπρίων. Αυτά τέθηκαν σε εφαρμογή το 1974 όταν δυνάμεις της εισέβαλαν στην Κύπρο και στη συνέχεια κατέλαβαν το 37% του νησιού (Αττίλας Ι, 20-23 Ιουλίου και Αττίλας ΙΙ, 14-16 Αυγούστου 1974). Στη διάρκεια των τουρκικών επιχειρήσεων, οι ελλαδικές και ελληνοκυπριακές δυνάμεις υπερασπίστηκαν το νησί, δίχως την παραμικρή αεροπορική κάλυψη. Η Κυπριακή Δημοκρατία δεν διέθετε Πολεμική Αεροπορία και έτσι μόνο η ελληνική Αεροπορία θα μπορούσε να παράσχει αυτή τη συνδρομή, μέσω των ελληνικών Φάντομ.
Όμως, η μοναδική επιχείρηση που διεξήγαγε η Eλληνική Πολεμική Αεροπορία υπήρξε η άκρως ριψοκίνδυνη αποστολή 12 μεταγωγικών NORD 2501 Noratlas της 354 Μοίρας, τα οποία στις 21 Ιουλίου μετέφεραν στο αεροδρόμιο Λευκωσίας την Α’ Μοίρα Καταδρομών (Επιχείρηση “Νίκη”) με απώλειες από φίλια πυρά τεσσάρων Ελλήνων αεροπόρων, 29 Καταδρομέων και τριών αεροπλάνων.
Η επιχείρηση αυτή παρά τις απώλειες υπήρξε επιτυχής, αφού ενίσχυσε τις επίγειες δυνάμεις που υπερασπίζονταν τη Λευκωσία με σημαντικό αριθμό καταδρομέων. Γιατί δεν έδρασαν στην Κύπρο και τα ελληνικά πολεμικά αεροπλάνα πρώτης γραμμής, δηλαδή μαχητικά/βομβαρδιστικά; Αν αυτό είχε συμβεί, θα μπορούσε να υπάρξει διαφορετικό αποτέλεσμα υπέρ των Ελλήνων στις χερσαίες επιχειρήσεις;
Η πρώτη στρατιωτική επέμβαση της Τουρκίας στην Κύπρο το 1964 ήταν αποκλειστικά αεροπορικού χαρακτήρα με εναέριους βομβαρδισμούς Ελληνοκυπρίων στην Τιλλυρία και των ελληνικών ακταιωρών “Φαέθων” και “Αρίων”. Αν και τότε οι Τούρκοι δεν έκαναν απόβαση στο νησί διαφάνηκε καθαρά ότι η Τουρκική Αεροπορία υπερτερούσε σε σχέση με την Ελληνική σε αριθμό αεροσκαφών αλλά και τεχνολογικά –όσον αφορά μαχητικά/βομβαρδιστικά– αφού διέθετε πιο σύγχρονους τύπους.
Η Ελληνική Αεροπορία είχε τότε τα παρωχημένα F-84F και G, F-86D, M(Ε), ενώ οι Τούρκοι είχαν ήδη παραλάβει τα πρώτα αεροσκάφη της δεύτερης φάσης της 1ης γενιάς μαχητικών που έπιαναν ταχύτητες 2 mach, δηλαδή τα πρώτα υπερηχητικά, F-104G και F-5. Δεν είναι τυχαίο λοιπόν ότι από τα μέσα της δεκαετίας του 1960 ξεκίνησε ένα σημαντικό πρόγραμμα εκσυγχρονισμού της Ελληνικής Πολεμικής Αεροπορίας, με την απόκτηση υπερηχητικών μαχητικών αεροπλάνων.
Η αγορά των Φάντομ
Όμως, η αριθμητική υπεροχή της Τουρκίας στο αεροπορικό όπλο θα μπορούσε να εξισορροπηθεί με το τεχνολογικό προβάδισμα έστω και ενός μικρότερου αριθμού μαχητικών δεύτερης γενιάς που η Τουρκική Πολεμική Αεροπορία τότε δεν διέθετε. Τέτοιος τύπος ήταν το νέο μαχητικά McDonnell Douglas F-4E Phantom II. Έτσι, το 1965 η Ελλάδα ζήτησε να προμηθευθεί από τις ΗΠΑ F-4E που είχαν αρχίσει να βγαίνουν από τη γραμμή παραγωγής μόλις τρία χρόνια πριν. Η αγορά δεν πραγματοποιήθηκε τότε για την Ελληνική Αεροπορία για πολιτικούς και οικονομικούς λόγους. Για να καταλάβουμε πόσο προχωρημένη υπήρξε αυτή η κίνηση της Ελλάδας για την εποχή της, ήταν σαν να αιτούνταν το 2009 την απόκτηση F-35 που ξεκίνησαν να παράγονται το 2006!
Τελικά, η αγορά των Φάντομ πραγματοποιήθηκε το 1972 από τη χούντα του Παπαδόπουλου. Στις αρχές του 1974, το νέο δικτατορικό καθεστώς του Ιωαννίδη παρήγγειλε από τη Γαλλία Mirage F1C και από τις ΗΠΑ, A-7E Corsair που όμως έφθασαν στην Ελλάδα μετά την κυπριακή τραγωδία. Τα πρώτα μαχητικά αεροσκάφη δεύτερης γενιάς (τύπου F-4Ε) της Πολεμικής Αεροπορίας έφθασαν στην Ελλάδα τον Απρίλιο του 1974. Ήταν το κυριότερο όπλο που θα μπορούσε να απειλήσει σοβαρά τυχόν τουρκική εισβολή στην Κύπρο.
Όμως, αυτή η τεχνολογική υπεροχή της Πολεμική Αεροπορίας δεν βοήθησε την Κύπρο καθώς στις 20 Ιουλίου 1974 διέθετε μόνο τμήμα των νέων αεροσκαφών που είχαν παραγγελθεί. Επρόκειτο για μία μοίρα F-4Ε που ήταν σε θέση να πάρει μέρος σε επιχειρήσεις, αν και τα στελέχη της δεν είχαν ολοκληρώσει την εκπαίδευσή τους. Αντίθετα, με τη γενική εντύπωση που υπάρχει σήμερα, τον Ιούλιο του 1974 και η Τουρκία διέθετε τα πρώτα της F-4E που όμως δεν χρησιμοποιήθηκαν εναντίον της Κύπρου, καθώς δεν ήταν έτοιμα επιχειρησιακά. Για τον “Αττίλα” οι Τούρκοι έκαναν χρήση κυρίως F-100 που αποτελούσαν τη ραχοκοκαλιά των πολεμικών τους πρώτης γραμμής, αλλά και αεροπλάνα τύπου F-5, RF-84F, F-102 και F-104, καθώς και μεταφορικά C-130, C-160 και C-47.
Τα Φάντομ της ελληνικής Αεροπορίας
Το 1974 η ελληνική Αεροπορία διέθετε σαφώς μικρότερο αριθμό αεροσκαφών σε σχέση με την Τουρκία: 290 μαχητικά έναντι 520 και 60 μεταγωγικά έναντι 95. Επιπλέον, η Τουρκία υπερτερούσε και σε άλλους τομείς αεροπορικής ισχύος, όπως αριθμό αεροδρομίων, σταθμούς ραντάρ, αντιαεροπορικά κ.α. Όμως, όσον αφορά την εισβολή τους στην Κύπρο, οι Τούρκοι είχαν και δύο βασικά πλεονεκτήματα σε σχέση με την Ελλάδα που δεν ισχύει μόνο για την αεροπορία τους, αλλά γενικότερα για τις δυνάμεις τους: η κοντινή απόσταση της Μεγαλονήσου από τις τουρκικές ακτές και το γεγονός ότι ήταν οι επιτιθέμενοι και είχαν κερδίσει το πλεονέκτημα του αιφνιδιασμού απέναντι στον αντίπαλο.
Παρά ταύτα, γνωρίζουμε ότι στην Ελλάδα υπήρξε σχεδιασμός ώστε οι υπερασπιστές της Κύπρου να έχουν περιορισμένη κάλυψη από αέρος απέναντι στους εισβολείς του “Αττίλα”. Από τη Σούδα όπου στάθμευαν η 338 και 340 μοίρες βομβαρδισμού με F-84F, 26 αεροπλάνα αυτού του τύπου βρίσκονταν στις 20 Ιουλίου 1974 στο Καστέλι Ηρακλείου και οι χειριστές τους είχαν αποστολή να βομβαρδίσουν τους Τούρκους στους χώρους απόβασής τους στην Κερύνεια.Ακόμη πιο σημαντική ήταν η μεταστάθμευση στο Ηράκλειο της Κρήτης, στις 22 Ιουλίου 1974, οκτώ F-4E από την Ανδραβίδα (339 Μοίρα) με στόχο τον βομβαρδισμό του τουρκικού προγεφυρώματος στην Κερύνεια. Στη διάρκεια λοιπόν του “Αττίλα” Ι, τμήμα της Πολεμικής Αεροπορίας ήταν πανέτοιμη να επιχειρήσει στην Κύπρο. Οι χειριστές βρίσκονταν συνέχεια μέσα στα αεροπλάνα τους αναμένοντας την τελική διαταγή να απογειωθούν. Η διαταγή δεν δόθηκε ποτέ….Από τα αεροπλάνα αυτά, μόνο τα F-4E είχαν τη δυνατότητα να επιστρέψουν πίσω στην Κρήτη.
Οι χειριστές των 26 F-84F μετά την αποστολή τους στην Κύπρο θα προσπαθούσαν να φθάσουν και να προσγειωθούν στην Βηρυτό όπου θα παραδίδονταν στις εκεί αρχές. Είναι πολύ πιθανό όμως ότι οι περισσότεροι δεν θα έφθαναν ποτέ εκεί καθώς πάνω από την Κύπρο θα αντιμετώπιζαν σε αερομαχίες τούρκικα μαχητικά που θα τους ανέμεναν και που ήταν τεχνολογικά ανώτερα. Τα περισσότερα ελληνικά F-84F θα καταρρίπτονταν πριν ακόμη προλάβουν να επιχειρήσουν.
Τα οκτώ ελληνικά F-4E είχαν μεγαλύτερες δυνατότητες σε σχέση με τα μαχητικά της Τουρκικής Αεροπορίας, όμως ο μικρός τους αριθμός θα αποτελούσε μειονέκτημα απέναντι στα δεκάδες εχθρικά μαχητικά. Επιπλέον, όπως είδαμε, τα πληρώματα των ελληνικών Φάντομ δεν είχαν ολοκληρώσει την εκπαίδευσή τους. Μάλιστα, στην Κρήτη ήταν να μετασταθμεύσουν αρχικά 10 F-4E, αλλά στη διάρκεια της προσγείωσης υπήρξε ατύχημα με αποτέλεσμα ένα από αυτά να καταστραφεί και ένα άλλο να υποστεί βλάβη. Το ατύχημα αυτό θεωρήθηκε ότι οφειλόταν σε απειρία των χειριστών.
Η δύναμη της Πολεμικής Αεροπορίας
Ο αντίλογος είναι ότι η έστω και περιορισμένη δράση της Πολεμικής Αεροπορίας στον ουρανό της Κύπρου θα μπορούσε να βοηθήσει τους αμυνόμενους Έλληνες όταν οι Τούρκοι ξεκίνησαν να αποβιβάζονται στην Κερύνεια, ή ακόμη και όταν είχαν κάνει το προγεφύρωμά τους εκεί. Μόνο και μόνο το γεγονός ότι οι δύο αντίπαλοι θα αντιλαμβάνονταν ότι η Τουρκική Αεροπορία δεν είχε την απόλυτη κυριαρχία πάνω από την Κύπρο θα επηρέαζε ανάλογα το ηθικό τους. Επιπλέον, μεταξύ 20-23 Ιουλίου 1974, στην περιορισμένη περιοχή της Κερύνειας υπήρχαν πολλοί στόχοι ευκαιρίας. Αυτό θα διευκόλυνε σε μεγάλο βαθμό τη δράση των ελληνικών αεροπλάνων.
Είναι γνωστό ότι οι Τούρκοι αντιμετώπισαν πολλές δυσχέρειες στη διάρκεια της απόβασής τους στην Κερύνεια. Η περιορισμένη δράση της Πολεμικής Αεροπορίας, ακόμη και σε “αποστολές αυτοκτονίας”, θα μεγιστοποιούσαν τις δυσχέρειες αυτές. Στη διάρκεια του Αττίλα ΙΙ από αεροπορικής πλευράς μόνο αν η Ελλάδα έριχνε στον αγώνα όλα της τα F-5E και αυτά συντονίζονταν με τις ελληνικές δυνάμεις στο έδαφος θα μπορούσε να αντιμετωπιστεί η τουρκική προέλαση που είχε σαν αποτέλεσμα να καταληφθεί το 37% της Κύπρου.
Είναι χαρακτηριστικό ότι αξιόπιστες πηγές επιβεβαιώνουν πως όταν στην αρχή του Αττίλα ΙΙ, στις 14 Αυγούστου 1974, Έλληνες αξιωματικοί και στρατιώτες πληροφορήθηκαν ότι θα υποστηρίζονταν από αεροπλάνα που θα κατέφθαναν από την Ελλάδα το ηθικό τους ανέβηκε κατακόρυφα. Όμως, όπως και στον “Αττίλα” Ι, δεν δόθηκε καμία διαταγή να απογειωθούν τα Φάντομ για την Κύπρο…
Από τα Φάντομ στα Rafale
Κλείνοντας τη σύντομη αυτή παρουσίαση θα πρέπει να επισημάνουμε ότι η εξέταση των τραγικών γεγονότων του 1974 μας δίνει χρήσιμα μαθήματα για το παρόν. Σήμερα η Πολεμική Αεροπορία διαθέτει αεροπορικό και έμψυχο υλικό που της παρέχει δυνατότητες που δεν είχε πριν από σχεδόν μισό αιώνα. Η πιο σημαντική από αυτές είναι ότι όλα τα ελληνικά αεροπλάνα πρώτης γραμμής μπορούν να επιχειρήσουν μεταξύ Ελλάδας και Κύπρου.
Επιπλέον, η συνδρομή από αέρος σε τυχόν πολεμική σύρραξη στο νησί ενισχύεται/συνδυάζεται με σημαντικά επίγεια αντιαεροπορικά μέσα αλλά και με χερσαίες και θαλάσσιες δυνάμεις. Ως αποτέλεσμα του Δόγματος του Ενιαίου Αμυντικού Χώρου Ελλάδας-Κύπρου, στη μεγαλόνησο δημιουργήθηκε η πρώτη αεροπορική βάση που μπορεί να υποστηρίξει τα ελληνικά πολεμικά αεροπλάνα. Θυμίζουμε ότι χρησιμοποιήθηκε παλαιότερα και από τη Γαλλική Αεροπορία στο πλαίσιο κοινής ελληνογαλλικής άσκησης στην Ανατολική Μεσόγειο.
Στην περίπτωση ελληνοτουρκικής σύγκρουσης στην Κύπρο, οι Τούρκοι χειριστές μπορεί να έχουν και πάλι το πλεονέκτημα της κοντινής απόστασης της νήσου από τις βάσεις τους, όμως αυτή τη φορά θα έχουν να αντιμετωπίσουν στον αέρα ένα ισχυρό αντίπαλο και οι αμυνόμενοι θα έχουν την αεροπορική κάλυψη που δεν είχαν το 1974. Η Κύπρος δεν κείται μακράν, υπό την προϋπόθεση, βέβαια, ότι θα υπάρξει η αντίστοιχη πολιτική βούληση…