Ο Αριστοτέλης Νεόφυτος για το Μακεδονικό Ζήτημα το 1908
17/10/2025
Σε προηγούμενη δημοσίευση αναλύθηκε άρθρο του Αριστοτέλη Νεοφύτου στο οποίο υποστήριζε ότι οι Έλληνες άποικοι των ακτών της Μαύρης και της Αζοφικής Θάλασσας κατά τον 19ο αιώνα έχασαν την εθνική τους ταυτότητα, εκρωσίσθηκαν και ήταν εχθρικοί προς τον ελληνισμό. Σύμφωνα με τον Νεόφυτο, αυτό ήταν αποτέλεσμα της πανσλαβικής πολιτικής της Ρωσίας που τη διευκόλυνε η κοινή θρησκεία Ελλήνων και Σλάβων.
Στο ίδιο άρθρο, ο διανοούμενος από την Κερασούντα παρουσιάζει τα επιχειρήματά του για την αντιμετώπιση του ζητήματος της υπό οθωμανική κυριαρχία Μακεδονίας, ώστε να εξυπηρετηθούν τα ελληνικά συμφέροντα. Ειδικότερα, αναλύει το δίλημμα που αντιμετώπισε η Ελλάδα τον Αύγουστο του 1908, αν δηλαδή θα έπρεπε να υιοθετήσει αποσχιστική πολιτική παρόμοια με αυτήν της Βουλγαρίας, ώστε να προκληθεί διαμελισμός της Μακεδονίας, ή να ενθαρρύνει τη συνεργασία Μουσουλμάνων, Αρμενίων και Ελλήνων για την αναγέννηση και ενίσχυση του οθωμανικού κράτους, ώστε να προφυλαχθεί η ακεραιότητά της από τις διεκδικήσεις των Σλάβων.
Ακολουθούν αποσπάσματα στη νεοελληνική από το άρθρο του Αριστοτέλη Γ. Νεοφύτου με τίτλο «Ἡ πρὸς ἀναγέννησιν τοῦ ὀθωμανικοῦ Κράτους συνεργασία Μουσουλμάνων, Ἀρμενίων καὶ Ἑλλήνων» που δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Πρωΐᾳ» της Κωνσταντινούπολης στις 20/21 Αυγούστου 1908.
«… Η αποσχιστική πολιτική, με τις ευνοϊκότερες συνθήκες για την Ελλάδα, θα της απέδιδε μέρος της Ηπείρου (το βόρειο τμήμα διεκδικείται από τους Αλβανούς), καθώς και ελάχιστο μέρος της νοτιοανατολικής Μακεδονίας. Έτσι, οι περισσότερες από τις ελληνικότατες περιοχές της Ηπείρου και της Μακεδονίας θα παραχωρούνταν σε Βούλγαρους, Σέρβους και Αλβανούς. Αυτό θα οδηγούσε σε ταχεία αφομοίωση του ελληνικού στοιχείου από το σλαβικό, λόγω της πολιτικής του πανσλαβισμού και του ομόθρησκου Ελλήνων και Σλάβων.»
«… Αντίθετα, ο Έλληνας είναι πολύ πιο προικισμένος και ικανός από τον Σλάβο, στον αγώνα της επιβίωσης και είναι βέβαιο ότι θα υπερτερήσει στην προσπάθεια προόδου υπό συνθήκες ειρήνης σε ένα φιλελεύθερο και συνταγματικό οθωμανικό κράτος. Η Ελλάδα οφείλει να αντιληφθεί ότι θα αποκομίσει ελάχιστο εδαφικό κέρδος από τον διαμελισμό της Μακεδονίας και της Ηπείρου τη συγκεκριμένη περίοδο, καθώς και τη μέγιστη και ανεπανόρθωτη ζημία που θα υποστεί ο ελληνισμός των οθωμανικών περιοχών που θα αποδοθούν στους Σλάβους.»
Η κριτική των απόψεων του Νεοφύτου για την αντιμετώπιση του Μακεδονικού Ζητήματος θα πρέπει να βασίζεται στη γνώση των διαθέσιμων εναλλακτικών λύσεων αλλά και στη διεξοδική ανάλυση της ευρωπαϊκής πολιτικής πραγματικότητας της εποχής.
Ο ρόλος των Μεγάλων Δυνάμεων
Κατά τον τελευταίο Ρωσοτουρκικό πόλεμο (1877), η Ρωσική Αυτοκρατορία υποστήριξε τους Σλάβους ορθόδοξους χριστιανούς της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και κυρίως τους Βούλγαρους. Με τη Συνθήκη του Αγίου Στεφάνου (1878), ανάμεσα στη Ρωσική και την Οθωμανική Αυτοκρατορία, η Ρωσία επισφράγισε τις πανσλαβικές επιδιώξεις της, δίνοντας λύση στο Ανατολικό Ζήτημα σύμφωνα με τα συμφέροντά της. Έτσι, στη νέα μεγάλη αυτοδιοικούμενη Βουλγαρία συμπεριλαμβανόταν ολόκληρη η Μακεδονία.
Όμως, η αντίδραση της Αγγλίας, της Γερμανίας και της Αυστροουγγαρίας, οι οποίες θεωρούσαν ότι η Βουλγαρία θα γινόταν προτεκτοράτο της Ρωσίας, ανάγκασε τον τσάρο να δεχτεί την αναθεώρηση των όρων στη Συνθήκη του Βερολίνου (1878) με την οποία η Μακεδονία επιστράφηκε στην Οθωμανική Αυτοκρατορία.
Το Μακεδονικό Ζήτημα αποτελούσε ένα επιμέρους θέμα του Ανατολικού Ζητήματος και αφορούσε τις εδαφικές διεκδικήσεις των Βαλκανικών κρατών, Σερβίας, Βουλγαρίας και Ελλάδας, στην οθωμανική Μακεδονία. Ο Μακεδονικός Αγώνας εντάθηκε το 1893 μετά τη δημιουργία της μυστικής βουλγαρικής οργάνωσης ΕΜΕΟ (Εσωτερική Μακεδονική Επαναστατική Οργάνωση) στη Θεσσαλονίκη, η οποία είχε ως ψευδεπίγραφο σύνθημα την αυτονομία της Μακεδονίας.
Η δράση των Βουλγάρων εντάθηκε το 1903 με βομβιστικές δολοφονικές επιθέσεις στη Θεσσαλονίκη και την εξέγερση του Ίλιντεν. Οι βίαιες πολυαίμακτες εμπλοκές μεταξύ ενόπλων σωμάτων αλλά και με τον οθωμανικό στρατό κορυφώθηκαν την περίοδο 1904-1908 με θύματα κυρίως Έλληνες και τα χωριά τους. Η Αγγλία ήταν το μόνο εμπόδιο στην επέκταση της Ρωσικής επιρροής στη Μακεδονία μέσω μιας βουλγαρικής διοίκησης.
Όμως, η δημιουργία της Αγγλορωσικής Συμμαχίας (Anglo-Russian Entente) το 1907 επανέφερε τον εφιάλτη της επιδίκασης της Μακεδονίας στη Βουλγαρία τόσο στους Οθωμανούς όσο και στην ελληνική πλευρά. Η Αγγλορωσική συμμαχία, κατά κύριο λόγο, οδήγησε στο Νεοτουρκικό κίνημα του Ιουλίου 1908, που έβαλε τέλος στον Μακεδονικό Αγώνα, αφού ευαγγελιζόταν, μέσω της επαναφοράς του συντάγματος, ελευθερία και ισότητα για όλους τους πολίτες της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, ανεξάρτητα από εθνότητα, φυλή και θρησκεία.
Τα ιστορικά γεγονότα
Η πανσλαβική πολιτική της Ρωσίας, η οποία διαμορφώθηκε κατά τον 19ο αιώνα, δημιούργησε νέα δεδομένα στα Βαλκάνια και έθεσε σε κίνδυνο πρωταρχικά ελληνικά συμφέροντα. Η Ρωσία παραχωρούσε αποκλειστικά στη Βουλγαρία εδάφη που είχε αποσπάσει από την Οθωμανική Αυτοκρατορία, εδάφη τα οποία διεκδικούσε και η Ελλάδα. Αναπόφευκτο αποτέλεσμα ήταν η διακοπή των φιλικών σχέσεων της Ελλάδας με την προστάτιδα ορθόδοξη Ρωσία. Μετά τη Συνθήκη του Βερολίνου, η ελληνική εξωτερική πολιτική υπαγορευόταν κυρίως από την Αγγλία. Έτσι, η Ελλάδα δεν υποστήριξε τα αποσχιστικά κινήματα των Σλάβων στα Βαλκάνια και προώθησε μια πολιτική ειρηνικής συνύπαρξης με την Οθωμανική Αυτοκρατορία.
Θα πρέπει να σημειωθεί ότι το άρθρο του Νεοφύτου γράφτηκε στις 14 και δημοσιεύτηκε στις 20 και 21 Αυγούστου του 1908, λίγες μέρες μετά το στρατιωτικό και πολιτικό κίνημα, που ανάγκασε τον σουλτάνο να αποκαταστήσει το οθωμανικό σύνταγμα του 1876 και να προκηρύξει εκλογές. Σ’ αυτές οι Νεότουρκοι πήραν την απόλυτη πλειοψηφία με εκπροσώπηση όλων των εθνοτήτων στο κοινοβούλιο. Όπως αναφέρθηκε σε προηγούμενο άρθρο το γεγονός προκάλεσε μεγάλο λαϊκό ενθουσιασμό, γιατί εξασφάλιζε ισότητα και θρησκευτική ελευθερία, κατά το πρότυπο της Γαλλικής Επανάστασης.
Έγινε δεκτό με μεγάλη ανακούφιση από τις Μεγάλες Δυνάμεις, με μοναδική εξαίρεση τη Γερμανία η οποία διατηρούσε άριστες σχέσεις με τον σουλτάνο, και οδήγησε σε αναθέρμανση των σχέσεων με την Αγγλία, λόγω της μειωμένης πλέον επιρροής της Γερμανίας στην Υψηλή Πύλη. Επιπλέον, απάλλασσε την Αγγλία από την απαίτηση μεταρρυθμίσεων στη Μακεδονία, κάτι που θα απειλούσε και τη δική της θέση στην Αίγυπτο και την Ινδία από ανάλογες διεκδικήσεις των πολιτών τους. Έτσι, και η ελληνική κυβέρνηση αναγκάστηκε να ανακαλέσει όσους αξιωματικούς βρισκόταν στη Μακεδονία, θεωρώντας ότι ολοκληρώθηκε ο Μακεδονικός Αγώνας.
Οι ελληνικές κοινότητες της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας προχώρησαν στην ίδρυση πολιτικών και πολιτιστικών συλλόγων, αναγνωστηρίων, θεατρικών και μουσικών ομάδων, καθώς και στην έκδοση περιοδικών και εφημερίδων. Θεωρείται πιθανό ότι η ανέγερση του Σύγχρονου Θεάτρου Κερασούντος από τον Νεόφυτο έγινε αυτήν την περίοδο, ενώ είναι τεκμηριωμένο ότι το θέατρο λειτουργούσε το 1909.
Τα μηνύματα του Νεοφύτου
Τρία είναι τα κύρια μηνύματα του άρθρου του: Το πρώτο μήνυμα απευθύνεται στους μουσουλμάνους πολίτες και το οθωμανικό κράτος. Υποστηρίζει ότι η Ρωσία είναι ο μοναδικός εχθρός τους λόγω των μακροπρόθεσμων επεκτατικών της σχεδίων, τα οποία αποβλέπουν στο να κληρονομήσει τη Βυζαντινή Αυτοκρατορία. Τα ιστορικά δεδομένα επικυρώνουν τους ισχυρισμούς του.
Το δεύτερο μήνυμα επισείει τον κίνδυνο εκρωσισμού του ελληνικού στοιχείου της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας που θα αποδιδόταν στους Σλάβους. Η άποψη αυτή τεκμηριώνεται από την προσωπική εμπειρία του Νεοφύτου, καθώς και από τη βιβλιογραφία.
Το τρίτο και κρισιμότερο μήνυμα αφορά την αναγκαία ελληνική πολιτική στο Μακεδονικό Ζήτημα τον Αύγουστο του 1908. Επισημαίνει ότι το πολιτικό κλίμα στην Ευρώπη και οι φιλελεύθερες διακηρύξεις του νεοτουρκικού κινήματος επιβάλλουν στην Ελλάδα να μην ακολουθήσει την πολιτική της Βουλγαρίας, η οποία επεδίωκε τον διαμελισμό της Μακεδονίας. Η στρατηγική που προτείνει περιλαμβάνει δύο σκέλη. Το πρώτο σκέλος συνιστά την προστασία της ακεραιότητας της οθωμανικής Μακεδονίας από τις εδαφικές διεκδικήσεις των Σλάβων, μέσω μιας φιλικής πολιτικής προς την Οθωμανική Αυτοκρατορία. Το δεύτερο σκέλος προτείνει την ετοιμότητα, ώστε η διεκδίκηση των ελληνικών εθνικών επιδιώξεων στη Μακεδονία, τη Θράκη και την Ήπειρο να γίνει υπό πιο ευνοϊκές συνθήκες.
Τα συμπεράσματα του Νεοφύτου
Τα συμπεράσματα του άρθρου συνοψίζονται σε δύο μόνο προτάσεις, που αξίζει να μεταφερθούν αυτούσιες: «… Ἡ Ἑλλὰς ἔχει ὕψιστον ἀναμφιβόλως συμφέρον νὰ προτιμήσῃ τὴν τελευταίαν λύσιν, ἥτις -ἂς εἴπωμεν καὶ τοῦτο απροκαλύπτως- δὲν ἀποκλείει τὰς ἐλπίδας της ἐπὶ μείζονος καὶ καλλιτέρας ἐν τῷ μέλλοντι μερίδος.» «… καὶ ν’ ἀποτρέψωμεν πᾶσαν ξενικὴν ἐπέμβασιν δυναμένην νὰ ἐπιφέρει τὴν τελείαν ἀποσύνθεσιν καὶ καταστροφήν.» Η δήλωσή του ότι οποιαδήποτε ξένη επέμβαση στη Μακεδονία θα προκαλούσε διάλυση και αφανισμό δεν έχει σαφή αποδέκτη.
Θα μπορούσε να αφορά μια ελληνική επέμβαση ή έστω μια ελληνική απάντηση σε προκλήσεις άλλων. Ήταν σαφές ότι οι Μεγάλες Δυνάμεις θα τη θεωρούσαν πρόκληση, τη στιγμή που η απολυταρχία του σουλτάνου έδινε τη θέση της στη συνταγματική κοινοβουλευτική μοναρχία, πολίτευμα παρόμοιο με εκείνο της Αγγλίας, της «Μητέρας του κοινοβουλευτισμού». Οποιαδήποτε ελληνική εμπλοκή θα μπορούσε να δώσει το άλλοθι στη Ρωσία να ζητήσει από τη σύμμαχο Αγγλία την παραχώρηση της κηδεμονίας της Μακεδονίας στη Βουλγαρία.
Θα μπορούσε, όμως, να αφορά και μια ρωσική επέμβαση. Ένας νέος Ρωσοτουρκικός πόλεμος θα είχε ολέθριες συνέπειες για τον ελληνισμό, αφού μια ρωσική νίκη θα έριχνε το ελληνικό στοιχείο στα δίχτυα του πανσλαβισμού, ενώ ένας οθωμανικός θρίαμβος θα οδηγούσε σε μια νέα σφαγή των χριστιανών.
Επίλογος
Ήταν πλέον φανερό για τον Νεόφυτο ότι η ακεραιότητα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας δεν ήταν απλώς αποδεκτή αλλά αναγκαίος όρος για τη συντήρηση των ελληνικών ελπίδων στα εδάφη που η ρωσική πολιτική απέδιδε στους Σλάβους.
Το άρθρο αυτό δεν θα μπορούσε να τελειώσει παρά μόνο με την κριτική που ο ίδιος άσκησε προς αντίθετες απόψεις, χωρίς να τις κατονομάζει: «… Τοιοῦτοι οἱ ἀκαταμάχητοι λόγοι καὶ τοιαῦτα τὰ ζωτικὰ καὶ ὕψιστα συμφέροντα, ἅτινα ἀναγκαίως ἐπιβάλλουσι τὴν συνεργασίαν Μουσουλμάνων, Ἀρμενίων καὶ Ἑλλήνων πρὸς ἀναγέννησιν καὶ ἐνίσχυσιν τοῦ Κράτους, ὁ δὲ μὴ διορῶν τὴν ὀρθότητα τῶν λόγων τούτων εἶναι πάντως ἐχθρὸς τοῦ Ὀθωμανικοῦ Κράτους καὶ τῶν οἰκούντων αὐτὸ λαῶν.»
«… Τὰς ἰδέας ὁνειροπόλων τινῶν τῶν Ἀθηνῶν οὐδεὶς λαμβάνει ὑπ’ ὄψιν. Οἱ γράφοντες παραδοξολογίας … παντελῶς ἀγνοοῦσι καὶ αὐτὰ τὰ στοιχεῖα τῆς ἐνεστώσης διεθνοῦς πολιτικῆς καταστάσεως …»