Ο Καποδίστριας αποκαλύπτει τον εαυτό του
28/09/2023Μια απόλυτα αποκαλυπτική-εξομολογητική επιστολή του Καποδίστρια σε φίλο και συνεργάτη του, ιερέα στην Γενεύη. Επιστολή γραμμένη στον δρόμο του προς τον Γολγοθά, στην Ελλάδα… Επιστολή αναζήτησης γραμματέα-συντρόφου και συνοδοιπόρου.
«Τω Κ. Μυνιέ, ιερεί, εις Γενεύην.
Λονδίνω, 8 Αυγούστου 1827.
»Αγαπητέ μου Μυνιέ, επειδή ο φίλος μας Κ. Εντς μ΄ έγραψεν από 28 Ιουλίου ότι έσσο εις Παρισσίους, ίσως δε και είσαι ακόμη, συνιστώ το παρόν τοις Κ.Κ. Βλαν, Κολεν κ.σ., και αν ανεχώρησες προς Γενεύην, θέλουσι σε το στείλη, δια του Κ. Εντς. Είναι δε πολλά κατεπείγον, και δι΄ αυτού κράτιστον συμφέρον εμπιστεύεται εις την αγαθήν σου φιλίαν· δηλαδή σε ζητώ άνθρωπόν τινά ομοιάζοντα με σε, και δυνάμενον και θέλοντα να συμερισθή τα της τύχης μου, ήτοι τους κόπους μου και την πτωχίαν μου.
»Βλέπεις δε ότι φυλάττω τον λόγον μου, και επέστρεψα το φθινόπωρον, καθώς σε είπα. Και ο Θεός ευλόγησε κατά το σύνηθες τους ισχυρισμούς μου δια θαυμάτων, πάντοτε συγχεόντων την αντιποιητήν των ανθρώπων σοφίαν· κατά δε την δικαιοσύνην του και τους οικτιρισμούς του, θέλει τους ευλογήση και εις το εξής, και τούτο αρκεί σοι ως επιχείρημα δια να εύρης και πείσης να με ακολουθήση τον άλλον εμέ, ον παρά σου εκζητώ.
»Μόνος είμαι, και ασθενής την υγείαν, και γέρων ήδη, και υπερκεκοπιακώς. Και τοι δε την ψυχήν ακμαιότατος, ως παρά Θεού και της συναισθήσεως των χρεών μου εγκρατυνόμενος δεν δύναμαι όμως να αρκέσω εις όλα, ουδέ να αρμόσω το ρεύμα του χρόνου προς τα υλικάς χρείας, και χρήζω λοιπόν πάντως φίλου τινός, δυναμένου εκ μιας λέξεως να αρπάση τον στοχασμόν μου και να τον εξερμηνεύση απαραλλάκτως και έτι κάλλιον εμού είτε από γλώσσης είτε δια γραφής. Εκτός δε του απείρου τούτου υπηρετήματος, πρέπει να μετέχη και οικονομικής δυνάμεως και πείρας, δια να με βοηθή, όχι θεωρητικώς, αλλά πρακτικώς· καθότι δεν θέλω να μάθω ποίον σύστημα πολιτικής οικονομίας είναι το κάλλιστον, αλλά να δύναμαι να κρίνω αν οικονομικός τις εκλογισμός έχη υγιώς και υπόσχεται ευόδωσιν· θέλω να λέγω προς τον φίλον μου· “ιδέ τούτον τον λογαριασμόν και ειπέ με κατά συνείδησιν αν εγκριτέος παρ΄ εμού”.
»Επί δε ταύταις ταις ηθικαίς και διανοητικαίς χάρισιν αν ο ζητούμενος νέος έχη και χείρα καλλιγράφον, και όσα γράφει καλώς αναγινώσκωνται, δεν θέλω τίποτε περισσότερον.
Αλλά τι εγώ δύναμαι να τω προσφέρω εις αντίδοσιν; Ω! αγαπητέ μου Μυνιέ, κόπον και πάλιν κόπον, καθώς σε προείπα, και αργύριον ουδαμώς, ή ολιγώτατον. Τούτο δε όμως του προβάλλω σαφέστερων· να έχη κοινά μετ΄ εμού τον άρτον και το άλας της φιλίας, την πτωχήν στέγην όπου σκεπάσω την πολιάν μου κεφαλήν, την αγαθήν ή εναντίαν τύχην ην ο Θεός μας απεταμίευσε, και εν τοσούτω 12 ή 1500 φράγκα κατ΄ έτος δια τα μικρά του έξοδα.
»Ανίσως εύρης τον τοιούτον μαργαρίτην εις Παρισίους ή εις Γενεύην, γράψον με τάχιον και ειπέ τον να με προσμένη ή να έλθη προς εμέ, δια να δοκιμάσωμεν, ει δε μη, του πληρόνω τα έξοδα του δρόμου, και αποτρέχει».