Ο πρώτος πόλεμος Βενετίας-Τούρκων ο πρώτος ελληνικός ξεσηκωμός

Χιμάρα: Η εξέγερση του Αρχιεπισκόπου Αθανάσιου κατά των Οθωμανών, Παντελής Καρύκας

Μετά την κατάκτηση της Πόλης ο Μωάμεθ Β’ στράφηκε κατά του τελευταίου ελληνικού ερείσματος στην Πελοπόννησο. Μεταξύ του 1459 και 1461 η Πελοπόννησος σαρώθηκε από τις τουρκικές ορδές. Ο Μωάμεθ εκμεταλλεύτηκε στο έπακρο τη διχόνοια μεταξύ των δύο δεσποτών, αδελφών Θωμά και Δημητρίου Παλαιολόγων και κατέλαβε, χωρίς σοβαρή αντίσταση την περιοχή.

Μετά την οριστική κατάληψη της Πελοποννήσου οι Έλληνες «ησύχασαν» για δύο περίπου χρόνια. Το 1463 όμως ξέσπασε ο Α’ Ενετουρκικός Πόλεμος. Οι σχέσεις μεταξύ Ενετών και Τούρκων είχαν αρχίσει να επιδεινώνονται αμέσως μετά την υποταγή της Πελοποννήσου στους τελευταίους. Η αφορμή για την έκρηξη του πολέμου δόθηκε φυσικά από τους Τούρκους, οι οποίοι υπό τον πασά της Αθήνας, με ασήμαντη αφορμή, κυρίεψαν το ενετοκρατούμενο Άργος

Οι Ενετοί είχαν πληροφορηθεί τις προθέσεις των Τούρκων και ήδη από τις 25 Ιανουαρίου 1463, μοίρα του στόλου τους είχε αποπλεύσει με κατεύθυνση την Ελλάδα. Ο Ενετός ναύαρχος Λουδοβίκος Λορενδάνος έφτασε επικεφαλής ισχυρής δύναμης στον Αργολικό κόλπο και ζήτησε από τους Τούρκους να αποχωρήσουν από το Άργος. Η άρνηση του Τούρκου διοικητή ανάγκασε τον Ενετό να αρχίσει τις επιχειρήσεις. Υπό τη διοίκηση του Μπερτόλδου ντ’ Έστε, τα ενετικά στρατεύματα κινήθηκαν από το Ναύπλιο κατά του Άργους. Και οι Τούρκοι όμως πολιόρκησαν τη Ναύπακτο και επιτέθηκαν κατά της Μεθώνης.

Με την έναρξη του πολέμου οι Ενετοί δημοσίευσαν προκήρυξη, καλώντας τους Έλληνες να ταχθούν μαζί τους στον αγώνα κατά του «άπιστου εχθρού». Οι Έλληνες του Μωριά δεν δυσκολεύτηκαν να πεισθούν. Οι Σπαρτιάτες, υπό τον Μιχαήλ Ράλλη, οι Αρκάδες, υπό τον Πέτρο Μπούα και οι Μανιάτες, υπό τον Κροκόνδειλο Κλαδά, τάχθηκαν ολόψυχα υπέρ των Ενετών και δέχθηκαν να παράσχουν κάθε συνδρομή στον αγώνα για την εκδίωξη των Τούρκων. Αμέσως δε άρχισαν τις επιχειρήσεις. Ο Ράλλης και οι άνδρες του κατόρθωσαν να εκδιώξουν τους Τούρκους από την παλαιά πρωτεύουσα του δεσποτάτου, τον Μυστρά.

Επίσης απελευθερώθηκε και η Βοστίτσα (Αίγιο) και ολόκληρη η Μάνη ξεσηκώθηκε. Με τις σημαίες με τον αυτοκρατορικό δικέφαλο αετό, αλλά και με την πρώτη γαλανόλευκη σημαία επικεφαλής, οι Μανιάτες του Κλαδά εξεδίωξαν τους Τούρκους από την νοτιοανατολική Πελοπόννησο. Την ίδια ώρα οι Ενετοί, με τους οποίους είχαν συμπράξει και σπαρτιατικά και αρκαδικά τμήματα επιτέθηκαν στο Άργος και κατέλαβαν την πόλη. Λίγο αργότερα και το ισχυρό φρούριο της πόλης, η Λάρισα, έπεσε στα χέρια των επαναστατών. Ύστερα από τις επιτυχίες αυτές ολόκληρη η Πελοπόννησος, εκτός της Κορίνθου και της Πάτρας, είχε απελευθερωθεί.

Οι σύμμαχοι λοιπόν αποφάσισαν να καταλάβουν και τα δύο τελευταία τουρκικά ερείσματα στην Πελοπόννησο. Κατά της Πάτρας εκστράτευσαν ελληνικές και ενετικές δυνάμεις, με επικεφαλής τους Μιχαήλ Ράλλη και τον Ενετό Μπαρμπαρίγο. Τα πολυάριθμα τουρκικά στρατεύματα των Πατρών, υπό τον Ομάρ μπέη, εξήλθαν της πόλης και προσπάθησαν να αναχαιτίσουν τα συμμαχικά στρατεύματα σε κατά παράταξη μάχη.

Οι Τούρκοι όμως ηττήθηκαν. O Ενετός στρατηγός επέμεινε τότε ότι πρέπει να αναληφθεί καταδίωξη κατά των ηττημένων Τούρκων. Όταν δε ο Ράλλης του δήλωσε ότι μια τέτοια κίνηση θα ήταν παρακινδυνευμένη, λόγω και της μορφολογίας του εδάφους, αυτός τον κατηγόρησε για απιστία, αν όχι για δειλία. Η προσβολή ήταν πολύ βαριά για την ελληνική φιλοτιμία.

Έτσι ο Ράλλης διέταξε τους άνδρες του να καταδιώξουν τους Τούρκους, στις ορεινές ατραπούς. Όπως ήταν φυσικό η πρόβλεψη του Έλληνα πολέμαρχου, δυστυχώς, επαληθεύτηκε. Ο Ομάρ πασάς, αντιλαμβανόμενος το σφάλμα των εχθρών του, αναδιοργάνωσε τα τμήματα του και εκτέλεσε επιθετική επιστροφή, κατά των διασκορπισμένων, στα ορεινά μονοπάτια ελληνικών και –ελαχίστων– ενετικών δυνάμεων. Οι χριστιανικές δυνάμεις περικυκλώθηκαν και τμηματικά εξοντώθηκαν. Ο Ενετός υπαίτιος της καταστροφής Μπαρμαρίγο υπήρξε και τώρα τυχερός και σκοτώθηκε στη μάχη.

Ο ήρωας Μιχαήλ Ράλλης όμως έπεσε αιχμάλωτος στα χέρια των βαρβάρων και αφού υπέστη τα πάνδεινα θανατώθηκε μαρτυρικά με παλούκωμα. (Οι Τούρκοι δήμιοι ήσαν τόσο έμπειροι, ώστε εκτελούσαν το σούβλισμα, χωρίς να πειράξουν κάποιο ζωτικό όργανο του θύματός τους, έτσι ώστε να παρατείνουν όσο το δυνατόν το μαρτύριο του. Πολλές φορές μάλιστα άλειφαν με πίσσα τον μάρτυρα και τον σιγόψηναν στη φωτιά). Η συμφορά στην Πάτρα (1466), είχε δυστυχώς και συνέχεια. Και η εκστρατεία κατά της Κορίνθου και ιδίως κατά του τρομερού φρουρίου του Ακροκορίνθου, απέτυχε οικτρά.

Οι Τούρκοι απέστειλαν ισχυρές ενισχύσεις και σε μάχη έξω από την πόλη νίκησαν τα ελληνοενετικά στρατεύματα σε αιματηρότατη μάχη, με μεγάλες απώλειες και για τα δύο μέρη. Τότε ο Ενετός αρχιστράτηγος Μπερτόλντο ντ’ Έστε αποφάσισε να αναστυλώσει το παλαιό τείχος του Εξαμιλίου, έτσι ώστε θα αποκλείονταν η αποστολή και νέων τουρκικών ενισχύσεων προς την Πελοπόννησο. Οι ελληνοενετικές λοιπόν δυνάμεις, μαζί με 30.000 περίπου πολίτες, κατόρθωσαν μέσα σε δύο εβδομάδες να ξανακτίσουν το Εξαμίλι με 136 πύργους. Πριν όμως την ολοκλήρωση των εργασιών έφτασαν απέναντι του 10.000 Τούρκοι υπό τον Ομάρ πασά. Δεν αποτόλμησαν επίθεση κατά του τείχους.

Επρόκειτο για δύναμη προπομπό. Θα ακολουθούσαν και άλλες εχθρικές δυνάμεις. Στο μεταξύ ο ντ’ Έστε, καλυπτόμενος από το Εξαμίλι, αποφάσισε να επαναλάβει την επίθεση κατά του Ακροκορίνθου. Πράγματι, οι Ενετοί και οι Έλληνες επαναστάτες επιτέθηκαν στο οχυρό, αλλά αποκρούστηκαν και σαν να μην έφτανε αυτό ο γενναίος Μπερτόλτο ντ’ Έστε επλήγη από έναν λίθο και πέθανε λίγες μέρες αργότερα από το τραύμα του. Την ίδια ώρα έφταναν απέναντι από το Εξαμίλι 80.000 επιπλέον Τούρκοι. Ενώπιον τέτοιου μεγέθους απειλής οι Ενετοί, μη διαθέτοντες παρά μικρές δυνάμεις, εγκατέλειψαν αμαχητί το τείχος, ήραν την πολιορκία του Ακροκορίνθου και κατέφυγαν στο Ναύπλιο.

Υπό τον Μαχμούτ πασά, οι χιλιάδες Τούρκοι, εισέβαλαν ανενόχλητοι στην Πελοπόννησο και κατέλαβαν και το Άργος, προβαίνοντες στις συνήθεις θηριωδίες κατά του πληθυσμού. Παρά τη συνθήκη παράδοσης της πόλης, 70 Ενετοί στρατιώτες της φρουράς του Άργους στάλθηκαν στην Κωνσταντινούπολη σιδηροδέσμιοι και 60 Κρήτες αρκεβουζιοφόροι εκτελέστηκαν. Ύστερα από τις επιτυχίες αυτές, ο Μαχμούτ, στράφηκε κατά του Ναυπλίου. Εκεί όμως η επίθεση του αναχαιτίστηκε και ο στρατός του είχε 5.000 νεκρούς και πολλούς περισσότερους τραυματίες.

Κατόπιν της ήττας του ο Μαχμούτ εγκατέλειψε την πολιορκία του Ναυπλίου και κινήθηκε προς το Λεοντάρι και από εκεί διέταξε ένα απόσπασμα του στρατού να κινηθεί προς την Πάτρα, για να ανεφοδιάσει τις αποκλεισμένες τουρκικές φρουρές. Ένα άλλο απόσπασμα εστάλη, υπό τον Ομάρ, για να λεηλατήσει τις ενετοκρατούμενες περιοχές. Και πράγματι ο άγριος πασάς εκτέλεσε κατά γράμμα τις εντολές του προϊσταμένου του. Ιδιαίτερα σκληρά λεηλατήθηκε η περιοχή της Κορώνης, όπου οι Τούρκοι συνέλαβαν και 500 αιχμαλώτους, τους οποίους και διχοτόμησαν (Συνήθως η διχοτόμηση των θυμάτων γίνονταν με πριόνι).

Αρκετοί Έλληνες, με επικεφαλής τους επιζώντες του στρατού του Μιχαήλ Ράλλη, κατέφυγαν στον Ταΰγετο. Εκεί άρχισαν να γεννιούνται τα κλέφτικα σώματα. Ο πόλεμος όμως και η επανάσταση δεν περιορίστηκε στην Πελοπόννησο. Ένας Έλληνας «πειρατής», ο επιλεγόμενος Κομνηνός ο Πελοποννήσιος, με δύο μόνο πλοία, είχε καταπλεύσει στη Λήμνο, είχε νικήσει την τουρκική φρουρά και είχε κυριεύσει το φρούριο του νησιού. Οι μικρές του δυνάμεις όμως δεν του επέτρεπαν να διατηρεί ελπίδες ότι θα ήταν σε θέση να αντιμετωπίσει επιτυχώς τυχόν τουρκική επίθεση. Έτσι ζήτησε την «προστασία» των Ενετών, παραχωρώντας τους την κυριαρχία της νήσου.

Πράγματι οι Ενετοί δέχθηκαν την πρόσκληση και απέστειλαν δύο ισχυρές ναυτικές μοίρες τους στο νησί, υπό τους Λορεντάνο και Ιουστινιάνη. Με ορμητήριο τη Λήμνο οι Ενετοί επιτέθηκαν και κατά της Λέσβου. Οι Τούρκοι όμως αντέδρασαν και αποστέλλοντες μεγάλο στόλο ανάγκασαν τους Ενετούς να άρουν την πολιορκία της Λέσβου. Αποχωρώντας πάντως οι Ενετοί, πήραν μαζί τους και αρκετούς Έλληνες επαναστάτες της Λέσβου, σώζοντας τους από την μανία των Τούρκων.

Στο μεταξύ οι επιχειρήσεις συνεχίζονταν στην Πελοπόννησο. Ο νέος Ενετός αρχιστράτηγος Σιγισμούνδο Μαλατέστα, διάσημος κοντοτιέρος (μισθοφόρος στρατηγός, επικεφαλής ίδιου σώματος) του καιρού του, επιχείρησε να καταλάβει τον Μυστρά. Πράγματι με ορμητική έφοδο τα στρατεύματα του κατέλαβαν τις δύο οχυρωματικές γραμμές, από τις τρεις που προστάτευαν την πόλη.

Αδυνατώντας όμως να κάμψει την τουρκική αντίσταση αναγκάστηκε να διακόψει την επιχείρηση και να επιστρέψει στην Ιταλία, παίρνοντας μαζί του και τα λείψανα του Πλήθωνος Γεμιστού. Την ίδια ώρα ό,τι είχε απομείνει από τις δυνάμεις του Μιχαήλ Ράλλη και του Ιακώβου Μπαρμαρίγου υποχώρησαν προς την Καλαμάτα. Έξω από την πόλη υποχρεώθηκαν να δώσουν νέα μάχη με τους Τούρκους στην οποία επίσης ηττήθηκαν.

Κατανικημένοι οι Ενετοί έσπευσαν τότε να ζητήσουν τη συνδρομή του πάπα, εκλιπαρώντας τον να κηρύξει μια νέα σταυροφορία. Ο πάπας Παύλος Β’ όμως δεν συνέδραμε. Στο μεταξύ ο σουλτάνος Μωάμεθ Β’ συγκέντρωσε τις δυνάμεις του κατά των ενετικών κτήσεων στην νότια Ελλάδα. Οι Ενετοί από την πλευρά τους, μη διαθέτοντες σοβαρές χερσαίες δυνάμεις, αποφάσισαν να πλήξουν τους Τούρκους με τον στόλο τους.

Ο Ενετός ναύαρχος Νικολό Κανάλε λεηλάτησε τα παράλια της Θεσσαλίας και της Μακεδονίας και κυρίευσε την πόλη Αίνο στα θρακικά παράλια. Κατόπιν επέστρεψε στο ορμητήριο του τη Χαλκίδα. Κατά αυτής ακριβώς της ενετικής βάσης στράφηκαν τώρα οι Τούρκοι. Η Χαλκίδα ήταν άριστα οχυρωμένη. Τα τείχη της υπεράσπιζαν λίγοι Ενετοί στρατιώτες και οι Έλληνες κάτοικοι της. Υπό την προστασία του ισχυρού ενετικού στόλου η πόλη ήταν σχεδόν αδύνατο να κυριευθεί. Ο Μωάμεθ όμως ήταν αποφασισμένος να την καταλάβει. Για τον σκοπό αυτό συγκέντρωσε τεράστιες δυνάμεις. Τον Ιούνιο του 1470 απέπλευσε από την Πόλη η τουρκική αρμάδα με 300 πλοία και 70.000 άνδρες πλήρωμα.

Παράλληλα από την βασιλεύουσα ξεκίνησε μια ακόμα τουρκική στρατιά 120.000 ανδρών με επικεφαλής τον ίδιο τον σουλτάνο. Τα τουρκικά πλοία επιτέθηκαν πρώτα στην Ίμβρο την οποία και κατέστρεψαν και κατόπιν επιτέθηκαν στη Λήμνο. Εκεί όμως οι Τούρκοι αποκρούστηκαν και για να εκδικηθούν τους Έλληνες που πολεμούσαν με τους Ενετούς επιτέθηκαν και λεηλάτησαν τη Σύρο.

Από τη Σύρο η σουλτανική αρμάδα κατέπλευσε στην Εύβοια και ελλιμενίστηκε στα Βασιλικά και στα Στύρα. Λίγο αργότερα εμφανίστηκε ενώπιον των τειχών της πόλης και η τεράστια τουρκική στρατιά. Ο ενετικός στόλος, υπό τον Κανάλε, ναυλοχούσε εκείνο το διάστημα στη Σαλαμίνα. Αν και ο Ενετός ναύαρχος πληροφορήθηκε την προσέγγιση του τουρκικού στόλου δεν έπραξε το παραμικρό για να τον εμποδίσει να αποκλείσει την Χαλκίδα, αν και το μικρό πλάτος του Ευβοϊκού του το επέτρεπε.

Χάρη στην αδράνεια του Κανάλε η Χαλκίδα τελικά υπέκυψε στις ορμητικές εφόδους των Τούρκων, παρά την ηρωική αντίσταση που προέβαλε η μικρή ενετική φρουρά και οι Έλληνες κάτοικοι (1470). Οι χρονικογράφοι της εποχής αναφέρουν με θαυμασμό τα κατορθώματα των ανδρών, αλλά και των γυναικών και των παιδιών της Χαλκίδος. Ενώπιον της τουρκικής αριθμητικής και υλικής όμως υπεροχής, τα κατορθώματα των αμυνομένων έσωσαν μόνο την τιμή τους, όχι όμως και τις ζωές τους.

Οι Τούρκοι ξεχύθηκαν φρενιασμένοι στην πόλη, έκαψαν, βίασαν, λεηλάτησαν και κατέστρεψαν. Όσοι στρατιώτες παραδόθηκαν, μαζί με τον διοικητή τους Παύλο Έριτζο, θανατώθηκαν με φρικτό τρόπο, χωρίς οι δήμιοι του σουλτάνου να εξαντλήσουν ωστόσο την ελεεινή τους φαντασία. Μάταια σχηματίστηκε τότε, υπό τις διαταγές του ακαταπόνητου Έλληνος καρδιναλίου Βησσαρίωνος, μια σταυροφορία. Τελικά το 1479 υπεγράφη συνθήκη ειρήνης μεταξύ Ενετών και Τούρκων.

Οι απόψεις που αναφέρονται στο κείμενο είναι προσωπικές του αρθρογράφου και δεν εκφράζουν απαραίτητα τη θέση του SLpress.gr

Απαγορεύεται η αναδημοσίευση του άρθρου από άλλες ιστοσελίδες χωρίς άδεια του SLpress.gr. Επιτρέπεται η αναδημοσίευση των 2-3 πρώτων παραγράφων με την προσθήκη ενεργού link για την ανάγνωση της συνέχειας στο SLpress.gr. Οι παραβάτες θα αντιμετωπίσουν νομικά μέτρα.

Ακολουθήστε το SLpress.gr στο Google News και μείνετε ενημερωμένοι