Δεύτερη στην ΕΕ η Ελλάδα σε λοιμώξεις από επικίνδυνο μύκητα στα νοσοκομεία
11/09/2025
Επικίνδυνος μύκητας εξαπλώνεται στα ελληνικά νοσοκομεία με πρωτοφανείς ρυθμούς. Δημοσίευμα του Bloomberg αναφέρει ότι η Ευρώπη τέθηκε σε συναγερμό λόγω της ταχύτατης εξάπλωσης ενός επικίνδυνου μύκητα στα νοσοκομεία, του Candidozyma auris ή Candida auris.
Σε πολλές περιπτώσεις, ο ασθενής ανακτά δυνάμεις, αλλά οι ηλικιωμένοι ή οι ευπαθείς μπορεί να μην καταφέρουν να επιβιώσουν. Το ποσοστό θνητότητας είναι δυστυχώς υψηλό, δηλαδή από 27% έως 64% και το σε ποιο ποσοστό θα ανήκει κάποιος εξαρτάται από πολλές παραμέτρους, με βασικές το ποιο όργανο προσβάλλεται και το πόσο εξασθενημένος είναι ο οργανισμός από άλλα νοσήματα.
Να αναφέρουμε σε αυτό το σημείο ότι η θνητότητα έχει άλλη σημασία στην γενική παιδεία, αλλά ως επιδημιολογικός όρος, είναι το ποσοστό θανάτων σε ασθενείς προσβεβλημένους, κυρίως, από λοιμώξεις και άλλες οξείες παθήσεις. Η θνησιμότητα για την επιδημιολογία μετράει τους θανάτους από όλα τα αίτια στο γενικό πληθυσμό σε μια χρονιά ή μπορεί να το εξειδικεύει κάπως, όπως π.χ. στην παιδική θνησιμότητα, που μετράει πόσα παιδιά στα 1.000 κάτω των 5 ετών πεθαίνουν το χρόνο στην Ελλάδα.
Σύμφωνα με το Ευρωπαϊκό Κέντρο Ελέγχου και Πρόληψης Ασθενειών (ECDC), που δημοσίευσε σήμερα την έκθεσή του, ο μύκητας αυτός εξαπλώνεται ραγδαία στα νοσοκομεία, βάζοντας σε μεγάλο κίνδυνο τους ασθενείς. Ανάμεσα στις χώρες, που αντιμετωπίζουν σοβαρό πρόβλημα με την εξάπλωση του μύκητα, είναι και η Ελλάδα, καθώς ανήκει στην πρώτη πεντάδα κατά την εξεταζόμενη δεκαετία 2013-2023.
Στο διάστημα αυτό καταγράφηκαν 4.013 κρούσματα, με τα περισσότερα στην Ισπανία. Σημειωτέον ότι μέχρι το 2017 είχαν καταγραφεί σε όλη την Ευρώπη όλα κι όλα 436 κρούσματα, που σημαίνει ότι ταχύτατα δεκαπλασιάστηκαν. Στην δεκαετία μέχρι και το 2023 η εικόνα ήταν η εξής:
- Ισπανία (1.807 κρούσματα)
- Ελλάδα (852 κρούσματα)
- Ιταλία (712 κρούσματα)
- Ρουμανία (404 κρούσματα)
- Γερμανία (120 κρούσματα)
Το 2023, ειδικότερα, στην Ελλάδα καταγράφηκαν 451 κρούσματα, δηλαδή τα μισά περίπου από ολόκληρης της εξεταζόμενης δεκαετίας στη χώρα, γεγονός που δείχνει ότι η εξάπλωση ήταν και παραμένει ραγδαία. Κατά τη συγκεκριμένη χρονιά, η Ελλάδα είχε ουσιαστικά το ένα τρίτο των κρουσμάτων όλης της Ευρώπης, γιατί εντοπίστηκαν συνολικά στην ΕΕ 1.346 κρούσματα. Και αυτός ο αριθμός δείχνει ότι το πρόβλημα είναι πολύ σοβαρό και ενδημικό για τα ελληνικά κρατικά νοσοκομεία – πιθανόν και για τα ιδιωτικά.
Δεν έχουμε αναλυτικά στοιχεία από το υπουργείο Υγείας και τον ΕΟΔΥ για το πόσα κρούσματα καταγράφονται στο δημόσιο και πόσα σε ιδιωτικές κλινικές, αλλά ούτε και συγκεκριμένα σε ποια δημόσια νοσηλευτικά ιδρύματα έχουμε τον μεγαλύτερο αριθμό κρουσμάτων, ώστε να ξέρει ο κάθε ασθενής πόσο κινδυνεύει στο νοσοκομείο όπου σκοπεύει να χειρουργηθεί – και αν θέλει, να αλλάξει νοσοκομείο.
Τί γνωρίζουμε για τον μύκητα
Ο μύκητας αυτός φέρεται να πρωτοεμφανίστηκε το 2009 σε έναν ασθενή από την Ιαπωνία και συσχετίσθηκε με διηθητικές λοιμώξεις και συρροές σε υγειονομικές μονάδες σε όλο τον κόσμο. Στην Ελλάδα τον “γνωρίσαμε” το 2019 είτε γιατί δεν υπήρχε πιο πριν είτε γιατί δεν τον εντοπίζαμε. Τότε καταγράφηκαν τρία κρούσματα, την επόμενη χρονιά 20, το 2021 καταγράφηκαν τα διπλάσια, το 2022 αίφνης φτάσαμε στα 327 κρούσματα και το 2023 στα 451. Δεν έχουμε στοιχεία για το 2024, αλλά δεν έχουμε λόγο να πιστεύουμε ότι η εικόνα θα είναι καλύτερη.
Το πρόβλημα φαίνεται ότι έγινε οξύτερο λόγω της πανδημίας, αφ’ ενός εξαιτίας της οικτρής κατάστασης που επικρατούσε στα νοσοκομεία, αφ’ ετέρου διότι γίνονταν και πολλές διασωληνώσεις, δηλαδή επεμβατικές πράξεις που αυξάνουν την πιθανότητα σοβαρών ενδονοσοκομειακών λοιμώξεων.
Ο μύκητας C. auris μπορεί να προκαλέσει επιλοίμωξη σε πληγές μικρές και ασήμαντες φαινομενικά, αλλά επαρκείς για να “εισβάλει” αυτός στον οργανισμό, καθώς και ουρολοιμώξεις (πιθανόν από τον καθετήρα), αιματολογικές λοιμώξεις που τον εξαπλώνουν σε όλο τον οργανισμό και ωτίτιδες.
Τα συμπτώματα της λοίμωξης μπορεί να είναι μερικά και όχι όλα από τα εξής: Πυρετός, ρίγη, ταχυκαρδία, χαμηλή πίεση, αίσθημα μεγάλης κόπωσης, υποθερμία, πόνος στο αυτό ή αίσθηση πίεσης στο αυτί σαν να είναι “γεμάτο”. Η θεραπεία γίνεται με αντιμυκητιασικά φάρμακα, αρκεί να γίνει εγκαίρως η διάγνωση αλλά και να ανταποκριθεί θετικά στη θεραπεία ο οργανισμός του ασθενούς.