Κι όμως το savoir vivre γεννήθηκε από κακότροπους!
23/04/2024Μπορεί να μην χρειάζεται απαραιτήτως ειδικό μαχαιροπίρουνο για το ψάρι ή το τυρί, όμως η βασική δομή του savoir faire και του savoir vivre (το οποίο μας υπενθύμισε η πασχαλινή διαφήμιση του Jumbo, με τον “δάσκαλο” του είδους, Πέτρο Ζαμπούνη) το πρωτόκολλο, η εθιμοτυπία ή etiquette ήταν πάντα “για το καλό μας” ή πάντως για το καλό όσων ήταν ισχυροί σε κάθε εποχή στο βαθύ αμαρτωλό παρελθόν μας.
Η άρχουσα τάξη καθιέρωσε μια σειρά από κανόνες (βλ. savoir vivre) όχι μόνον για να ξεχωρίζει σε κύρος, αλλά και για να διασώζεται από τις αρρώστιες, από ατυχήματα και από εχθρούς, ακόμα κι αν έχει λησμονήσει ακόμα και η ίδια πώς ξεκίνησαν τα διάφορα πρωτόκολλα. Πολλά από αυτά πέρασαν και στη φτωχολογιά, που με τη σειρά της ανέπτυξε παροιμίες, έθιμα και δικά της πρωτόκολλα για την προστασία της όχι μόνον από αρρώστιες, αλλά και από τους ισχυρούς. Όμως, για να μην απλωθούμε στον αχανή διεπιστημονικό κόσμο εξελικτικής συμπεριφοράς, βιολογίας, κοινωνιολογίας και πολιτικών επιστημών, ας επικεντρωθούμε στα πρωτόκολλα υγιεινής και ασφάλειας.
Το να τεμαχίζει κάποιος την τροφή του για παράδειγμα σε μικρά κομμάτια, δεν αποσκοπούσε αποκλειστικά στο να αποτρέπεται το αντιαισθητικό θέαμα μιας τεράστιας μπουκιάς, που δεν μπορεί να μασήσει κανείς με κλειστό στόμα, αλλά στο να μην στραβοκαταπιεί και πνιγεί. Η χειραψία, όπως ίσως ήδη πολλοί γνωρίζουν, ήταν ένδειξη ότι δεν μεταφέρεις όπλο και προσέρχεσαι κάπου φιλικά. Ο άνθρωπος πρότεινε μάλιστα το δεξί χέρι (καθώς οι αριστερόχειρες ήταν πάντα μειοψηφία), γιατί αυτό ήταν το δυνατό. Έπρεπε δηλαδή όχι μόνον να δείχνει ότι δεν κρατούσε μαχαίρι ή ότι το χέρι δεν ήταν σφιγμένο σε γροθιά, αλλά και ότι “παρέδιδε” στον συνομιλητή του το πιο ισχυρό του χέρι.
Όταν στρώνεται τραπέζι, το μαχαίρι είναι πάντα δεξιά για να κόβει κάποιος με το δυνατό χέρι, αλλά το κουτάλι μπαίνει πάντα ακόμα πιο δεξιά, δηλαδή ανάμεσα στους δύο συνδαιτυμόνες. Επίσης η κόψη του μαχαιριού δεν πρέπει ποτέ να είναι στραμμένη προς τον συνδαιτυμόνα. Όμως, και το μαχαιροπίρουνο καθαυτό (που δεν λέγεται τυχαία silverware από τους αγγλόφωνους, αφού ξεκίνησε από τα πλούσια σπίτια) στην υγιεινή αποσκοπούσε και όχι στον καθωσπρεπισμό, όπως και οι πορσελάνες.
Τα μέταλλα θεωρούνταν αφ’ ενός μικροβιοκτόνα, αφ΄ ετέρου πλένονταν πιο εύκολα. Οι πορσελάνες επίσης καθαρίζονταν πιο σωστά σε σύγκριση με τα φτηνά πήλινα και με διόλου ομαλή επιφάνεια πιατικά των φτωχών. Τα κουτάλια καθιερώθηκαν επίσης από τους ισχυρούς, δηλαδή τους άνδρες εν προκειμένω, που δεν ήθελαν να γεμίζουν τα μούσια και τα μουστάκια τους με αποφάγια, οπότε ήδη από το 1800 π.Χ. καθιέρωσαν το κοχύλι ως κουτάλι. Η πετσέτα στο τραπέζι δεν πρέπει να διπλώνεται μετά το φαγητό, γιατί πρέπει να φαίνεται ότι είναι χρησιμοποιημένη, ώστε να πλένεται. Το γάντι έπαιζε κι αυτό προστατευτικό ρόλο ως προς τα μικρόβια, αλλά και για να επιτείνει την κοινωνική αποστασιοποίηση.
Savoir vivre και αναπαραγωγή
Οι γυναίκες απολάμβαναν (στην άρχουσα τάξη κυρίως) ξεχωριστή φροντίδα, επειδή ήταν εκείνες που θα γεννούσαν ή μπορεί να ήταν ήδη σε κατάσταση εγκυμοσύνης, οπότε έπρεπε να τις προφυλάσσουν περισσότερο. Το θέμα ήταν η αναπαραγωγή. Ο πραγματικός λόγος, ίσως, δεν ήταν ποτέ συνειδητός και η προστατευτικότητα προς τα θηλυκά εκλογικεύθηκε με διάφορους τρόπους. Και στα πεζοδρόμια ή στους δρόμους, η γυναίκα ήταν καθιερωμένο να μένει στην εσωτερική πλευρά για να μην κινδυνεύει από αρπαγές ή από οχήματα ή άλογα.
Στις φτωχές αγροτικές κοινωνίες η έγκυος χρειάσθηκε τελικά για την προστασία της να επιστρατεύσει δεισιδαιμονίες και ο μόνος τρόπος να μην πεθάνει μια λεχώνα αγρότισσα ήταν η πρόληψη “κανείς δεν πρέπει να δει γυναίκα προτού σαραντίσει το μωρό“. Έτσι οι σκληρά εργαζόμενες αγρότισσες γλίτωναν από επιπλοκές του τοκετού εξαιτίας της σκληρής δουλειάς, έστω για αυτές τις σαράντα μέρες.
Η παρθενία διαφυλασσόταν και για λόγους κοινωνικούς, αλλά ο ισχυρότερος λόγος ήταν για να προστατευθεί η αναπαραγωγική υγεία και ικανότητα της γυναίκας. Πολλές γυναίκες αδυνατούσαν να γεννήσουν και πολλά βρέφη πέθαιναν στη γέννα λόγω σεξουαλικά μεταδιδομένων νοσημάτων. Οπότε περιορίσθηκε η ερωτική ζωή της γυναίκας και οι άνδρες προστάτευαν την αναπαραγωγική υγεία της από τις μύριες παθήσεις που μετέδιδαν εκείνοι.
Αποστάσεις στα 60-80 εκατοστά!
Το ενάμισι ή τα δύο μέτρα που μας είχε επιβάλλει ο κορονοϊός, ήταν κάποτε γύρω στα 60-80 εκατοστά για όλους, ενώ για την άρχουσα τάξη ήταν δέκα μέτρα ή και παραπάνω. Ο βασικός λόγος ήταν για να μην μπορεί κάποιος να σκοτώσει έναν ηγεμόνα εύκολα, αλλά και για να προφυλάσσεται αυτός από “τις αρρώστιες των φτωχών”. Ο κόσμος μπορεί να ξεχνούσε μια επιδημία που είχε σαρώσει πριν από 20 χρόνια, αλλά η συνήθεια των αποστάσεων έμενε.
Ένα έθιμο που δεν φαίνεται να συνδέεται με “αριστοκράτες”, το τσούγκρισμα των ποτηριών, είναι πολύ πιθανό να ξεκίνησε από αυτούς και να καθιερώθηκε από μιμητισμό και στις άλλες τάξεις. Κάποτε το δηλητήριο ήταν ο συνήθης τρόπος δολοφονίας. Το τσούγκρισμα εξασφάλιζε ίσως ότι διασπείρονταν σταγόνες από το ένα ποτήρι στο άλλο και αυτό (αν και αναποτελεσματικό), ίσως, έδινε μια ψευδαίσθηση ασφαλείας.
Και στον κοσμάκη όμως πέρασε ότι “η καθαριότητα είναι μισή αρχοντιά”, ίσως, γιατί στις κοινωνίες οι “αναγκαίες και ικανές συνθήκες” υγείας μεταδίδονται πιο εύκολα αν θεωρηθούν πρότυπο της άρχουσας τάξης ή αν αναμιχθεί η θρησκεία. Σε πολλά νησιά “είναι αμαρτία να μην βρει ασπρισμένο το σπίτι η Παναγιά” και καθιερώθηκε το ετήσιο άσπρισμα για θρησκευτικούς λόγους. Σε άλλες περιοχές “είναι αμαρτία να μπει η νέα χρονιά σε βρώμικο σπίτι” και έτσι καθιερώθηκε η γενικά καθαριότητα τουλάχιστον μία φορά στα μέσα του χειμώνα.
Στο υπόβαθρο υγείας ή ασφαλείας πίσω από προλήψεις μπορεί να προστεθεί το να μη δίνεις μαχαίρι ή ψαλίδι χέρι με χέρι, παρά καλύτερα να το ακουμπάς κάπου “για να μην τσακωθείς” –κάτι που προφανώς καθιερώθηκε για να μην τραυματίζονται οι ράφτρες ή οι μάγειροι ή γενικά όσοι χειρίζονταν αιχμηρά αντικείμενα –και κάποτε αυτοί ήταν πάρα πολλοί.
Εμπιστοσύνη και σεβασμός
Η βιολόγος Helena Curtis στο βιβλίο της “Βιολογία” (1989) αναφέρει ότι οι καλοί τρόποι αποτελούν και τακτική επιβίωσης των ασθενέστερων. Η παρατήρηση στα πτηνά, για παράδειγμα, δείχνει ότι εκείνα που έχουν περισσότερες πιθανότητες να επιβιώσουν είναι όσα έχουν καθαρές φωλιές ή καθαρίζονται και τα ίδια συχνά –με τον τρόπο τους πάντα– αλλά έχουν συγχρόνως και πρωτόκολλο ευγενείας. Σε αυτή την περίπτωση, η etiquette δεν προήλθε από τους ισχυρούς του σμήνους, αλλά απεναντίας από την ανίσχυρη πλειονότητα που πάλευε να επιβιώσει ανάμεσά τους.
Το ίδιο αναλύει στο βιβλίο “Handbook of Social Psychology” ο καθηγητής ψυχολογίας Steven Neuberg που θεωρεί ότι πολλά ζώα και πτηνά διδάσκουν “τρόπους” στα μικρά τους για να μπορέσουν αυτά να επιβιώσουν στην αγέλη ή στο σμήνος, όπου πολλά μέλη είναι σαφώς ισχυρότερα. Τα μέλη που έχουν κοινωνικό κώδικα συμπεριφοράς είναι εκείνα στα οποία τα μικρά μαθαίνουν να δείχνουν εμπιστοσύνη.
Η Valerie Curtis, που διηύθυνε τη Σχολή Υγιεινής και Τροπικών Ασθενειών στο Λονδίνο ανέλυσε πολλές συμπεριφορές στο βιβλίο της “Μην αγγίζεις, μην κοιτάς”. Το δεύτερο ισχύει κυρίως για τα άλλα θηλαστικά, όπου το να τα κοιτάξει στα μάτια ένα ζώο του είδους σου αποτελεί πρόκληση, αλλά και στην ανθρώπινη κοινωνία, το να κοιτάς κάποιον κατάματα συχνά εκλαμβάνεται ως πρόκληση είτε για καβγά, είτε για ερωτοτροπία. Ήταν μέχρι σχετικά πρόσφατα επιβεβλημένο, να χαμηλώνει κάποιος το βλέμμα έναντι “ανωτέρων”.
Ο σεβασμός στην ιεραρχία είναι κοινωνικός κανόνας που αναπτύσσεται και σε άλλα ζώα, καθώς τα προφυλάσσει από τους ισχυρούς του είδους τους, ενώ η ευγένεια προς ομοίους στο ζωικό βασίλειο διασφαλίζει ό,τι και ο κοινωνικός ιστός στους ανθρώπους: την επιβίωση σε μια δύσκολη ζωή. Όμως, στους ανθρώπους το πρωτόκολλο που απαιτεί σεβασμό στον ισχυρότερο ή ιεραρχικά ανώτερο, καμιά φορά έχει και το αντίθετο αποτέλεσμα. Tο πιο τρανταχτό παράδειγμα είναι το αεροπορικό δυστύχημα με τους 223 νεκρούς των κορεατικών γραμμών τo 1997, όταν ο νεότερος πιλότος κατάλαβε ότι υπήρχε πρόβλημα στις ενδείξεις, αλλά ο επικεφαλής πιλότος επέμεινε ότι δεν υπήρχε. Ο “δεύτερος” υποχώρησε…