Κρας τεστ δεοντολογίας για τα social media η υπόθεση του υιού Μπάιντεν

Κρας τεστ δεοντολογίας για τα social media η υπόθεση του υιού Μπάιντεν, Αλέξανδρος Μουτζουρίδης

Σε ένα περίπλοκο παζλ-πρόκληση για την ελευθερία του λόγου εξελίσσεται το δημοσίευμα της New York Post για τον Χάντερ Μπάιντεν και ο επακόλουθος χειρισμός του από τις ψηφιακές πλατφόρμες Twitter και Facebook. Το άρθρο επικαλείτο πληροφορίες από μηνύματα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου, τα οποία φέρονται να δόθηκαν από το δικηγόρο του Τραμπ, Ρούντι Τζουλιάνι και τον πρώην σύμβουλό του, Στιβ Μπάνον.

Τα αρχεία περιέχονταν σε φορητό υπολογιστή που είχε δοθεί για επισκευές σε κατάστημα στην πολιτεία που εκλέγεται ο Μπάιντεν, το Ντελαγουέρ, αλλά δεν το αναζήτησε κανείς. Σύμφωνα με το δημοσίευμα, ο ιδιοκτήτης του καταστήματος έφτιαξε αντίγραφο της αλληλογραφίας που βρήκε στο σκληρό δίσκο του υπολογιστή, το οποίο έδωσε στον Ρόμπερτ Κοστέλο, δικηγόρο που έχει σχέσεις με τον Τζουλιάνι.

Ο βασικότερος ισχυρισμός του άρθρου, επικαλούμενο πάντα στιγμιότυπα από τα email, είναι ότι υπήρξε προγραμματισμένη συνάντηση του Τζο Μπάιντεν, το 2015, με σύμβουλο της ουκρανικής εταιρείας ενέργειας, στο διοικητικό συμβούλιο της οποίας υπήρξε μέλος ο γιος του, Χάντερ Μπάιντεν. Μάλιστα, ο τελευταίος φέρεται να απηύθυνε την πρόσκληση στον Ουκρανό, Βάντιμ Ποζάρσκι, στέλεχος της Burisma.

Οι συνεργάτες του Μπάιντεν αρνήθηκαν ότι υπήρξε ποτέ τέτοια συνάντηση. Εν πάση περιπτώσει, πολύ σύντομα μετά την ανάρτηση της NYP, η εφημερίδα κατηγόρησε τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης για λογοκρισία, και ότι για πολιτικούς λόγους «προσπαθούν να εμποδίσουν τους χρήστες τους από το να διαβάσουν και να αποφασίσουν για τον εαυτό τους».

Αμφιλεγόμενος ο χειρισμός των social media

Συγκεκριμένα, το Twitter εμπόδισε τους χρήστες του να αναρτούν το σύνδεσμο προς το δημοσίευμα ή ακόμα και στιγμιότυπα από αυτό. Όποιος προσπαθούσε να το κάνει, έβλεπε το μήνυμα ότι δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί το αίτημά του επειδή ο σύνδεσμος «αναγνωρίστηκε από το Twitter ή τους συνεργάτες του ως πιθανώς επιβλαβής».

Επίσης, όποιος άνοιγε το σύνδεσμο σε αναρτήσεις που τον περιείχαν ήδη, προειδοποιούνταν ότι μπορεί να «μην είναι ασφαλής». Μάλιστα, η πλατφόρμα “κλείδωσε” τους λογαριασμούς τόσο της εφημερίδας New York Post όσο και της εκπροσώπου Τύπου του Λευκού Οίκου, Κέιλι Μέκνανι, ενημερώνοντας ότι παραβίασαν τους κανόνες του Twitter σχετικά με υλικό που αποκτήθηκε με “αθέμιτο τρόπο”.

Το Facebook, από την πλευρά του, περιόρισε τη “διανομή” της αντίστοιχης ανάρτησης στην πλατφόρμα του, εν αναμονή της ολοκλήρωσης της έρευνας από συνεργαζόμενους φορείς ελέγχου και επαλήθευσης περιεχομένου (fact checkers). Σημειώνεται ότι η NYP δεν παρέλειψε να αναφέρει ότι ο διευθυντής επικοινωνίας του Facebook, Άντι Στόουν, υπήρξε εκπρόσωπος Τύπου για την Επιτροπή του Κογκρέσου της καμπάνιας των Δημοκρατικών, την περίοδο 2009-2011, εκπρόσωπος Τύπου της Δημοκρατικής γερουσιαστή, Μπάρμπαρα Μπόξερ, το 2011-2012, καθώς και υπεύθυνος επικοινωνίας για την Επιτροπή Πολιτικής Δράσης του κυβερνητικού κόμματος (Δημοκρατικοί), το 2012-2014.

Ο τρόπος που χειρίστηκαν οι δύο ψηφιακές πλατφόρμες την υπόθεση του Χάντερ Μπάιντεν, άσχετα με το περιεχόμενό της, ήταν μάλλον αμφιλεγόμενος για πολλούς χρήστες τους. Αλλά και δημοσιογράφοι σχολίασαν, για παράδειγμα, ότι η αιτιολογία που έδωσε το Twitter, περί “αθέμιτου υλικού”, δεν είναι επαρκής εξήγηση. Άλλωστε, στην ίδια κατηγορία, όπως τόνισε ο Γκλεν Γρίνγουολντ θα μπορούσε να εντάξει κανείς έγγραφα του Στέιτ Ντιπάρτμεντ από τα Wikileaks, την υπόθεση Σνόουντεν κ.ά.

Η γκρίζα γραμμή της λογοκρισίας

Από τη μια μεριά, οι εταιρείες των social media έχουν βρεθεί στο στόχαστρο οργανώσεων και προσώπων για το γεγονός ότι οι πλατφόρμες τους χρησιμοποιήθηκαν στη διασπορά ψευδών ειδήσεων. Η προσπάθειά τους, όμως, να κάμψουν αυτή τη διασπορά, έχει φτάσει στο σημείο να απειλεί την ελευθερία του λόγου. Αυτό φαίνεται να το συνειδητοποιούν και οι ίδιες, όπως μαρτυρούν οι αλλεπάλληλες εξηγήσεις του Twitter.

«Θέλουμε να παράσχουμε διαφάνεια σχετικά με τις ενέργειές μας απέναντι σε δύο άρθρα της NY Post που αναρτήθηκαν», ανέφερε, διευκρινίζοντας το αυτονόητο. Ότι δηλαδή ο «σχολιασμός και η συζήτηση με θέμα το υλικό αυτό, δηλαδή τα άρθρα, χωρίς την συμπερίληψη συνδέσμων, δεν αποτελεί παραβίαση της πολιτικής μας».

Τελικώς, ο διευθύνων σύμβουλος του Twitter Τζακ Ντόρσεϊ παραδέχθηκε μέσα από την πλατφόρμα του, σε tweet, ότι «η επικοινωνία μας σχετικά με τις ενέργειές μας πάνω στο άρθρο της New York Post δεν ήταν και η καλύτερη. Και το μπλοκάρισμα του διαμοιρασμού συνδέσμων χωρίς εξήγηση ήταν απαράδεκτο». Στη συνέχεια το Twitter ήρε το “πάγωμα” των συνδέσμων στο άρθρο της New York Post.

Ακολούθησαν αλλαγές στην πολιτική του Twitter περί περιεχομένου με αθέμιτα αποκτημένο υλικό (hacked materials policy), μια πολιτική που όμως εξακολουθεί να περιλαμβάνει τη δυνατότητα αφαίρεσης αναρτήσεων που «ευθέως διαμοιράζεται από hackers ή αυτούς που συνεργάζονται μαζί τους». Βέβαια, δεν δόθηκαν εξηγήσεις για το πώς θα καταφέρει η πλατφόρμα να διαπιστώσει αν συμβαίνει κάτι τέτοιο.

Προεκλογική ειρωνεία

Το πρόβλημα με τις πρακτικές των Μέσων κοινωνικής δικτύωσης είναι ότι ο υπερβολικός ζήλος που επιδεικνύουν ενάντια στο περιεχόμενο επικοινωνίας του “στρατοπέδου” του Τραμπ, τελικά μπορεί να τον ενισχύσει. Κατά έναν ειρωνικό τρόπο, αυτές οι πρακτικές λογοκρισίας δίνουν “τροφή” στην προσπάθειά του να εμφανίζεται ως υπερασπιστής της ελευθερίας του λόγου.

Την ίδια στιγμή, μάλιστα που, προχωρά η εξέταση της πρότασης της κυβέρνησης Τραμπ που επιδιώκει να καταργήσει τις προστασίες οι οποίες προβλέπονται από το νόμο για τις εταιρείες διαδικτυακού περιεχομένου. Από μόνη της η πρόταση αποτελεί μια σημαντική απειλή για την ελευθερία του λόγου, καθώς μέχρι πρότινος υπεύθυνος για τα όσα αναρτά ήταν ο εκάστοτε χρήστης. Αν το Μέσο χάσει την ασυλία του, θα λογοκρίνει τους χρήστες για να μην έχει συνέχεια δικαστικές περιπέτειες, καθώς θα μπορεί να τεθεί υπόλογο και το ίδιο.

Το να υπάρχει μια στοιχειώδης “αστυνόμευση” που θα εντοπίζει καταφανώς κακόβουλες αναρτήσεις, απάτες, χρήστες που παρανομούν, κραυγαλέα ψευδές περιεχόμενο και άλλο απαράδεκτο υλικό, είναι θεμιτό. Αλλά η εμπλοκή των εταιρειών social media σε μια αμφιλεγόμενη διαδικασία αξιολόγησης ειδήσεων και εν τέλει ελέγχου του δημοσιογραφικού έργου, είναι μια επικίνδυνη υπόθεση.

Οι απόψεις που αναφέρονται στο κείμενο είναι προσωπικές του αρθρογράφου και δεν εκφράζουν απαραίτητα τη θέση του SLpress.gr

Απαγορεύεται η αναδημοσίευση του άρθρου από άλλες ιστοσελίδες χωρίς άδεια του SLpress.gr. Επιτρέπεται η αναδημοσίευση των 2-3 πρώτων παραγράφων με την προσθήκη ενεργού link για την ανάγνωση της συνέχειας στο SLpress.gr. Οι παραβάτες θα αντιμετωπίσουν νομικά μέτρα.

Ακολουθήστε το SLpress.gr στο Google News και μείνετε ενημερωμένοι