Μαζικές προσφυγές κατά lockdown στη Γερμανία δυναμιτίζουν την “ατομική ευθύνη”
03/11/2020Παρά τη διαφαινόμενη αύξηση της μετάδοσης του κορωνοϊού στην Ευρώπη, σε πολλές χώρες σημειώνονται αντιδράσεις ενάντια στην επιβολή νέων περιοριστικών μέτρων για την αντιμετώπιση του προβλήματος. Στην Ισπανία και την Ιταλία, διαδηλώσεις εξελίχθηκαν σε βίαιες συμπλοκές με την αστυνομία, ενώ στη Γερμανία αναφλέγεται εκ νέου μια νομικού χαρακτήρα δημόσια συζήτηση για τη νομιμοποίηση του lockdown.
Σύντομα το διοικητικό δικαστήριο του Βερολίνου (Verwaltungsgericht) θα αποφανθεί για δεκάδες προσφυγές εναντίον των νέων περιοριστικών μέτρων, ιδίως αυτών που αφορούν στο κλείσιμο επιχειρήσεων. Νομικοί κύκλοι στη Γερμανία επισημαίνουν ότι δεν είναι αρκετό ένα μέτρο να θεωρείται απλά χρήσιμο για την ανάσχεση της πανδημίας, αλλά πρέπει να είναι «απαραίτητο», σχολιάζει ο πρόεδρος της Ομοσπονδίας Διοικητικών Δικαστών, Ρόμπερτ Ζέεγκμιλερ.
Μιλώντας στην Deutsche Welle, ο Γερμανός νομικός εξήγησε ότι οι Αρχές «θα πρέπει να δίνουν εντολή μόνο για δεσμευτικά μέτρα που είναι αντικειμενικά απαραίτητα ώστε να επιτευχθούν θεμιτοί στόχοι κατά τη νομοθεσία για την προστασία από τη μόλυνση». Η παρέμβασή του δεν είναι τυχαία, αφού τα γερμανικά δικαστήρια στα διάφορα κρατίδια έχουν δεχθεί αλλεπάλληλες προσφυγές ενάντια στα μέτρα της κυβέρνησης Μέρκελ.
Να θυμίσουμε ότι η καγκελάριος ζήτησε από τους πολίτες να τηρήσουν τους νέους κανόνες που επιβλήθηκαν για τέσσερις εβδομάδες, δεσμευόμενη ότι θα κάνει ό,τι είναι δυνατό για να περιοριστούν στο Νοέμβριο. Εστίαση, διασκέδαση, πολιτιστικοί και αθλητικοί χώροι δεν λειτουργούν πια, με τους ειδικούς να ελπίζουν ότι το μέτρο θα επιφέρει μείωση των μολύνσεων και κατ’ επέκταση των νοσηλευομένων στις ΜΕΘ των νοσοκομείων.
Ένας από τους Γερμανούς δικηγόρους που είναι γνωστός στην επικαιρότητα για την ενασχόλησή του με το θέμα των μέτρων είναι ο Νίκο Χέρτινγκ, στο Βερολίνο. Εκπροσωπεί δεκάδες ιδιοκτήτες καταστημάτων εστίασης και διασκέδασης, και έχει ήδη στο ενεργητικό του δικαστικές νίκες σε διοικητικό δικαστήριο. Τα καταστήματα που εκπροσώπησε, πριν λίγες εβδομάδες, δεν χρειάστηκε τελικά να κλείσουν στις 11, όπως προβλεπόταν, με αποτέλεσμα να σπεύδουν κι άλλοι να ζητήσουν τις υπηρεσίες του.
Αμφισβητείται το νέο lockdown
Μέσα σε 48 ώρες, από την επιβολή μερικού lockdown, περισσότερες από 200 επιχειρήσεις της εστίασης και διασκέδασης αιτήθηκαν να ξεκινήσουν τις διαδικασίες. Μαζί με αυτές, και ορισμένες επιχειρήσεις με υπηρεσίες αισθητικής, γυμναστήρια κ.λπ. Σύμφωνα με τον Χέρτινγκ, οι ιδιοκτήτες επιχειρήσεων μπορούν να ζητήσουν η αναστολή λειτουργίας τους να βασίζεται σε δεδομένα και όχι «εικασίες», σημειώνει.
Θέτει λοιπόν το ζήτημα της αναλογικότητας, αναφορικά με το κατά πόσο μπορεί να αποδειχθεί η αύξηση των μολύνσεων. Για την ακρίβεια, αντιστρέφει το επιχείρημα της κυβέρνησης ότι για 3 στις 4 μολύνσεις δεν μπορούσε να ανιχνευθεί ο τόπος στον οποίο έλαβε χώρα η μόλυνση. Το στοιχείο αυτό μπορεί να θεωρηθεί επιχείρημα υπέρ αλλά και κατά του lockdown. Είναι ενδεικτικό ότι κινηματογράφοι και θέατρα έχουν διαμαρτυρηθεί για την αναστολή λειτουργίας τους, υποστηρίζοντας ότι δεν ανιχνεύθηκε καμία μόλυνση στους χώρους τους.
Επιπλέον, ο Χέρτινγκ θεωρεί ότι θίγεται και το ζήτημα της ισονομίας. Κατά τον ίδιο, είναι δύσκολο να εξηγηθεί στον κόσμο γιατί θα πρέπει να στριμώχνονται σε γεμάτα μετρό και λεωφορεία για να πάνε στα εμπορικά κέντρα και καταστήματα, που μένουν ανοιχτά. «Οι περιορισμοί δεν μπορεί να επαφίενται στις πλάτες των ατόμων κατά βούληση». Κατά τις αποφάσεις των προηγούμενων εβδομάδων, επιτρέπονται 50 άτομα σε μία αίθουσα, αρκεί να μην υπάρχει εστιατόριο ή θέατρο, μια άποψη που δεν έχει συνοχή, για το δικηγόρο.
Στο μεταξύ, μετρήσεις δείχνουν ότι μια σημαντική μερίδα της γερμανικής κοινωνίας έχει μπερδευτεί για το τι τελικά επιτρέπεται και τι όχι, καθώς και για ποιο λόγο, για παράδειγμα, ένα εστιατόριο θεωρείται πιο επικίνδυνη εστία μόλυνσης από τα Μέσα Μεταφοράς ή ένα ναό. Για έλλειμμα ισονομίας διαμαρτύρονται και οι επιχειρηματικοί κλάδοι που πλήττονται από την αναστολή, έναντι όσων μένουν ανοιχτοί.
Περί συνταγματικότητας
Ένα ακόμα πρόβλημα που επισημαίνουν Γερμανοί νομικοί είναι ότι η ομοσπονδιακή κυβέρνηση βασίζεται στη νομοθεσία περί προστασίας από τη μόλυνση για να υιοθετήσει μέτρα που στην πραγματικότητα δεν έχουν περάσει από τη Βουλή. Όμως, η γερμανική νομοθεσία ορίζει ξεκάθαρα ότι η παραβίαση των ελευθεριών του ατόμου θα πρέπει να έχει την έγκριση της Βουλής. Σημειωτέον ότι η γερμανική Ένωση Δικαστών επεσήμανε πρόσφατα ότι οι περιορισμοί με εκτελεστικά διατάγματα και όχι μέσα από τη Βουλή δικαιολογούταν μόνο κατά την πρώτη φάση της πανδημίας, το Μάρτιο.
Σε παρόμοιο μήκος κύματος κινείται και ο συνταγματολόγος Ούλριχ Μπάτις, ο οποίος αναμένει ότι ορισμένες προσφυγές κατά του μερικού lockdown θα έχουν επιτυχή έκβαση. Για παράδειγμα, σε ό,τι αφορά τα εστιατόρια, «η επιστημονική βάση δίνει περιθώριο ερμηνείας για τους δικαστές». Από την άλλη μεριά, τα γερμανικά δικαστήρια, μέχρι πρότινος υπήρξαν ιδιαίτερα επιφυλακτικά στο να κάνουν “παρεμβάσεις” ενάντια στα περιοριστικά μέτρα.
Άλλωστε, δεν μπορούν να μη λάβουν υπόψη ότι τα νέα μέτρα θα έχουν περιορισμένη διάρκεια –τουλάχιστον με τα σημερινά δεδομένα– και ότι οι επιχειρηματίες θα λάβουν αποζημίωση ως και 75% του τζίρου που είχαν το Νοέμβριο του 2019.
Έτσι κι αλλιώς, το να καταργηθούν τα περιοριστικά μέτρα από ένα δικαστή δεν είναι τόσο απλό. Όσοι προσφύγουν εναντίον του lockdown θα κληθούν να αποδείξουν ότι παραβιάζονται τα δικαιώματά τους, καθώς και την οικονομική ζημιά τους. Σύμφωνα με νομικούς του ινστιτούτου Max Planck Διεθνούς Δικαίου και Συγκριτικού Δημοσίου Δικαίου, η καταπάτηση δικαιωμάτων μπορεί να δικαιολογηθεί από τη νομιμότητα του σκοπού της, που στην προκειμένη περίπτωση αφορά στην επίκληση, από την κυβέρνηση, της προστασίας της δημόσιας υγείας.
Εν πάση περιπτώσει, η ιδιομορφία της δικαιοδοσίας στη Γερμανία, σε συνδυασμό με την αμφισβήτηση των μέτρων, έχει προκαλέσει σύγχυση και αβεβαιότητα. Για παράδειγμα, το θέμα της αναλογικότητας υπερασπίστηκε δικαστήριο στο κρατίδιο της Βάδης-Βυρτεμβέργης, το οποίο ανέτρεψε την κυβερνητική απαγόρευση λειτουργίας στα ξενοδοχεία.
Το ίδιο μέτρο όμως κρίθηκε αποδεκτό, από δικαστήριο στο Αμβούργο, με την προϋπόθεση ότι είναι προσωρινό. Ένα είναι βέβαιο, όπως επισημαίνει η Παουλίνα Στάρσκι, του Ινστιτούτου Max Planck: «Όσο πιο έντονη γίνεται η παραβίαση των βασικών δικαιωμάτων, τόσο πιο ενδελεχής πρέπει να είναι η νομική βάση [των μέτρων]».