Ο Αθανάσης και τα δάκρυα της ιερόδουλης
03/12/2024Στο χωριό μου (Βατοχώρι Φλωρίνης, Μπρέζνιτσα στα ντόπια), υπάρχει μια μπλε πινακίδα στην ανοιχτωσιά που βρίσκεται το πατρικό μου οίκημα που γράφει: “οδός ανθυπολοχαγού Αθανασίου Ζάικου”. Με τα χρόνια, έμαθα την ιστορία και κατάλαβα γιατί ο πατέρας μου λέχθηκε Αθανάσης, ενώ δεν υπήρχε αυτό το όνομα στην σειρά ονοματοδοσίας της οικογένειας.
Γύρω στο 1911, δυο χούφτες παιδιά επιλέχθηκαν με υποτροφίες από χωριά της Δυτικής Μακεδονίας για να φοιτήσουν στη σχολή Ευελπίδων. Οι Βαλκανικοί Πόλεμοι ήσαν προ των πυλών. Ένας από τους νεαρούς μέλλοντες ευέλπιδες ήταν ο αδελφός του παππού μου, ο Αθανάσιος. Σκοτώθηκε –σύμφωνα με μαρτυρίες– στις 19 Οκτωβρίου 1912, στα είκοσι του χρόνια, πολεμώντας στη μάχη για την απελευθέρωση της Νεάπολης στην Κοζάνη, την ίδια μέρα με δυο ακόμα Κρητικούς, τα αδέλφια Μιχαήλ και Ιωάννη Μακράκη, από τα Χανιά Κρήτης.
Ο πατέρας των Ηλία και Θανάση ήταν ο Στογιάννης Ζάικος, προπάππος μου. Σε αυτόν κάποια στιγμή έφθασε μια ολιγομελής αποστολή εξ Αθηνών, κομίζοντας την ελληνική σημαία και κάποια έγγραφα αναγνώρισης της θυσίας του γιού του για την πατρίδα. Ανάμεσα τους, υπήρχαν και τα κατάλληλα χαρτιά για την απόδοση τιμητικής σύνταξης, ως χειροπιαστή κίνηση εκ μέρους της Πολιτείας. Έχω ακούσει αυτό το σημείο πολλές φορές σε διηγήσεις από το στόμα του πατέρα μου και κάθε φορά με πνίγει η συγκίνηση.
Ο Στογιάννης παίρνει τα χαρτιά, τα διαβάζει, και κατόπιν τα σκίζει μπροστά στους αξιωματούχους λέγοντας: «εγώ το αίμα του παιδιού μου δε το πίνω». Ο πατέρας μου ο Αθανάσης λοιπόν, ήταν δικηγόρος. Συνάμα κι αριστερός, συνδυασμός που δε φέρνει αισιοδοξία για κάποια λαμπρή επαγγελματική καριέρα. Όντως, λεφτά δεν έκανε από τη δουλειά του, πληρώθηκε όμως αρκετά καλά σε 2-3 μεγάλες υποθέσεις που έφερε εις πέρας και, χάρη στη Νίτσα, τη γυναίκα του και μητέρα των παιδιών του, χάρισε μια υπέροχη ζωή στην οικογένεια του, παρ’ όλες τις ουκ ολίγες δυσκολίες στο πέρασμα των χρόνων. Η Νίτσα ήταν η αρχή και το τέλος της ύπαρξης όλων μας, με θαυμαστή δύναμη μας κράτησε υγιείς και ενωμένους μέχρι που έκλεισε τα μάτια της ακολουθώντας τον έρωτα της ζωής της στην αιωνιότητα.
Μας μεγάλωσαν με αρχές και κλασικές ανθρώπινες αξίες, ο Θάνος, βιβλιοφάγος ολκής, μεταφέροντας μας τη σοφία αρχαίων συγγραμμάτων και φιλοσοφικών βιβλίων, η μάνα με εμπειρίες και ιστορίες καθηλωτικές. Πρώτα και κύρια όμως, μας ανέθρεψαν με το παράδειγμα, όχι με ανούσιες νουθεσίες και κούφια λόγια. Να σας πω μια ιστορία να καταλάβετε.
Ο Αθανάσης και η γυναίκα
Μια μέρα είναι στο γραφείο του ο Αθανάσης, χτυπάει η πόρτα και μπαίνει η καθαρίστρια του κτιρίου, κύριε Ζάικο, λέει, μπορώ να σας ζητήσω μια χάρη; Βεβαίως, απαντά ο μπαμπάς. Να, έχω μια φίλη που χρειάζεται νομικές συμβουλές αλλά δεν είναι σε καλή οικονομική κατάσταση, κανένα πρόβλημα, λέει ο Θάνος, πείτε της να περάσει να την ακούσω και να τη βοηθήσω. Όμως ξέρετε, ψέλλισε η γυναίκα, υπάρχει κάποιο πρόβλημα…, τι ακριβώς; Εεε, η φίλη μου, είναι ιερόδουλη…, και τι μ’ αυτό; Μη το συζητάς, να της πεις να έρθει όποτε θέλει, δηλώνει κάθετα ο δικηγόρος. Έλαμψε το πρόσωπο της από χαρά, τον ευχαρίστησε θερμά και έφυγε.
Μετά από λίγες μέρες, χτυπάει η πόρτα του γραφείου, είναι μια γυναίκα, με λίγο τρομαγμένο βλέμμα δηλώνει πως πρόκειται για τη φίλη της καθαρίστριας που είχαν μιλήσει, α, ναι, λέει ο πατέρας, παρακαλώ καθίστε κυρία μου, θέλετε να σας προσφέρω κάτι, ένα αναψυκτικό; Εκείνη τη στιγμή η γυναίκα αναλύεται σε λυγμούς, με το σώμα της να συνταράσσεται και τα δάκρυα να κυλούν ακατάπαυστα από τα μάτια της.
Ο μπαμπάς πετάχτηκε όρθιος, φέρνει ένα ποτήρι νερό, προσπαθεί να τη συνεφέρει, όταν τελικά εκείνη συνέρχεται κάπως, τη ρωτάει, τι συνέβη, τι πάθατε; Κι εκείνη απαντά, να, με δεχτήκατε στο γραφείο σας γνωρίζοντας πως είμαι εκδιδόμενη γυναίκα, δε ζητήσατε χρήματα, αλλά όχι μόνον αυτά, μου μιλάτε στον πληθυντικό αποκαλώντας με κυρία; Σείς, ένας δικηγόρος; Εμένα;
Τα δικά μου δάκρυα κάθε που θυμάμαι αυτή την ιστορία, είναι ο τρόπος που μεγάλωσα και προσπαθώ να μη ξεχνάω.