Ολυμπιακοί Αγώνες στα χρόνια του κορωνοϊού
13/02/2022Τον Φεβρουάριο του 1932 πραγματοποιήθηκαν οι πρώτοι αγώνες αλπικού σκι στην Ελλάδα. Η Πάρνηθα, όπου στήθηκε ο πρώτος στίβος κατάβασης, δεν ήταν ακριβώς οι Άλπεις, με τη πρόσβαση στην εκκίνηση να απαιτεί πεζοπορία ορών σε χιονισμένα μονοπάτια φορτωμένοι οι συμμετέχοντες με βαρύ αγωνιστικό εξοπλισμό. Κάπου εκεί τελείωσε το ενδιαφέρον των Ελλήνων για χειμερινές κωλοτούμπες. Το απρέ-σκί κρίθηκε πιο ψυχαγωγικό. Η πρώτη τυπική συμμετοχή Ελλήνων, από τους Χειμερινούς του Γκάρμις το 1936 στην Γερμανία του Χίτλερ και έκτοτε, αιτιολογούσε την συμβολική προήγηση της Ελληνικής σημαίας των υπολοίπων στην Τελετή Έναρξης.
Σίγουρα το Πεκίνο δεν ερχόταν στο μυαλό σαν προορισμός Xειμερινών σπορ. Η ΔΟΕ με ανακούφιση δέχτηκε την δέσμευση της Κίνας ότι θα ανέπτυσσε τις απαραίτητες υποδομές σε λόφους και βουνά ακτίνας 100 χλμ από την πρωτεύουσα κι έτσι ανέλαβε τους Αγώνες. Υποσχέθηκε παράλληλα, πως θα αναπτύξει μια αγορά Χειμερινών σπορ 300 εκατομμυρίων Κινέζων, ωδή στα αυτιά των κατασκευαστών του εξοπλισμού που θα προμηθευτούν οι νέοι τους πελάτες. Η εναλλακτική ήταν το Αλμάτι του Καζακστάν (“καλά κρασιά”, όπως λένε στην γειτονιά μου), που έχασε με μόλις 4 ψήφους (44-40) σε μια πολιτικοποιημένη διαδικασία εναντιωμένη στην παγκόσμια συμπεριφορά της Κίνας.
Ήταν το 2015 όταν το Πεκίνο κέρδιζε την μονομαχία φιλοξενίας των 24ων Χειμερινών Ολυμπιακών Αγώνων. Ένας θεσμός που ξεκίνησε το 1924 στο Σαμονί των Γαλλικών Άλπεων, που άλλαξε βηματισμό με την διεξαγωγή τους μεταξύ δύο Θερινών Αγώνων από το Λιλεχάμερ της Νορβηγίας το 1994. Το Όσλο ήταν η πόλη στην κούρσα το 2015, αλλά και η αιτία της τεράστιας αναγκαστικής ανατροπής στον τρόπο σκέψης και διαχείρισης του ίδιου σαθρού εαυτού της.
Όταν η φιλοξενία των Αγώνων τέθηκε σε δημοψήφισμα, οι κάτοικοι του Όσλο την απέρριψαν ενοχλημένοι από τις ξεδιάντροπες απαιτήσεις φιλοξενίας που είχαν τα ίδια τα μέλη της ΔΟΕ με έξοδα των Νορβηγών. Δυο χρόνια αργότερα βρήκαν την ΔΟΕ να δίνει συγχρόνως τους Θερινούς Ολυμπιακούς στο Παρίσι και στο Λος Άντζελες για το 2008, ελλείψει άλλων υποψηφίων. Το κόστος διεκδίκησης και διοργάνωσης των Ολυμπιακών Αγώνων αποδεικνυόταν αποτρεπτικό για τους πολίτες που θα τους φιλοξενούσαν. Η αποτροπή ώθησε την ΔΟΕ σε αυτοκριτική και στην εκλογίκευση της επιλογής διοργανωτή από ανταγωνιστική σε διαβουλευτική μεταξύ της ΔΟΕ και ανεπτυγμένων δημοκρατιών με υπάρχουσες υποδομές.
Ολυμπιακοί Αγώνες στην Κίνα
Δεν ήταν έτσι όταν το Πεκίνο πρωτοδιεκδίκησε τους Θερινούς Αγώνες του 2000, που τους έχασε για μόλις δύο ψήφους στο Σύδνεϋ. Παρά την εντυπωσιακή προετοιμασία της υποψηφιότητας από την κυβέρνηση, τιμωρήθηκε για αυτόν ακριβώς τον λόγο που τους διεκδικούσε, την υποβάθμιση των φονικών γεγονότων στην Πλατεία Τιανμέν το 1989, τη χρονιά που έπεσε το Τείχος του Βερολίνου. Ο προβιβασμός της Κίνας στην Α’ Κατηγορία των Εθνών επήλθε το 2001, χρονιά που η Κίνα υλοποίησε δύο προαπαιτούμενα: την είσοδό της στον Παγκόσμιο Οργανισμό Εμπορίου και την ανάληψη των Ολυμπιακών του 2008 που ακολουθούσαν αυτούς της Αθήνας και ακολούθησε κατακραυγή για τον δεσποτισμό του Θιβέτ.
Η Κίνα του τότε είναι πολύ διαφορετική από την σημερινή. Δεν παρακαλεί για χώρο, αλλά απαιτεί αυτόν που της προσδίδει ο πληθυσμός της, η οικονομική της ανάπτυξη, η στρατιωτική της ισχύ και οι γεωπολιτικοί στόχοι μιας, πλέον, υπερδύναμης. Η σεμνότητα και αμηχανία που την χαρακτήριζε εξελίχθηκε σε αυτοπεποίθηση στα όρια της αλαζονείας. Ο κοινός τόπος των δύο εποχών είναι η πολιτική καταπίεση (των Ουιγούρων κα του Χονγκ Κονγκ αυτή την εποχή) που προκάλεσε το πολιτικό μποϊκοτάζ των Αγώνων από σημαίνουσες χώρες, και το “Κλουβί”, το ίδιο στάδιο στο Πεκίνο που έλαβαν χώρα οι Τελετές Έναρξης των Ολυμπιακών του 2008 και του 2022.
Στην Κίνα εκκολάφτηκε ο κορωνοϊός της πανδημίας που πλήττει την υφήλιο από τα τέλη του 2019. Για την αντιμετώπισή του ακυρώθηκαν ή αναβλήθηκαν, μεταξύ πολλών άλλων αθλητικών γεγονότων κι οι Θερινοί Ολυμπιακοί του 2020, που ολοκληρώθηκαν στο Τόκυο το 2021. Αλλά παρά τα απαγορευτικά, ήταν το αθλητικό θέαμα με την παγκόσμια νοηματική του γλώσσα που επανέφερε την ελπίδα κανονικότητας στην ανθρωπότητα. Πρώτα, με το αναβληθέν Πανευρωπαϊκό Ποδοσφαίρου του 2020, που μεταμφιέστηκε σε Euro ’21 και παίχτηκε αλλού με κι αλλού, χωρίς φιλάθλους στην κερκίδα, αλλά με την τηλεοπτική του κάλυψη να θυμίζει στους Ευρωπαίους ότι παίζουμε ακόμη μπάλα.
Τηλεοπτική απόλαυση
Ένα μήνα μετά ακολούθησε η παγκόσμια επανάσταση κατά της πανδημίας, με την συμμετοχή 205 κρατών που έστειλαν 11.000 αθλητές τους να αγωνιστούν στην προστατευμένη από τον ιό “φούσκα” του Τόκυο, με δισεκατομμύρια τηλεοπτικά μάτια ανά τον κόσμο, καρφωμένα σε μικρές και μεγάλες οθόνες. Ήταν ένα εκπληκτικό αποτέλεσμα της επιμονής, διορατικότητας διπλωματικής δύναμης και ειδικού παγκόσμιου βάρους της ΔΟΕ, που έπεισε μια διχασμένη πολιτικά Ιαπωνία να εκπληρώσει την υποχρέωση της και την παγκόσμια κοινότητα να συμμετάσχει σ’ αυτήν, παρά τις αντιξοότητες.
Μία επιβεβαίωση ότι ο αθλητισμός, η κοινή πολιτιστική κληρονομία μεταξύ όλων των λαών της υφηλίου, ενώνει και θωρακίζει την βούληση τους, δίνοντάς του ελπίδα για το μέλλον της ανθρωπότητας. Το αρχαιότερο σε ισχύ φεστιβάλ της ανθρωπότητας πλέον παράγεται και διαχέεται οπτικοακουστικά ζωντανά παγκοσμίως, με περισσότερους να το απολαμβάνουν κατά βούληση διαδικτυακά παρά τηλεοπτικά.
Η δίωρη βραδινή περίληψη από το Πεκίνο που μας προσφέρει καθημερινά η ΕΡΤ3 (να που βρήκε λόγο ύπαρξης..) είναι ένα εξαίρετο τηλεοπτικό προϊόν υψηλοτάτης τηλεοπτικής παραγωγής και συχνά, εξωπραγματικού αθλητικού θεάματος με την υπογραφή Ελλήνων. Όχι των σκιέρ μας που κατάφεραν να τερματίσουν, αλλά της ηγεσίας του Olympic Broadcasting Services.
Ίσως η μεγαλύτερη υστεροφημία του Αθήνα 2004 είναι ότι τότε προσλήφθηκαν και γαλουχήθηκαν ο προερχόμενος από την ΕΡΤ νυν Διευθύνων Σύμβουλος (CEO) του OBS, Γιάννης Έξαρχος κι ο Οικονομικός Διευθυντής του (CFO) Στέφανος Κουρέλας, καθώς και εκατοντάδες Έλληνες που συνεχίζουν ως συμβασιούχοι του OBS, στους Αγώνες έκτοτε.
Ως προς το αγωνιστικό περιεχόμενο, η Νορβηγία των πέντε εκατομμυρίων κατοίκων δείχνει να συνεχίζει τη κυριαρχία της στα μετάλλια των Χειμερινών Ολυμπιακών Αγώνων στα 100 χρόνια του θεσμού.