Προσοχή πεζοί όταν ανάβει “πράσινο”, ο οδηγός δεν βλέπει ακριβώς “κόκκινο”!
21/09/2024Στέκομαι στο φανάρι διστακτικά, δίβουλα περιμένοντας το πράσινο για να περάσω απέναντι. Αν είμαι τυχερός, που σπάνια είμαι, περνούν ένα με δύο αυτοκίνητα αφού ήδη έχει ανάψει το πράσινο για μένα και το κόκκινο για αυτά. Συνήθως βέβαια περνούν περισσότερα. Φαντάζομαι, όλοι το ξέρετε.
Το πέρασμα μιας διάβασης στην Αθήνα και στην Ελλάδα γενικότερα, είναι μια διαδικασία τραυματική. Όποτε βρίσκομαι σε μια τέτοια θέση, αισθάνομαι σαν τον Ηρακλή όταν έπρεπε να διαλέξει τον δρόμο της αρετής ή της κακίας. Εμπρός μου, όπως προείπα, περνάει το επιθετικό ποτάμι των αυτοκινήτων που μοιάζει να μην σταματάει ποτέ και για κανένα λόγο, κάνοντας με σχεδόν να νιώθω ενοχές, επειδή αποφάσισα να περάσω –άκου θράσος– στην άλλη πλευρά του δρόμου. Μήπως δε θα ‘πρεπε, μήπως θα μπορούσα να πάρω άλλη κατεύθυνση; Μήπως θα έπρεπε να το ξανασκεφτώ; Επιτέλους το… “πράσινο” ανάβει αλλά εκ πείρας δεν σπεύδω να διασχίσω τον δρόμο…
Προσοχή στο “πράσινο”!
Ξέρω πόσο διεσταλμένη είναι η έννοια αυτού του χρώματος, του κόκκινου, το οποίο ακολουθεί το σχεδόν ακαριαίο πορτοκαλί, στη συνείδηση των περισσότερων οδηγών. Βαθιά στο μυαλό τους το βαθύ πορτοκαλί διαρκεί όσο και μια μικρή αιωνιότητα. Η ελεύθερη, καντιανή τους βούληση που –αδιαφορώντας για τα φαινόμενα– είναι βαθιά πεπεισμένη ότι βλέπει πορτοκαλί που σβήνει απαλά μέσα σε ανταύγειες κόκκινου. Άρα δεν τραβάνε το πόδι τους από το γκάζι. Άρα περνάνε… κι όποιον πάρει ο Χάρος.
Πρόκειται για ένα σχεδόν νομοτελειακό, ένα φυσικό γεγονός που ισχύει παντού στους δρόμους και τις λεωφόρους της Ελλάδας και οι πάντες το γνωρίζουν και συμμορφώνονται αναλόγως. Ένα γεγονός που μπορεί να ερμηνευθεί με όρους ψυχολογικούς, αλλά και μεταφυσικούς, με αναφορές στις θεωρίες των πιθανοτήτων αλλά και του μπιχεϊβιορισμού, δηλαδή ζόρικα θέματα, με τα οποία δεν επιτρέπεται να παίζει κανείς. Ζητήματα φιλοσοφικά και υπαρξιακά, αλλά και διλήμματα του τύπου “να ζει κανείς ή να μη ζει;” άρρηκτα συνδεδεμένα με το φιλοσοφικό πρόβλημα του χρόνου.
“Περνάει κανείς ή δεν περνάει, απ’ αυτή στην άλλη ζωή”; Γι’ αυτό σας λέω: Αν για άλλους ανθρώπους και άλλα μέρη το να περάσεις από το ένα πεζοδρόμιο στο άλλο είναι το πιο απλό και ασφαλές πράγμα του κόσμου, εδώ παρ’ ημίν, ισχύουν διαφορετικές συνθήκες. Μένω στο Παλαιό Φάληρο και υποχρεώνομαι συχνά πυκνά να διασχίζω, πηγαίνοντας στην παραλία, τα φανάρια της Λεωφόρου Ποσειδώνος, του πιο επικίνδυνου, αποδεδειγμένα, αμαξιτού δρόμου της Αττικής με καθημερινά ατυχήματα και νεκρούς. Από την εποχή του αείμνηστου Στρατηγού Σαράφη ακόμη.
Το “πράσινο” και η Ελλάδα
Δεν φαντάζεστε πόσο τρέμω κάθε μου απόπειρα και ακόμη χειρότερα όταν ξέρω ότι την ίδια διαδρομή κάνουν καθημερινά πολλά, προσφιλή μου πρόσωπα. Αφού στην Ελλάδα οδηγούμε λες και δεν υπάρχει αύριο. Λες και το πέρασμα ενός φαναριού σχετίζεται με την υπαρξιακή μας επιβεβαίωση ή όχι. Είμαι υπερβολικός; Μπορεί.
Όμως, στην Ελλάδα δεν ισχύουν οι νόμοι, αλλά μόνο οι εξαιρέσεις τους. Αφού λίγο ή πολύ, θεωρούμε ότι ο νόμος ισχύει για όλους τους άλλους εκτός από εμάς. Την ιδιαίτερη εξαίρεση. Και βέβαια ότι μας επιτρέπεται μια τόση δα μικρή παρανομία κάθε φορά. Να μπούμε λ.χ. ανάποδα για λίγο σε μονόδρομο ή να κινηθούμε με το δίτροχό μας σε πεζοδρόμιο. Προσεχτικά. Για λίγο. Ώσπου να γίνει το κακό. Επειδή ο νόμος του Μέρφι δεν κάνει ποτέ λάθος.
ΥΓ. Πριν λίγο άκουσα τα νέα μέτρα της Τροχαίας για τους κακούς οδηγούς. Μεταξύ των άλλων, λέει, απαγορεύεται να οδηγείς όταν βρίσκεσαι σε άσχημη, ψυχολογική κατάσταση (sic)! Πολύ ορθά αλλά ποιος και πώς θα εφαρμόσει μια τέτοια διάταξη; Εδώ δεν τιμωρούν όσους οδηγούν υπό την επήρεια μέθης, όσους μιλούν στο κινητό, ή όσους περνάνε με κόκκινο –δηλαδή σχεδόν όλους– τώρα προβλέπεται, λέει, να επιλαμβάνονται τα όργανα των… μελαγχολικών οδηγών. Αφού πρώτα τους… ψυχαναλύσουν. “Πιατέλα” που θα έλεγε κι ο αείμνηστος Διονύσης Παπαγιαννόπουλος. Το κράτος έχει χιούμορ…