Success story με την πίτσα – Καταστροφή story με το χρηματιστήριο
09/09/2022Γόνος φτωχής αγροτικής οικογένειας, τέλειωσε το δημοτικό με… αναβολή (μυαλό είχε, αλλά έλειπαν χέρια στα χωράφια) και μετά το στρατό μπάρκαρε για την αναζήτηση καλύτερης μοίρας. Από τον κάμπο στους ωκεανούς, θαλασσοδαρμένος και απηυδισμένος ξεμπάρκαρε μετά από λίγα χρόνια σε μια χώρα που θεωρούσε ιδανική για να επιδιώξει μια νέα καριέρα σε έδαφος κι όχι σε καταστρώματα ή αμπάρια. Έχοντας αποκτήσει μια κάποια εμπειρία ως μούτσος στα καράβια –σχετική με τη μαγειρική– προσλήφθηκε σε ιταλική πιτσαρία της πρωτεύουσας (μετέπειτα success story, όπως θα δούμε) με μισθό επιβίωσης και κλίνη στο πατάρι της.
Άοκνος και ξέροντας από φτώχεια, δούλεψε για έναν εργοδότη ο οποίος –μεσογειακός όντας– του έμαθε την τέχνη της πίτσας. Για κάποια χρόνια “ξέραινε το σκατό του” –όπως οι γιαγιάδες στο χωριό που στέγνωναν “πίτες” από την κοπριά για καύσιμο το χειμώνα– συσσωρεύοντας “ενέργεια” για την επιστροφή του στην πατρίδα και την επιχειρηματική του εκκίνηση με τη δική του πρόταση πίτσας. Η μαθητεία του δίπλα στον Ιταλό επιχειρηματία του παρείχε τις παραστάσεις και την τεχνογνωσία για να ξεκινήσει την επιχειρηματική του περιπέτεια στην πατρίδα, προσεγγίζοντας μια αγορά άγνωστη για τη μέχρι τότε πορεία του αλλά και μαθημένος στις δυσκολίες.
Η επιστροφή του έγινε σε μεγάλη πόλη, η επιλογή τοποθεσίας εκεί όπου υπήρχε μεγάλη κινητικότητα πεζών –στην παραλία της– και σε μαγαζί με πατάρι, ώστε να συστεγαστεί με τη δραστηριότητά του, όχι από συνήθεια, αλλά για την οικονομία. Παρότι σε πόλη χρησιμοποίησε το κοντινό της χωριό του, προκειμένου να διασφαλίσει ένα ελάχιστο βιώσιμο εισόδημα, σε συνδυασμό με τη λιτή διαχείριση της “ενέργειας” που έφερε ως μετανάστης. Καταφέρνοντας να γίνει πρώτος στο χωριό έγινε γνωστός και στην πόλη χάρη στην ποιότητα του προϊόντος του, το οποίο πάντα συνόδευε, χωρίς χρέωση, μ’ ένα πιάτο ταιριαστής προς αυτό σαλάτας.
Η φήμη που κατέκτησε αύξησε τα έσοδα της επιχείρησης παρέχοντάς του τη δυνατότητα να προβαίνει σε προμήθειες μεγάλων ποσοτήτων των βασικών υλικών παρασκευής της πίτσας (άλευρα, τυριά, λαχανικά κλπ.) διασφαλίζοντας ποιότητα με εκπτώσεις επί των τιμών τους ενισχύοντας ταυτόχρονα την κερδοφορία και το μερίδιό της στην οικεία αγορά της πόλη, αλλά και της περιφέρειας με υποκαταστήματα. Σχεδόν παράλληλα δημιούργησε και ανέστησε τη δική του οικογένεια παρέχοντας την ευκαιρία (που δεν είχε ο ίδιος) στα παιδιά του, να σπουδάσουν σε ανώτατο επίπεδο.
Από το success story στην καταστροφή
Η σωρευτική του αποζημίωση από τον πολύχρονο αγώνα και, ίσως, η αίσθηση ότι μπορεί πια να κερδίζει χρήματα σε ό,τι εμπλέκεται –συμβαίνει σε πολλούς αυτό– τον οδήγησε στον χρηματοπιστωτικό τομέα, όπου εξαϋλώνονται περιουσίες ανθρώπων που, είτε δεν έχουν γνώση του κινδύνου, είτε λειτουργώντας συναισθηματικά, εμπιστεύονται αναξιόπιστους ανθρώπους, οι οποίοι αν δεν εποφθαλμιούν την περιουσία των “φίλων” τους, δεν νοιάζονται και για την τύχη της. Η (ψευδ)αίσθηση πως μπορεί να κερδίζει από παντού, συνεπικουρούμενη από το λάθος του συναισθήματος που (συνήθως) έχει μεγαλύτερες επιπτώσεις απ’ εκείνο της λογικής, τον επανάφεραν στο γνώριμό του μοντέλο της φτώχειας.
Χωρίς να παραιτηθεί και από καλύτερη θέση γιατί ήξερε από ζυμάρια (παλιά μου τέχνη κόσκινο), εκμεταλλεύθηκε την ευκαιρία απελευθέρωσης του χώρου της αρτοποιίας κι έστησε ένα αρτοποιείο στο χωριό του όπου (χωρίς να ανακατευτεί με τα πίτουρα για να μην τον φαν’ οι κότες –ξανά) και πάλι έγινε πρώτος στο ψωμί και τα αρτοσκευάσματα για το μεγαλύτερο περιθώριο κέρδους τους.
Από ‘κει σύντομα άρχισε να επεκτείνεται και πάλι προς την πόλη δημιουργώντας ένα νέο δίκτυο συνεργατών-πρατηρίων που τον εμπιστεύθηκαν καθώς, παρά το “τραύμα” του, δεν αποποιήθηκε τις αρχές του, σεβόμενος τους πελάτες του. Θέτοντάς το σε όρους του Erich Fromm, παρότι έχασε όλο του σχεδόν το “έχειν”, του έμεινε αυτό που πραγματικά “είναι”, επιχειρηματίας, για να το ξαναδημιουργήσει παρέχοντας την ευκαιρία της απασχόλησης σε αρκετούς ανθρώπους της περιοχής του, ενισχύοντας το εισόδημα και την παραμονή τους εκεί.
Το οικονομικό του πλήγμα δεν το δέχθηκε από την πελατεία της πιτσαρίας του, αλλά από την ολιγωρία του να εμπιστευθεί λάθος “ειδικούς” οι οποίοι αποδείχθηκε –εκ του αποτελέσματος– ότι ήθελαν τα λεφτά του εκμεταλλευόμενοι τα συναισθήματά του γι’ αυτούς. Όμως, ο άνθρωπος-επιχειρηματίας επανήλθε αξιοποιώντας τα όπλα και το μάθημα από το πάθημά του ασχολούμενος μ’ αυτό που ήξερε να κάνει καλά: Το ζυμάρι, αναπλάθοντας ξανά τις σχέσεις του με το κοινωνικό του κεφάλαιο, το οποίο λόγο του χαρακτήρα του άφησε άθικτο, αναλαμβάνοντας προσωπικά την ευθύνη των λανθασμένων του αποφάσεων. Ούτε οι άλλοι, ούτε το σύμπαν έφταιξε γι’ αυτές, παρά μόνο οι επιλογές του.
Οποιονδήποτε θυμίζει η παραπάνω περιγραφή, αξίζει να ανέβει στην εκτίμησή μας βοηθώντας μας συνάμα να συνειδητοποιήσουμε ότι η επιχειρηματικότητα αφορά στους τολμηρούς κι όχι μόνο στους σπουδαγμένους κατόχους κάποιου “χαρτιού” που πιστοποιεί το πέρασμά τους από σχολεία και όχι απαραίτητα τι έμαθαν αλλά, κυρίως, τι μπορούν να κάνουν μ’ αυτά που διδάχθηκαν…