Τον προσωπικό τους γιατρό θα έχουν, σύμφωνα με τα σχέδια του υπουργείου Υγείας, όλοι οι ασφαλισμένοι του ΕΟΠΥΥ και αυτός ο ιατρός θα αποφασίζει μάλιστα εν πρέπει ή όχι ο ασθενής να εισαχθεί σε νοσοκομείο. Όταν διαφωνεί, οι ασφαλισμένοι θα μπορούν να εισαχθούν μόνον σε ιδιωτικά νοσηλευτήρια. Επίσης θα υπάρχουν “απογευματινά χειρουργεία”, στα οποία όμως ο ασθενής θα καταβάλει το 30% του κόστους, αν δεν θέλει να περιμένει στην τεράστια λίστα αναμονής.
Δεν έχει ξεκαθαριστεί τι θα γίνεται στην πράξη με τα συνήθη έκτακτα ή και με τα επείγοντα. Αφού αποφασίσθηκε οι προσωπικοί γιατροί να είναι κυρίως παθολόγοι, γενικοί γιατροί και παιδίατροι, τι θα γίνεται αν ένας ασφαλισμένος έχει συμπτώματα εμφράγματος ή έχει ενοχλήσεις γαστρεντερικές. Θα πρέπει να αναζητήσει τον προσωπικό γιατρό για να καλέσει το ΕΚΑΒ με την έγκρισή του; Και αν χρειάζεται καρδιολόγο ή πνευμονολόγο ή γαστρεντερολόγο, πώς θα έχει πρόσβαση σε αυτόν, αφού έως τώρα δεν ήταν καρδιοπαθής και κατά συνέπεια είχε επιλέξει ως “προσωπικό γιατρό” έναν παθολόγο;
Πώς θα αμειφθεί ο καρδιολόγος ή ο γαστρεντερολόγος που θα χρειασθεί ο ασφαλισμένος του ΕΟΠΥΥ; Θα μπορεί να πάει σε αυτόν με δικά του έξοδα ή θα καλυφθεί από την πολιτεία; Και αν πάει π.χ. σε ιδιώτη καρδιολόγο ή γαστρεντερολόγο και του γράψει εξετάσεις, πώς θα τις κάνει, αφού όλες οι εξετάσεις πρέπει να εγκρίνονται από τον “προσωπικό γιατρό”;
Άλλο ένα καίριο σημείο είναι πόσοι γιατροί θα ενδιαφερθούν να ενταχθούν στους “προσωπικούς γιατρούς”, μια που το προηγούμενο σχέδιο για πρωτοβάθμια υγεία με “γιατρό της γειτονιάς” απέτυχε, καθώς έδινε 10 ευρώ ανά επίσκεψη και οι περισσότεροι δεν ενδιαφέρθηκαν να ενταχθούν. Αλλά και οι ασφαλισμένοι ανταποκρίθηκαν σε ποσοστό μόλις 14% στον “οικογενειακό γιατρό” και το σύστημα ουσιαστικά απέτυχε παταγωδώς το 2018.
Θεωρητικά, το νομοσχέδιο προσπαθεί να ισχυροποιήσει την πρωτοβάθμια φροντίδα υγείας, με ριζικές αλλαγές, θέτοντας όμως ως “προσωπικούς γιατρούς” μόνον γενικούς γιατρούς, παθολόγους και παιδιάτρους. Εξαιρεί όσους έχουν χρόνια νοσήματα, που μπορούν να επιλέξουν άλλη ειδικότητα, π.χ. οι πνευμονοπαθείς να έχουν ως βασικό θεράποντα πνευμονολόγο ή όσοι πάσχουν από κακοήθεια, ογκολόγο.
Πόσοι θα θελήσουν να ενταχθούν;
Οι ασφαλισμένοι θα μπορούν θεωρητικά να αλλάξουν γιατρό αν το επιθυμούν, αλλά πάντα από τις λίστες του ΕΟΠΠΥ ανά περιοχή. Άγνωστο τι θα γίνει αν ένας ασθενής έχει ήδη θεράποντα γιατρό που όμως αυτός δεν θέλει να συμβληθεί με το σύστημα. Οι ιδιώτες γιατροί από την πλευρά τους θα πρέπει να δηλώσουν ότι επιθυμούν να κάνουν σύμβαση με τον ΕΟΠΥΥ και να παρέχουν υπηρεσίες στους ασφαλισμένους.
Μέσα στη σύμβαση των γιατρών αναμένεται να περιλαμβάνεται και ρύθμιση βάση της οποίας θα είναι υποχρεωμένοι να κάνουν και δύο εφημερίες το μήνα σε δημόσια νοσοκομεία εάν παραστεί ανάγκη, για τις οποίες θα πληρώνονται χωριστά. Όμως το υπουργείο αναμένει από τους γιατρούς να εκδηλώσουν ενδιαφέρον, χωρίς να γνωστοποιεί προς το παρόν τις αμοιβές που θα έχουν.
Οι προσωπικοί γιατροί θα εξετάζουν δωρεάν τους ασθενείς του ΕΟΠΥΥ και θα πληρώνονται από τον Οργανισμό. Θα είναι υπεύθυνοι και για την αντιμετώπιση των πρώτων προβλημάτων υγείας των ασφαλισμένων, αλλά και για την παραπομπή τους σε νοσοκομείο. Για να εισαχθεί ένας ασφαλισμένος του ΕΟΠΥΥ σε νοσοκομείο θα πρέπει απαραίτητα να έχει παραπεμπτικό από τον προσωπικό του γιατρό, διαφορετικά δεν θα μπορεί να πάει στο ΕΣΥ και θα πρέπει να πηγαίνει σε ιδιωτικό νοσοκομείο πληρώνοντας όμως όλες τις δαπάνες από την τσέπη του.
Για επισκέψεις σε ειδικούς γιατρούς όπως ορθοπεδικούς, δερματολόγους κλπ, οι ασφαλισμένοι του ΕΟΠΥΥ δεν αναμένεται να χρειάζονται παραπεμπτικό για να τους επισκεφθούν, καθώς οι αρχικές σκέψεις του υπουργείου Υγείας για απόλυτο έλεγχο ακόμη και για επισκέψεις σε γιατρούς, ανετράπησαν μετά τις αντιδράσεις των συνδικαλιστών γιατρών.
Και οι ίδιοι οι ασθενείς θα είχαν αντιρρήσεις εάν ερωτούνταν, γιατί αν π.χ. ένας ασθενής πέσει και χτυπήσει το πόδι του ή ξαφνικά παρότι δεν είναι καρδιοπαθής νιώσει δύσπνοια και πόνο στο στήθος, θα πρέπει (αν είχε “περάσει” η “μονοκρατορία” του προσωπικού γιατρού) να ρωτήσει πρώτα τον παθολόγο για να του δώσει έγκριση, για να μπορέσει να πάει σε καρδιολόγο για την δύσπνοια ή σε ορθοπεδικό για το πόδι του. Απομένει βέβαια και το πώς θα αμείβεται σε αυτή την περίπτωση ο ορθοπεδικός και αν ο ασθενής αντί να ενισχυθεί η πρωτοβάθμια υγεία, θα υποχρεούται τελικά να πηγαίνει σε νοσοκομείο ή θα αναγκάζεται να πληρώνει ιδιώτες.
Κατά κεφαλήν οι αμοιβές
Το 2018 είχε αποτύχει κραυγαλέα ένα παρόμοιο σύστημα μετά από την ομαδική καταγγελία των συμβάσεων των ιατρών. Οι ελευθεροεπαγγελματίες δεν επιθυμούν σε μεγάλο ποσοστό καμία συνεργασία με το δημόσιο. Η σύμβαση του οικογενειακού ιατρού ανά πληθυσμό ευθύνης (per capita) δημιούργησε ένα αντιπαραγωγικό πρότυπο στη λειτουργία των ιατρείων και δεν αποτελεί σύμβαση επιλογής του κλάδου. Τώρα ο υπουργός Υγείας ανακοίνωσε ότι οι γιατροί δεν θα αμείβονται πάντως ανά επίσκεψη, αλλά ανά ασθενή.
Η κατά κεφαλήν αμοιβή ανά ασθενή θα είναι ένας συνδυασμός του συνολικού ποσού που θα διατεθεί για ιατρικές επισκέψεις από τον ΕΟΠΥΥ και της ηλικίας τους ασφαλισμένου, καθώς όσο πιο ηλικιωμένος θα είναι ένας ασθενής τόσο περισσότερα χρήματα θα εισπράττει ο γιατρός. Παράλληλα θα υπάρχει όριο σε εγγραφές ασθενών στη λίστα του κάθε γιατρού, ώστε η αμοιβή του η συνολική να μην υπερβαίνει τα 2000 ευρώ το μήνα. Μέχρι στιγμής οι λίγοι που έχουν ενταχθεί στον ΕΟΠΥΥ αμείβονταν με 10 ευρώ ανά επίσκεψη και μπορούσαν να βλέπουν 200 ασθενείς το μήνα.
Οι αλλαγές που προωθούνται αλλάζουν και τον τρόπο που έκαναν εξετάσεις οι ασφαλισμένοι. Αν το νομοσχέδιο περάσει ως έχει, κανείς ασφαλισμένος δεν θα μπορεί να πάρει παραπεμπτικό για υπέρηχο, εξέταση αίματος ή ακτινογραφία αν δεν το εγκρίνει ο προσωπικός γιατρός του. Επίσης θα πρέπει να λυθεί το θέμα των ραντεβού που είχε ανακύψει και παλιότερα. Αν ένας ασθενής χρειάζεται π.χ. να επισκεφθεί τον προσωπικό του γιατρό του εκτάκτως επειδή έχει μια ενόχληση στο γαστρεντερικό, και το επόμενο ραντεβού του “προσωπικού γιατρού” είναι σε δέκα μέρες ή τον άλλον μήνα, τι θα κάνει ο ασφαλισμένος;
Οι γιατροί που είναι ήδη συμβεβλημένοι με τον ΕΟΠΥΥ διαφωνούν και τονίζουν ότι δεν προηγήθηκε διαβούλευση. Όπως αναφέρουν «η προηγούμενη μεταρρύθμιση της πρωτοβάθμιας το 2018 στέφθηκε με απόλυτη αποτυχία κατόπιν καταχρηστικών καταγγελιών συμβάσεων ιατρών εκ μέρους του ΕΟΠΥΥ και προσπάθεια εξαναγκασμού τους να υπαχθούν σε μία σύμβαση οικογενειακού ιατρού με δεσμευτικές υποχρεώσεις, μεγάλο εργασιακό φορτίο και τις χαμηλότερες αμοιβές της Ευρώπης.
»Ο σημερινός υπουργός μας διαβεβαίωσε ότι πριν από οποιαδήποτε μεταρρύθμιση, θα υπήρχε ευρεία διαβούλευση, αλλά τα μαθαίνουμε όλα από τα μέσα ενημέρωσης και δεν κληθήκαμε ποτέ σε διαβούλευση. Επίσης θυμίζουμε ότι η αιμορραγία του ιατρικού δυναμικού της χώρας προς το εξωτερικό είναι δεδομένη» σημειώνει σε ανακοίνωσή της η Ένωση Ιατρών ΕΟΠΥΥ.
Τα “απογευματινά χειρουργεία”
Το υπουργείο επίσης προωθεί τα “απογευματινά χειρουργεία” σε συνεργασία με ασφαλιστικές εταιρείες, αλλά και με επιβάρυνση του ασθενούς. Αυτό θεωρητικά έχει ως στόχο να αποσυμφορηθούν τα πρωινά χειρουργεία και να μην υπάρχει μεγάλη λίστα αναμονής, αλλά στην πράξη σημαίνει ότι ο ασθενής θα πληρώνει το 30% από την τσέπη του. Θα καθοριστεί δηλαδή η αμοιβή του γιατρού, πιθανόν και τα νοσήλια, και ο ασθενής θα πληρώνει περίπου το ένα τρίτο του κόστους.
Επειδή υπάρχει ο κίνδυνος στα νοσοκομεία πολλοί να προβάλλουν μονίμως ως “πλήρη” τα πρωινά για να αμειφθούν με περισσότερα χρήματα στα απογευματινά, το υπουργείο Υγείας δηλώνει ότι θα γίνονται έλεγχοι. Αν οι λίστες αναμονής είναι μεγάλες, το υπουργείο υποστηρίζει ότι ο ασθενής θα μπορεί να πάει και σε ιδιωτική κλινική χωρίς να πληρώσει, όμως δεν ξεκαθαρίζει πώς θα γίνεται αυτό, αφού ήδη χρεώνει στον ασθενή το 30% του “απογευματινού χειρουργείου”. Αν ο ασθενής μπορεί να πάει δωρεάν σε ιδιωτική κλινική, γιατί να πληρώσει 30% στο δημόσιο “απογευματινό χειρουργείο”;
Η αντιπολίτευση κρίνει το νέο σύστημα όχι ως αναβάθμιση της πρωτοβάθμιας, αλλά ως μετακύλιση του κόστους της πρωτοβάθμιας στους ασθενείς και σε επιβάρυνσή τους με εξετάσεις και νοσηλείες σε ιδιωτικά νοσηλευτήρια. Επειδή στα εργαστήρια θα υπάρχουν “ποιοτικά κριτήρια” και έλεγχος μηχανημάτων και αξιοπιστίας εξετάσεων, η αντιπολίτευση θεωρεί ότι θα αποκλεισθούν τα μικρά εργαστήρια από τις συμβάσεις και θα απομείνουν οι “αλυσίδες” των μεγάλων κέντρων.