Τι κοινό έχουν οι καταγγελίες για βιασμούς με τη βία στα πανεπιστήμια

Τι κοινό έχουν οι καταγγελίες για βιασμούς με τη βία στα πανεπιστήμια, Γιάγκος Ανδρεάδης

Τσουνάμι! Η απόφαση της Σοφίας Μπεκατώρου να καταγγείλει τον βιασμό που είχε υποστεί σε νεαρή ηλικία από παράγοντα της ομοσπονδίας γέννησε ένα παλιρροϊκό κύμα καταγγελιών για υλική ή/και συμβολική βία και βιασμούς, που έπληξε στον χώρο του αθλητισμού πρόσωπα –και μέσω αυτών και θεσμούς– που εμπλέκονταν σε τέτοιες υποθέσεις.

Το τσουνάμι των καταγγελιών εξαπλώθηκε, με μεγαλύτερη ακόμη δύναμη, στο πεδίο του θεάματος, ιδιαίτερα του θεάτρου. Έχει ήδη κάνει την εμφάνισή του στον χώρο των ΑΕΙ, ενώ έχει αρχίσει να προσβάλει και πρόσωπα των Μέσων ή όποια άλλα. Μήπως το κύμα των καταγγελιών οφείλεται σε κοινωνικό μιμητισμό ή συνιστά παράπλευρο σύμπτωμα της διάχυτης αγωνίας για τον κορωνοϊό, που επειδή είναι σχεδόν αβάσταχτη τείνει να “μεταλλάσσεται” σε επιθετικότητα ανάμικτη με καχυποψία, μνησικακία και ναρκισσιστική επίδειξη ανύπαρκτων τραυμάτων; Όχι βέβαια. Τα καταγγελλόμενα έχουν σε πάρα πολύ μεγάλο ποσοστό συμβεί. Και επειδή ακριβώς οι καταγγελίες δεν είναι ανυπόστατες, οι επιπτώσεις τους πλήττουν ήδη και πρόσωπα ιδιαίτερα προβεβλημένα.

Στα Πανεπιστήμια σοβεί μια άλλη σοβαρή αναταραχή. Στόχος της κυβέρνησης είναι να ανατεθεί η ασφάλειά τους σε ειδικά σώματα που θα αναφέρονται όχι στις πανεπιστημιακές αρχές, αλλά στην Αστυνομία. Αντίθετα με όσα συνηθίζει να υποστηρίζει μυωπικά η αξιωματική αντιπολίτευση, γνωρίζω και προσωπικά ότι τα φαινόμενα βίας και γενικότερα ανομίας στα Πανεπιστήμια είναι από πολλά χρόνια υπαρκτά.

Αλλά η λύση που δίνεται απειλεί να βλάψει και τα Πανεπιστήμια και την Αστυνομία και γενικά την δημοκρατία. Ένα μέρος των πανεπιστημιακών, λιγότεροι από το ένα δέκατο, έχουν τοποθετηθεί εναντίον των μέτρων. Το πρόβλημα, ωστόσο, που κανείς από τους φανερά εμπλεκομένους δεν μπορεί ή δεν θέλει να αντιμετωπίσει είναι ότι το Πανεπιστήμιο είναι στην ουσία παραιτημένο από την άμεση ευθύνη για την ασφάλειά του.

Βία και έλλειμμα θετικής ενέργειας

Ποια είναι η συνάφεια ανάμεσα στα δύο διαφορετικά φαινόμενα, στα οποία αναφέρθηκα ως εδώ; Και πού θα μπορούσε κανείς να καταλήξει; Θα μπορούσαν οι αυξανόμενες καταγγελίες για σεξουαλική και άλλη βία και τα όποια μέτρα για την φύλαξη των Πανεπιστημίων, να είναι από μόνα τους αποτελεσματικά; Δεν το πιστεύω. Ο λόγος είναι ότι η βία και οι βιασμοί που ενδημούν σε αυτούς και πολλούς άλλους κοινωνικούς χώρους, είναι περισσότεροι και πιο μεταμφιεσμένοι από τους καταγγελλόμενους. Και στον βαθμό που αυτή η πολύμορφη βία θα επιμείνει, κάθε προσπάθεια θα μείνει ατελέσφορη.

Το βασικότερο ίσως στοιχείο που τροφοδοτεί την βία, σε όλες της τις εκδοχές, είναι ένα έλλειμμα θετικής ενέργειας. Μιλώ για κάτι του οποίου όλοι έχουμε νιώσει την παρουσία ή την απουσία του. Στο θέατρο για παράδειγμα, όταν ευοδώνονται οι προσπάθειες όλων των συντελεστών, περιλαμβανομένου και του θεατή, αυτό που παραμένει, ακόμα και αν πρόκειται για ένα δύσκολο ή σκληρό έργο είναι μια λυτρωτική αίσθηση θετικής ενέργειας που στηρίζει το άτομο και την κοινωνία. Κι αυτό ακόμα που ονομάζουμε κρίση του θεάτρου, μπορεί να είναι θετικό, καθώς μια κρίση μπορεί να είναι ενδιάμεσο στάδιο για μια νέα κατάκτηση. Αν όμως η θετική ενέργεια χαθεί, τότε η δημιουργία και η επικοινωνία δίνουν την θέση τους στην βία.

Μορφές βίας και αρνητικής ενέργειας κυριαρχούν σε υπολογίσιμο βαθμό στο θέατρο και αλλού. Η βία που σήμερα καταγγέλλεται δεν είναι παρά μια εκδοχή τους. Βία που ασκείται από τον σκηνοθέτη, άρχοντα του θεάτρου από τα τέλη του 19ου αιώνα, προς τους άλλους συντελεστές ή και αντιστρόφως. Βία και βιασμός προς την ψυχή και το σώμα ανθρώπων, βία προς την ψυχή και το σώμα του έργου και του θεατή. Βία που ενίοτε βρίσκει ερείσματα σε κακοχωνεμένες θεωρίες κορυφαίων θεατρανθρώπων όπως ο Αρτώ, αλλά που συχνά κρύβει πλέγματα, συμφέροντα και ανικανότητα ερμηνείας της τέχνης και της ζωής.

Όποιος ερμηνευτής είναι ανίκανος να διαβάσει το ίχνος της ψυχής που είναι το θεατρικό έργο και να του δώσει ζωή αξιοποιώντας τα μονοπάτια κωδίκων στους οποίους πρέπει να υποταχτεί για να τους υποτάξει, αυτός καταλήγει με τον ένα ή τον άλλο τρόπο πομπός βίας και αρνητικής ενέργειας. Ταλαιπωρεί εξευτελίζοντας, γδύνοντας και ντύνοντας αναίτια ψυχές και σώματα, παραμορφώνει ανίκανος να μεταμορφώσει, υποκρίνεται απλότητα και αμεσότητα, βουλιάζοντας στην επηρμένη προσποίηση.

Απουσία σκέψης στα πανεπιστήμια

Μια ανάλογη απουσία σκέψης, αισθήματος και άρα θετικότητας τείνει να χαθεί και στην Εκπαίδευση, ειδικά στα Πανεπιστήμια που έχουν τον κεντρικότερο ρόλο από όλες τις άλλες βαθμίδες. Κύριος στόχος κάθε αληθινής εκπαίδευσης είναι η γνώση. Η πληροφόρηση, οι δεξιότητες, η επαγγελματική αποκατάσταση είναι απαραίτητες αλλά, χωρίς την γνώση καταλήγουν άχρηστες ή αρνητικές.

Έχει σωστά ειπωθεί ότι η δημιουργική και κριτική σκέψη και η δημοκρατική πολιτική συνείδηση, κάτι που ξεχνούν συχνά τα εκπαιδευτικά προγράμματα σε όλο τον κόσμο, πρέπει να είναι η βάση της πανεπιστημιακής εκπαίδευσης. Προϋποτίθεται όμως κάτι βαθύτερο. Το πάθος για την αλήθεια, το δίκιο, την ομορφιά και την ελευθερία. Αρνητικά σε πολλές γωνιές του πλανήτη φαινόμενα κάνουν ίσως τέτοιες σκέψεις να μοιάζουν “ρομαντικές”. Χωρίς όμως το πάθος για το οποίο μιλάμε, εκλείπει και το στοιχείο της δημιουργικής αμφισβήτησης, της αληθινής επαναστατικότητας που ήταν θεμέλιο της εσωτερικής ζωής και της κοινωνικής δράσης των πανεπιστημίων επί αιώνες.

Στους πανεπιστημιακούς χώρους όπου αυτά τα στοιχεία χάνονται, διάδοχός τους γίνονται το κυνήγι της αναρρίχησης, ο οπορτουνισμός, ο κυνισμός και η ουσιαστική αδιαφορία αν όχι η αλλεργία απέναντι στην πραγματική γνώση. Ένα τέτοιο αρνητικό ρεύμα γίνεται φανερό στον τρόπο με τον οποίο αξιολογούνται σήμερα διεθνώς (με κριτήρια αγοράς) τα πανεπιστημιακά ιδρύματα. Στον τρόπο που αναγνωρίζεται η αξία των πανεπιστημιακών ανάλογα με το αν μπορούν να παρουσιάσουν τις ίδιες ανοησίες σε υποτίθεται έγκριτα διεθνή περιοδικά και συνέδρια.

Τέτοιου είδους πανεπιστημιακοί δεν μπορούν να έχουν κατά την διατύπωση του Σοφοκλή στην Αντιγόνη μια ψυχή θερμή απέναντι σε ένα ψυχρό κόσμο. Και μοιραία καταντούν Κρέοντες. Οι εκδηλώσεις αυτές του πανεπιστημιακού “Κρεοντισμού” ξεκινούν από το προγραμματικό διαζύγιο με την αληθινή γνώση, πριν γίνουν εξοντωτικές προς συναδέλφους, φοιτητές ή και όποιον άλλο. Μέθοδοι διδασκαλίας, προγράμματα, πανεπιστημιακές εκλογές για αξιώματα συνθέτουν μια εικόνα, από την οποία μεταξύ άλλων δεν λείπει και η σεξουαλική συμβολική και φυσική παρενόχληση και βία.

Τα διατάγματα δεν αρκούν

Από την πλευρά της, η φοιτητική παραβατικότητα μπορεί να κινητοποιείται και από την διαφθορά και την ασκήμια της εξουσίας, αλλά παγιδεύεται και καταλήγει δομικό συμπλήρωμά της. Για να μείνουμε στο επίπεδο των εικόνων, τα χυδαία και νοσηρά γκράφιτι στους πανεπιστημιακούς τοίχους συμπληρώνονται από τις χυδαίες και βλακώδεις αφίσες που προτείνουν εκδρομές στο καταναλωτικό σκήνωμα της πάλαι ποτέ όμορφης Μυκόνου.

Η αστυνόμευση του Πανεπιστημίου μπορεί στην καλύτερη περίπτωση να αντιμετωπίσει την αδιέξοδη παραβατικότητα αυτών που ανακριβώς αποκαλούνται αναρχικοί. Αλλά απέναντι στην φοβερότερη βία κάποιων ανερμάτιστων ή διεφθαρμένων διοικήσεων και δασκάλων και στην κυνική συνενοχή κάποιων παρατάξεων, απέναντι δηλαδή σε φαινόμενα που τροφοδοτούν τελικά και την περιθωριακή βία, η αστυνόμευση δεν μπορεί να πετύχει. Αντιθέτως, μπορεί να τις επιδεινώσει.

Η υποχώρηση της ανιδιοτέλειας και της θετικής ενέργειας και η άνοδος του κυνισμού με όλες τις συνέπειες τους, είναι όπως αποδείχθηκε έντονα παρούσες και στους χώρους του αθλητισμού από όπου ξεκίνησε το τσουνάμι των καταγγελιών και στους χώρους των ΜΜΕ όπου έχει ήδη ξεσπάσει. Και η υπέρβαση τέτοιων φαινομένων δεν μπορεί να επιτευχθεί με διατάγματα, ακόμη και σωστά. Αυτό όμως δεν σημαίνει πως η κάθε εξουσία δεν έχει δυνατότητες και άρα ευθύνες.

Η μεγάλη αποτυχία

Η αποτυχία των διαδοχικών κυβερνήσεων των τριών τελευταίων δεκαετιών στους τομείς της εκπαίδευσης, των πολιτιστικών και της επικοινωνίας σε καμία περίπτωση δεν οφείλεται μόνον σε κυβερνητικές πολιτικές. Αντανακλά σε πάρα πολύ μεγάλο βαθμό και γενικότερες, ελληνικές και διεθνείς εξελίξεις. Στα δεινά της ελληνικής κοινωνίας στα πεδία αυτά μπορεί κανείς να αναγνωρίσει σε μεγάλο βαθμό, πλην των τοπικών δυσλειτουργιών, τις γενικές κατευθύνσεις της παγκοσμιοποίησης και του νεοφιλελευθερισμού.

Ποιές είναι αυτές; Πριμοδότηση μιας επιφανειακά προκλητικής και κατ’ ουσίαν απόλυτα ελεγχόμενης τέχνης, υποβάθμιση των επιστημών του ανθρώπου και γενικότερα της έρευνας και της διδασκαλίας, θεωρητική δικαίωση του αμοραλισμού μέσα από θεωρίες όπως ο νεοδαρβινισμός, υποτίμηση του ψυχικού παράγοντα που εξαγγέλλει ο συμπεριφορισμός, υποταγή στην μεντιοκρατία, περιφρόνηση για μια ουσιαστική δημοκρατία.

Τα γενικότερα αυτά φαινόμενα δεν αίρουν τις ευθύνες των διαδοχικών μέχρι σήμερα ελληνικών εξουσιών. Αυτές μοιάζουν να αγνοούν ότι μια χώρα που ξεχνά την ψυχή της κινδυνεύει, πέρα από άλλους κινδύνους, να καταλήξει στο να νοσεί και να ξεσκίζεται με τρόπους σαν αυτούς που παρακολουθούμε προσφάτως σε δημόσια θέα.

Οι απόψεις που αναφέρονται στο κείμενο είναι προσωπικές του αρθρογράφου και δεν εκφράζουν απαραίτητα τη θέση του SLpress.gr

Απαγορεύεται η αναδημοσίευση του άρθρου από άλλες ιστοσελίδες χωρίς άδεια του SLpress.gr. Επιτρέπεται η αναδημοσίευση των 2-3 πρώτων παραγράφων με την προσθήκη ενεργού link για την ανάγνωση της συνέχειας στο SLpress.gr. Οι παραβάτες θα αντιμετωπίσουν νομικά μέτρα.

Ακολουθήστε το SLpress.gr στο Google News και μείνετε ενημερωμένοι