Το lockdown εξασφάλισε ΜΕΘ με κόστος ανθρώπινες ζωές
09/10/2020Τη μελέτη του Imperial College του Μαρτίου, που οδήγησε σε απόφαση για lockdown στο Ηνωμένο Βασίλειο, ανέλυσαν ερευνητές της Σχολής Φυσικής και Αστρονομίας του Πανεπιστημίου του Εδιμβούργου. Η έρευνα έδωσε ενδιαφέροντα αποτελέσματα. Χρησιμοποιώντας έναν κώδικα προσομοίωσης (CovidSim) εξέτασαν το πλαίσιο, κατά το οποίο ελήφθη η πολιτική απόφαση για lockdown, ώστε να αναπαραγάγουν τον τρόπο που οι επιστημονική επιτροπή της βρετανικής κυβέρνησης έκανε τότε την εισήγησή της.
Όπως αναφέρουν στα αποτελέσματά τους (Effect of school closures on mortality from coronavirus disease 2019: old and new predictions, British Medical Journal, 2020; 371:m3588), ο καθηγητής Κεν Ράις, ο ερευνητής Μπεν Γουάιν, η καθηγήτρια Βικτόρια Μάρτιν και ο καθηγητής Γκρεμ Άκλαντ, «το μοντέλο προέβλεψε ότι το κλείσιμο των σχολείων και η απομόνωση των νέων ανθρώπων θα αύξανε το συνολικό αριθμό θανάτων».
Η πολιτική που ακολουθήθηκε ήταν «ιδιαίτερα αποτελεσματική στη μείωση της μέγιστης ζήτησης για κλίνες ΜΕΘ, αλλά παρατείνει την επιδημία, και σε ορισμένες περιπτώσεις οδηγεί μακροπρόθεσμα σε περισσότερους θανάτους». Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι η θνησιμότητα που προκύπτει από τη νόσο COVID-19 επιβαρύνει πολύ περισσότερο τους μεγαλύτερους σε ηλικία ανθρώπους. «Δεδομένης της απουσίας ενός προγράμματος αποτελεσματικού εμβολιασμού, καμία από τις στρατηγικές αντιμετώπισης που προτάθηκαν στο Ηνωμένο Βασίλειο δεν θα μείωνε τον προβλεπόμενο συνολικό αριθμό θανάτων κάτω από τις 200.000».
Να σημειωθεί ότι το Μάρτιο, η ομάδα του Imperial College υπολόγιζε τον αριθμό των θανάτων στο Ηνωμένο Βασίλειο –με την πολιτική που ακολουθούσε μέχρι τότε η κυβέρνηση Τζόνσον– μέχρι και 250.000. Οι υπολογισμοί των ερευνητών του Εδιμβούργου βασίστηκαν ακριβώς στο επιδημιολογικό μοντέλο του Imperial College και δοκιμάστηκαν σε διάφορα σενάρια.
Είναι γνωστή η “Έκθεση 9” του Imperial College, στην οποία εκτιμάτο ότι το ποσοστό θνησιμότητας από κορωνοϊό είναι περίπου 1%. Συνεπώς, με το ρυθμό αύξησης των κρουσμάτων τον Μάρτιο, υπήρχαν φόβοι ότι σε λίγες εβδομάδες δεν θα υπήρχαν διαθέσιμες ΜΕΘ. Είναι αξιοσημείωτο, όμως, ότι το μοντέλο του Imperial College «δεν μέτρησε συγκεκριμένα το lockdown».
Η προσομοίωση της επιδημίας
Σε ό,τι αφορά το επίμαχο εύρημα πως το κλείσιμο των σχολείων «μειώνει την αναπαραγωγή του ιού, αλλά με το απροσδόκητο αποτέλεσμα της αύξησης του συνολικού αριθμού θανάτων», οι ερευνητές προσπάθησαν να αναπαραγάγουν τις πληροφορίες που ήταν διαθέσιμες το Μάρτιο. Και σημείωσαν ότι «η αντιμετώπιση της έξαρσης του ιού και η διάσωση ζωών ήταν αντικρουόμενες επιλογές».
Με τον κώδικα προσομοίωσης CovidSim οι ερευνητές έφτιαξαν μια “κάτοψη” της κατάστασης στη Βρετανία, θεωρώντας ότι εκατομμύρια άνθρωποι πάνε κανονικά στις δουλειές τους και ότι νοσοκομεία, σχολεία, επιχειρήσεις κ.λπ., λειτουργούν κανονικά. Οι μετακινήσεις αυτές υπολογίστηκαν μέσω αλγόριθμου. Λαμβάνοντας υπόψη ηλικίες και αποστάσεις, δοκίμασαν δέκα προσομοιώσεις διάρκειας 91 ημερών, ξεκινώντας από την 1η Ιανουαρίου.
Η διαδικασία τελικώς επιβεβαιώνει τις προβλέψεις του Imperial College, με τα τότε διαθέσιμα δεδομένα, σχετικά με τον υπολογισμό των πιθανών θανάτων. Όμως, επιβεβαιώνει επίσης ότι «προσθέτοντας το κλείσιμο σχολείων και πανεπιστημίων στην απομόνωση κρουσμάτων, την καραντίνα και τα μέτρα τήρησης αποστάσεων για τους άνω των 70 ετών θα οδηγούσε σε περισσότερους θανάτους. Παρομοίως, τα γενικά μέτρα τήρησης αποστάσεων υπολογίστηκαν, ώστε να μειωθούν οι αριθμοί κρουσμάτων αλλά αυξάνουν τον συνολικό αριθμό θανάτων σε σύγκριση με [το σενάριο] για μέτρα αποστάσεων μόνο για τους άνω των 70».
Συνεπώς «οι συμβουλές πολιτικής στο Ηνωμένο Βασίλειο επικεντρώθηκε στο να μειωθεί ο αριθμός των κρουσμάτων και όχι ο αριθμός των θανάτων». Η έρευνα εξηγεί γιατί συμβαίνει αυτό: «σε όλα τα σενάρια αντιμετώπισης, η επιδημία λήγει με ευρεία ανοσία και ένα μεγάλο μέρος του πληθυσμού να έχει μολυνθεί. Οι στρατηγικές που ελαχιστοποιούν τους θανάτους υπολογίζονται με τους μολυσμένους να ανήκουν στις νεαρές ηλικίες. Για παράδειγμα, εστιάζοντας σε αυστηρότερα μέτρα αποστάσεων στα γηροκομεία, όπου είναι μεγαλύτερες οι πιθανότητες να πεθάνει κάποιος, αντί για τα σχολεία.
»Οι βέλτιστες στρατηγικές μείωσης θανάτων είναι διαφορετικές από αυτές που στοχεύουν στο να ελαφρύνουν τις ΜΕΘ, και διαφορετικές από αυτές που στοχεύουν σε λιγότερα κρούσματα. Είναι, λοιπόν, αδύνατον να έχεις μια ιδανική στρατηγική για την αντιμετώπιση της νόσου αν δεν βάλεις σε ιεραρχία αυτούς τους τρεις στόχους».
Χρειάζεται έμφαση στους ευάλωτους
Τελικώς, η έρευνα τονίζει ότι είναι «απαραίτητη μια διαφορετική στρατηγική από ό,τι σε μια επιδημία γρίπης, εστιασμένη στην προστασία των ηλικιωμένων και των ευάλωτων ατόμων». Αυτό προφανώς δεν εφαρμόστηκε ούτε στη Βρετανία, ούτε στις περισσότερες χώρες, όπου για πολύ καιρό δόθηκε έμφαση στα κλειστά σχολεία και πανεπιστήμια.
Το πρόβλημα, κατά την έρευνα του Πανεπιστημίου του Εδιμβούργου, είναι ότι ακόμα και μετά την άρση των περιοριστικών μέτρων, ένα μεγάλο μέρος του πληθυσμού παραμένει μολυσμένο από τον ιό. Αυτό «οδηγεί σε δεύτερο κύμα μολύνσεων που μπορεί να οδηγήσει σε μεγαλύτερο αριθμό θανάτων, αλλά πιο μετά». Μάλιστα, «περαιτέρω lockdown θα οδηγούσαν σε επανάληψη κυμάτων μολύνσεων, εκτός αν υπάρξει ανοσία αγέλης μέσω εμβολιασμού».