Ανεπαρκές και ακριβό το LNG για την Ευρώπη
28/12/2022Αν και η Ευρώπη έχει επιτύχει με δυσανάλογο κόστος να ολοκληρώσει την προμήθεια υγροποιημένου φυσικού αερίου (LNG) με τους αποθηκευτικούς της χώρους πλήρεις, οι επόμενοι δώδεκα έως και 24 μήνες θα αποδειχθούν δραματικά κρίσιμοι, ως προς το εάν και κατά πόσον η Ευρωπαϊκή Ένωση έχει την δυνατότητα να αποτρέψει μία μακροπρόθεσμη ενεργειακή κρίση.
Παρά το γεγονός ότι οι Ευρωπαίοι έχουν επιτύχει βραχυπρόθεσμα να καλύψουν το πρόβλημα της ενεργειακής τους ασφάλειας, η ενεργειακή κρίση δεν έχει αποσοβηθεί, αλλά αντίθετα το μόνο που διαφαίνεται με ευκρίνεια στον ορίζοντα αφορά την αφετηρία της. Η κατάσταση μάλλον θα επιδεινωθεί κατά την επόμενη χειμερινή περίοδο, μετά το διάταγμα Πούτιν, με το οποίο απαγορεύει τις εξαγωγές ρωσικού πετρελαίου σε κράτη που υιοθέτησαν το πλαφόν στην τιμή του.
Οι ιδιώτες και οι επιχειρήσεις της γηραιάς ηπείρου έχουν ήδη υποστεί μία αύξηση του κόστους της ενέργειας κατά $1,06 τρισεκατομμύρια (€1 τρισεκατομμύριο), σύμφωνα με τους υπολογισμούς της ευρωπαϊκής δεξαμενής σκέψης Bruegel, που δημοσιεύονται από το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο. Οι αναλυτές του οργανισμού προειδοποιούν πως εάν οι κυβερνήσεις στην Ευρώπη περιορισθούν αποκλειστικά στην επιδοματική πολιτική για να υποστηρίξουν τους οικονομικά ασθενέστερους, καλύπτοντας παράλληλα τις αυξήσεις τιμών, τότε το συνολικό κόστος θα ανέλθει στο 6% του ετήσιου ΑΕΠ της ΕΕ.
Η μαζική οικονομική υποστήριξη με κυβερνητικά μέτρα πιθανότατα θα καθυστερήσει την προσαρμογή σε νέες ισορροπίες τιμών και θα δημιουργήσει ανάγκες για επαναλήψεις των μέτρων υποστήριξης, κατά την Bruegel. Αντίθετα η Ευρώπη έχει την αδήριτη ανάγκη μίας μεγάλης κοινωνικής διαπραγμάτευσης για να ενθαρρύνει τις αποταμιεύσεις και να αυξήσει την προσφορά. Η επόμενη διετία, σύμφωνα με τους αναλυτές της, πρόκειται να πιστοποιήσει εάν και κατά πόσον η Ευρώπη έχει την δυνατότητα να αντιμετωπίσει την ενεργειακή κρίση, χωρίς να προσφύγει σε υποχρεωτικά μέτρα προγραμματισμένων διακοπών της παροχής ενέργειας και χωρίς να καταστρέψει την ανταγωνιστικότητά της.
Σύμφωνα με την Διεθνή Υπηρεσία Ενέργειας (International Energy Agency-IEA), εάν οι Ρώσοι, επικαλούμενοι τους μηχανισμούς ανώτατων ορίων τιμών μηδενίσουν την παροχή φυσικού αερίου προς την Ευρώπη (όπως τελικώς έκαναν) και η ζήτηση της Κίνας κινηθεί στα επίπεδα του 2021, τότε προκύπτει ένα κενό μεταξύ προσφοράς-ζήτησης της τάξης των 27 δισεκατομμυρίων κυβικών μέτρων φυσικού αερίου για την Ευρώπη. Με βάση την συνολική κατανάλωση του 2021 που φθάνει τα 397 δισεκατομμύρια κυβικά μέτρα, το κενό αντιστοιχεί στο 6,8% της ζήτησης.
Δοκιμάζεται ενεργειακά η Ευρώπη
Το ενεργειακό δίκτυο της Ευρώπης ήδη υφίσταται μία πρώτη δοκιμασία από τα μέσα Δεκεμβρίου, με το αρκτικό κύμα κακοκαιρίας που πλήττει την βορειοδυτική πλευρά της ηπείρου, με τα αποθέματα φυσικού αερίου από το 100% του Νοεμβρίου να υποχωρούν στο 84%, σύμφωνα με την Gas Infrastructure Europe. Αν και σε σχέση με τον προηγούμενο Δεκέμβριο, παραμένουν σε υψηλότερα επίπεδα, η πραγματική δοκιμασία θα έλθει το επόμενο έτος, στην χειμερινή περίοδο 2023-2024.
Στο σημείο αυτό ο σχεδιασμός εξελίσσεται περισσότερο πολύπλοκα με πολλές παγίδες στο ζήτημα προσφοράς-ζήτησης, με βασική παράμετρο το επίπεδο των αποθεμάτων στην λήξη της χειμερινής περιόδου και το εάν και κατά πόσον η ΕΕ θα έχει την δυνατότητα να προμηθεύεται συνεχώς πρωτοφανείς όγκους υγροποιημένου φυσικού αερίου (LNG). Στο συγκεκριμένο ζήτημα η ζήτηση αναμένεται να αυξηθεί απότομα, από την στιγμή που η Κίνα ακυρώνει την πολιτική μηδενικών κρουσμάτων, οπότε η Ευρώπη θα αναγκασθεί να πλειοδοτεί στις αγορές για να εξασφαλίζει μεγάλα φορτία.
Με μειωμένη κατανάλωση φυσικού αερίου και δραματική μείωση της ροής του καυσίμου από την Ρωσία, η Ευρώπη συνεχίζει να επιχειρεί απεγνωσμένα να διακόψει την εξάρτησή της από τους ρωσικούς ενεργειακούς ομίλους. Από το 40% των αναγκών της να καλύπτονται από την Ρωσία, πριν από την κρίση της Ουκρανίας, καταλήγει στο 9% τον Σεπτέμβριο. Όμως, η οπωσδήποτε εντυπωσιακή μείωση, παρατηρείται στα μεγέθη του Ιουνίου. Με επόμενη μεγάλη δοκιμασία την χειμερινή περίοδο 2023-2024, το κενό στον ανεφοδιασμό της γηραιάς ηπείρου θα διευρυνθεί, χωρίς το φυσικό αέριο της Ρωσίας.
Η Ευρώπη αναμένεται να συνεχίσει να μειώνει τις εισαγωγές της ή ακόμα και να τις διακόψει εντελώς, εάν ο όμιλος της Gazprom, αποφασίσει να αναστείλει τις οποιεσδήποτε παραδόσεις μέσω του αγωγού της Ουκρανίας και μέσω του αντίστοιχου Turkstream της Τουρκίας. Μία εξέλιξη αυτής της μορφής θα διογκώσει τα προβλήματα ανεφοδιασμού των Ευρωπαίων, σε σύγκριση με την κατάσταση του πρώτου εξαμήνου του 2022, όταν η Μόσχα σταδιακά αρχίζει να μειώνει τις ροές του καυσίμου προς την Ευρώπη, μέσω του αγωγού Nordstream 1, για να διακοπούν εντελώς μετά τις περίεργες εκρήξεις της δολιοφθοράς του Σεπτεμβρίου.
2023: Έτος αβεβαιότητας
Σύμφωνα με τον γιγαντιαίο όμιλο εμπορίας Trafigura της Σιγκαπούρης (που ουσιαστικά αγοράζει όχι μόνον ρωσικό αργό πετρέλαιο και προϊόντα διύλισης, αλλά και δεκάδες άλλα αγαθά από την Ρωσία) η Ευρώπη θα χρειασθεί τεράστιους όγκους υγροποιημένου φυσικού αερίου (LNG). Από την άλλη πλευρά κατά τον όμιλο, αναμένεται οι τιμές του φυσικού αερίου να παραμείνουν ιδιαίτερα ευμετάβλητες κατά το επόμενο έτος.
Η Ευρώπη οφείλει να αποφύγει με κάθε τρόπο να διακοπές παροχής ενέργειας κατά την χειμερινή περίοδο, αξιοποιώντας τα αποθέματά της και μειώνοντας την ζήτηση, από την στιγμή που έχει την ανάγκη μεγάλων εισαγωγών υγροποιημένου φυσικού αερίου κατά το 2023, αλλά και να ανταγωνισθεί στις αγορές άλλα μεγάλα κέντρα ζήτησης. Ο όμιλος αναμένει να θέσει σε απόλυτη προτεραιότητα την ασφάλεια της προσφοράς για να καλύψει τις ανάγκες της, όχι μόνον κατά την επόμενη χειμερινή περίοδο, αλλά και για τις επερχόμενες.
Οι τρομακτικές αβεβαιότητες που περιβάλλουν την διαμόρφωση των καιρικών συνθηκών, σε συνδυασμό με τις δυνατότητες της Ευρώπης να ανταγωνισθεί μία δυναμική αύξηση της ζήτησης υγροποιημένου φυσικού αερίου (LNG) από την Ασία, θα καθορίσουν το πως θα κινηθεί κατά την επόμενη χειμερινή περίοδο.
Κατά τους αναλυτές Ole Hvalbye και Bjarne Schieldrop της σουηδικής τράπεζας Skandinaviska Enskilda Banken-SEB, στο άμεσο παρελθόν των προηγούμενων δύο μηνών των “αγοραστών”, τα αποθέματα ανέρχονται στο υψηλότερο επίπεδό τους, οι καιρικές συνθήκες χαρακτηρίζονται από μάλλον υψηλές θερμοκρασίες, συνωστίζονται μεγάλες γραμμές αναμονής δεξαμενοπλοίων σε λιμενικούς κόμβους και καταγράφονται χαμηλές τιμές στον δείκτη αναφοράς TTF για την ενέργεια της Ολλανδίας.
Στο άμεσο μέλλον όμως, το πρώτο τρίμηνο του 2023 κυριαρχείται από δραματικές αβεβαιότητες και τουλάχιστον ένα δωδεκάμηνο των “πωλητών”, με την ΕΕ να αποδύεται σε αγώνα δρόμου για να αναπληρώσει τα αποθέματά της σε ικανοποιητικά επίπεδα έως τον Οκτώβριο του 2023.