Buy American Act: Η διέξοδος για τον Τραμπ στο αδιέξοδο των δασμών
08/05/2025
Οι κρατικές προμήθειες της κυβέρνησης, της τοπικής-περιφερειακής διοίκησης των διαφόρων πολιτειών ή κρατιδίων, των κρατών και άλλων φορέων που υπάγονται στους κανόνες της εν λόγω αγοράς, δεν είναι ευκαταφρόνητες. Αντιπροσωπεύουν περίπου το 15% της εγχώριας παραγωγής σε ΗΠΑ και Ευρωπαϊκή Ένωση.
Οι αγορές των φορέων αυτών σε υλικά, υπηρεσίες και έργα ήταν για πολλά χρόνια άκρως προστατευμένες από τις ανταγωνιστικές εισαγωγές σε όλο τον κόσμο, στο όνομα της ενίσχυσης της εγχώριας παραγωγής. Στην ΕΕ η αγορά αυτή άνοιξε στον ενδοκοινοτικό ανταγωνισμό, με την ολοκλήρωση της “Ενιαίας Αγοράς” του 1992.
Σε διεθνές επίπεδο, η αγορά των κρατικών προμηθειών ήταν ερμητικά κλειστή στους εισαγωγείς ως το 1980. Κατά τη διάρκεια των πολυμερών διαπραγματεύσεων του “Γύρου του Τόκυο” (1973-79), οι κυβερνήσεις των βιομηχανικών κρατών έκαναν το πρώτο βήμα, με σκοπό το άνοιγμα της συγκεκριμένης αγοράς στο διεθνή ανταγωνισμό.
Συμφώνησαν τότε να ανοίξουν τις κυβερνητικές μόνο προμήθειες και μόνο στα αγαθά, στο πλαίσιο μιας δειλής προσπάθειας, αλλά με ιδιαίτερή σημασία, καθώς αγγίχθηκε μια “ιερή αγελάδα”, που ήταν ταμπού για τη παγκόσμια κοινότητα. Το μεγάλο βήμα έγινε με την ολοκλήρωση των πολυμερών διαπραγματεύσεων του “Γύρου της Ουρουγουάης”, το 1994. Τότε άνοιξαν στο διεθνή ανταγωνισμό οι κρατικές προμήθειες αγαθών, υπηρεσιών και έργων πολλών πλέον φορέων (τοπικής-περιφερειακής διοίκησης, κάποιων Πολιτειών των ΗΠΑ, κ.ά.) που έκτοτε υπακούουν σε κοινούς κανόνες στο πλαίσιο του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου (ΠΟΕ).
Η συμφωνία GPA
Το 1994 λοιπόν στο πλαίσιο του “Γύρου” αυτού υπογράφηκε στο Μαρακές του Μαρόκου η “Γενική Συμφωνία Δημοσίων Προμηθειών” (General Procurement Agreement-GPA). Η GPA είναι μια συμφωνία του ΠΟΕ, διασφαλίζοντας διαφάνεια, αμεροληψία και μη διακριτική μεταχείριση (non-discrimination) μεταξύ εγχώριων και αλλοδαπών προμηθευτών. Οι αρχές αυτές ισχύουν όμως μόνο για τα κράτη εκείνα που αποδέχθηκαν την GPA.
Ως προς τις ΗΠΑ, η αγορά των κρατικών προμηθειών ανέρχεται περίπου σε τέσσερα τρισ. δολάρια ετησίως. Παλαιότερα προστατευόταν από ένα ιδιαίτερα σκληρό μηχανισμό υπέρ της εγχώριας παραγωγής, μέσω της ονομαζόμενης “Πράξης Αγοράς Αμερικανικών Προϊόντων”, (Buy American Act-BAA). Στόχος της ήταν η προώθηση της αγοράς αμερικανικών προϊόντων από την ομοσπονδιακή κυβέρνηση και τις πολιτείες. Σύμφωνα με την “Buy American Act” (με έναρξη το 1933) οι ομοσπονδιακές και πολιτειακές υπηρεσίες ήταν υποχρεωμένες να προτιμούν προϊόντα κατασκευασμένα στις ΗΠΑ, όταν ξόδευαν δημόσια χρήματα για αγαθά, υπηρεσίες ή δημόσια έργα, πλην εξαιρέσεων.
Όταν η πολιτική αυτή λειτουργούσε σε πλήρη ανάπτυξη δυο ήταν τα συστατικά της: Πρώτον, η προτίμηση της τιμής, που μεταφράζεται από μια προτίμηση τιμής υπέρ των εγχωρίων προϊόντων των ΗΠΑ, η οποία κυμαινόταν από 5% ως 50%!. Δεύτερο συστατικό: Οι προμήθειες με σκοπό δημόσια χρήση στις ΗΠΑ, για να θεωρηθούν ως προϊόν που κατασκευάζεται εκεί, όφειλαν να ενσωματώνουν ενδιάμεσα προϊόντα προερχόμενα από βιομηχανίες των ΗΠΑ, αντιπροσωπεύοντας περισσότερο του 50% του συνολικού κόστους (της προστιθέμενης αξίας).
Οι εξαιρέσεις αφορούσαν σε προϊόντα που δεν διατίθενται σε επαρκείς ποσότητες στις ΗΠΑ και σε περιπτώσεις όπου υπάρχουν διεθνείς εμπορικές συμφωνίες (π.χ. στο πλαίσιο του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου – ΠΟΕ), οι οποίες απαιτούν την ίση μεταχείριση εγχωρίων και ξένων προμηθευτών.
Οι ΗΠΑ είναι μέλος της GPA, άρα δεσμεύονται από τους κανόνες της, αλλά με σημαντικές εξαιρέσεις και επιφυλάξεις όπως διατυπώθηκαν στο παράρτημα της Συμφωνίας. Η GPA δεν αφορούσε σε όλες τις πολιτείες, αλλά σε ένα μέρος τους (37 πολιτείες σήμερα) και ιδιαίτερα στις πλουσιότερες. Επί της προεδρίας Μπάιντεν, υπήρχε μια τάση ενίσχυσης των εξαιρέσεων με την αύξηση του ελάχιστου ποσοστού “Made in USA” περιεχομένου, για να θεωρηθεί ένα προϊόν αμερικανικό.
Η ευκαιρία με το “Buy American Act”
Ο πρόεδρος Τραμπ έχει βρεθεί σε δύσκολη θέση, καθώς διαπιστώνει ότι η πολεμική που άνοιξε επιβάλλοντας δασμούς στις εισαγωγές δεν απέδωσε κατά τα προβλεπόμενα. Οπότε εκτιμάται ότι θα βάλει νερό στο κρασί του. Αυτό θα αποτελέσει μια πρώτη πολιτική του ήττα. Ενόψει αυτής της προοπτικής κάτι πρέπει να πάρει για να αντισταθμίσει την υφέρπουσα ζημία που θα υποστεί το προφίλ του. Η “Buy American Act” του δίνει μια τέτοια ευκαιρία.
Οπότε, για να αποκομίσει πολιτικά οφέλη ενδέχεται να παραβιάσει πλήρως τους κανόνες που εισάχθηκαν μεσώ της GPA το 1994, όσο και εκείνες του 1980 και όχι απλώς να ενισχύσει το σκέλος των εξαιρέσεων της GPA. Αυτό σημαίνει ότι, αν υποθέσουμε ότι θα ακολουθήσει μια τέτοια πολιτική, θα ενεργοποιήσει πλήρως την παλαιού τύπου “Buy American Act”, υπέρ της εγχώριας παραγωγής για όλες τις πολιτείες των ΗΠΑ. Έτσι θα κόψει τις εισαγωγές προμηθειών προερχομένων από άλλα κράτη που υπέγραψαν την εν λόγω συμφωνία.
Μια τέτοια κίνηση του “χρυσώνει το χάπι” επιδιώκοντας να περισώσει την χαμένη του υπόληψη από τη γενικευμένη του επίθεση κατά του διεθνούς εμπορίου. Βέβαια, θα αποτελεί μια νέα μονομερή του ενέργεια αντίθετη στα συμφωνηθέντα, αλλά με επιπτώσεις πιο περιορισμένες, συγκριτικά με εκείνες της επιβολής των δασμών.
Θα προκαλέσει εύλογα προβλήματα σε κάποιες ξένες επιχειρήσεις που διείσδυσαν στην αμερικανική αγορά των κρατικών προμηθειών μέσω των εισαγωγών, προκαλώντας διεθνώς ζημίες, άλλης όμως μορφής. Με τον τρόπο αυτό μπορεί ο πρόεδρος Τραμπ να καλλιεργήσει ένα κλίμα “νίκης”, που με το ανάλογο πολιτικό marketing είναι ικανό να αντισταθμίσει εκείνο της συντριπτικής του ήττας, λόγω του αναμενόμενου, μετά την αναστολή των 90 ημερών, πισωγυρίσματός του στο θέμα των δασμών.