ΑΝΑΛΥΣΗ

Ελληνική οικονομία: Αβέβαιη η προοπτική μετά την πανδημία

, Δημήτρης Χρήστου

Οι θετικοί οικονομικοί δείκτες της ελληνικής οικονομίας το τελευταίο διάστημα αποδίδονται κατά τη γνώμη μου, στην εκτίναξη του ελατηρίου. Η ελληνική οικονομία είχε σταματήσει να λειτουργεί με διοικητικό τρόπο κι από τη στιγμή που αφέθηκε να επανέλθει σε “λειτουργία”, όπως και στις υπόλοιπες ευρωπαϊκές χώρες, μεγεθύνθηκε με αποτέλεσμα να διπλασιαστούν οι αρχικές προβλέψεις.

Η εκτίναξη προκύπτει από το γεγονός ότι οι άνθρωποι άρχισαν πάλι να καταναλώνουν. Οι αυξημένες καταθέσεις, όσων μπορούσαν να αποταμιεύσουν, ενθαρρύνουν επίσης την κατανάλωση, ο τουρισμός έκανε μεγαλύτερο άλμα, ενώ άρχισαν να γίνονται επενδύσεις από τις επιχειρήσεις. Κατά το μεγαλύτερο μέρος, όμως, γίνονται επενδύσεις στα αποθέματα και όχι τόσο στα πάγια κεφάλαια. Αυτοί, νομίζω, είναι οι λόγοι που θα αυξηθεί το ΑΕΠ κατά 6% ή και περισσότερο το 2021.

Η πολύ χαμηλή βάση εκκίνησης είναι σημαντικό στοιχείο. Το ότι αυτό αποτελεί βασικό λόγο της μεγέθυνσης φαίνεται και από την αισθητά χαμηλότερη πρόβλεψη για το 2022, λόγω της μεγάλης αύξησης που θα επέλθει το 2021. Σαφέστατα δεν θα πρέπει να αγνοήσουμε την επεκτατική δημοσιονομική και νομισματική πολιτική που ασκείται όπως θα αναφέρουμε και στη συνέχεια.

Το ερώτημα που προκύπτει είναι αν οι λόγοι που έφεραν τη μεγέθυνση μπορεί να συνεχισθούν. Η πρόβλεψη του προϋπολογισμού για το 2022, ως προς τους λόγους μεγέθυνσης, προσπαθεί να στηριχθεί στις επενδύσεις κατά κύριο λόγο. Ακολουθεί η ιδιωτική κατανάλωση και οι εξαγωγές, υπό μια έννοια, που όμως δεν μπορούμε να τις λάβουμε αισθητά υπόψη μας δεδομένου ότι οι εισαγωγές είναι μεγαλύτερες. Άρα όλο το βάρος δίδεται στην αύξηση του ακαθάριστου σχηματισμού παγίου κεφαλαίου κατά 23,4%.

Η αύξηση ουσιαστικά στηρίζεται στα 4,5 δισ. που υπολογίζει η κυβέρνηση να εισρεύσουν από το Ταμείο Ανάκαμψης. Η αύξηση κατά 23,4% αντιστοιχεί σχεδόν επακριβώς σε 4,5 δισ. ευρώ. Εδώ υπάρχει, όμως, η μεγάλη αβεβαιότητα. Κατά πόσο θα μπορέσουν αυτοί οι πόροι να μπουν στην οικονομία με βάση τον υπάρχοντα σχεδιασμό; Θα είναι ώριμα τα έργα; Θα τύχουν της εγκρίσεως της Ευρωπαϊκής Επιτροπής;

Οι μεγάλες αβεβαιότητες

Υπάρχουν βέβαια κι άλλες αβεβαιότητες. Μια νέα αβεβαιότητα είναι η αύξηση του πληθωρισμού, δηλαδή η μείωση της αγοραστικής δύναμης, δεδομένου ότι η κυβέρνηση δεν είναι υπέρ της αποκατάστασης της εισοδηματικής απώλειας των κατώτερων και μεσαίων εισοδηματικών στρωμάτων, π.χ. με αύξηση του κατώτατου μισθού ή των μισθών γενικά. Πιθανότατα, η μείωση της αγοραστικής δύναμης θα συμβάλλει στην επιβράδυνση της μεγέθυνσης το 2022.

Η τρίτη αβεβαιότητα έρχεται από την Ευρώπη. Τον Μάρτιο του 2022 λήγει το πρόγραμμα αγοράς ομολόγων λόγω πανδημίας όπου έχει συμπεριληφθεί και η Ελλάδα αν και δεν έχει την επενδυτική βαθμίδα. Θα πρέπει να περιμένουμε, λοιπόν, να δούμε ποια θα είναι η συνέχεια στη νομισματική πολιτική της ΕΕ. Χωρίς τη βοήθειά της δεν θα είχαμε αυτό το κόστος χρήματος κι αυτές τις αποδόσεις για τα ελληνικά ομόλογα. Υπάρχει, πάντα, και η αβεβαιότητα της πανδημίας, αλλά φαίνεται πως η κυβέρνηση έχει αποφασίσει να μην πάρει μέτρα τύπου γενικού lockdown ή παρεμφερή, αλλά οπωσδήποτε η πανδημία παραμένει παράγοντας αβεβαιότητας.

Πηγή αβεβαιότητας είναι και η αύξηση των τιμών της ενέργειας που θα επιβαρύνει τον κρατικό προϋπολογισμό, εάν επιβεβαιωθούν οι εκτιμήσεις των ειδικών ότι οι υψηλές τιμές θα διατηρηθούν τουλάχιστον έως τον Απρίλιο. Αυτό θα συνιστά σημαντικότατη επιβάρυνση και στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών αλλά και στην αύξηση του δημοσιονομικού κόστους, το οποίο υπολογίζεται, πάνω από 4,5 δισ. ευρώ. Αν σ’ αυτή την απώλεια προσθέσουμε και τον προϋπολογισμό που προβλέπει ότι το 2022 πρέπει να μειωθεί το δημοσιονομικό έλλειμμα από τα 13 δισ. ευρώ στα 2 δισ. θα χρειαστεί να γίνουν τεράστιες μειώσεις.

Έκτη πηγή αβεβαιότητας προκύπτει από το αν ανακληθούν τα μέτρα στήριξης. Κανένας δεν ξέρει σε ποια θέση θα βρεθούν οι κοινωνικές κατηγορίες που μέχρι σήμερα βρίσκονται σε προσωρινή αναστολή των υποχρεώσεών τους. Αυτές οι μεταβιβάσεις στήριξαν, σε ένα βαθμό, τη μεγέθυνση του 2021. Τώρα, προβλέψεις ότι τα επόμενα δέκα χρόνια η μεγέθυνση του ΑΕΠ θα κυμαίνεται κατά μέσο όρο στο 3,5%, βρίσκεται σε ευθεία αντίθεση με την αντίστοιχη πρόβλεψη του ΔΝΤ για μεγέθυνση που θα κυμαίνεται στο 1,3%.

Το πέπλο της πανδημίας

Θα αναφερθώ στο σημείο αυτό, σε κάτι σημαντικό που πρέπει κάποτε να αναδειχθεί. Η πανδημία ήταν πέπλο που έκρυψε πολλές καταστάσεις από την πλευρά της κυβέρνησης. Αναρωτιέμαι αν δεν υπήρχε η πανδημία, ποιος θα ήταν ο ρυθμός μεγέθυνσης της ελληνικής οικονομίας; Όλη αυτή η μεγέθυνση προήλθε εκτός της επαναλειτουργίας της οικονομίας, επί της ουσίας, από τα μέτρα στήριξης, περίπου της τάξης των 40 δισ., κάθε μορφής, από το χαμηλό κόστος του χρήματος λόγω ΕΚΤ.

Πάνω σ’ αυτή τη διαδικασία στηρίχθηκε η μεγέθυνση του 2021. Οι μεταρρυθμίσεις στις οποίες έχει προχωρήσει η κυβέρνηση Μητσοτάκη, παρότι συνάδουν με τις οδηγίες των χρηματοπιστωτικών αγορών, δεν είναι αρκετές από μόνες τους να οδηγήσουν σε σταθερή μεγεθυντική διαδικασία χωρίς την άσκηση της κατάλληλης μακροοικονομικής πολιτικής. Εξάλλου για να μπορέσουμε να αποτιμήσουμε την επίδρασή τους θα πρέπει να περάσει ένα λελογισμένο χρονικό διάστημα. Την περίοδο της πανδημίας η ελληνική οικονομία ήταν “εκτός κανονικότητας” κάτι που καθιστά σχεδόν αδύνατον τις ασφαλείς εκτιμήσεις.

Τώρα, αυτή τη στιγμή έχουμε πόρους που προέρχονται από το κράτος. Δανεικούς πόρους από το κράτος στην κοινωνία, ασκώντας επεκτατική δημοσιονομική πολιτική, να το πούμε απλά. Παράλληλα, έχουμε μια νομισματική πολιτική προσαρμοστική, και επεκτατική. Πρόκειται για παράγοντες πολύ αποτελεσματικούς να ωθήσουν σε μεγέθυνση. Οι εξαγωγές, και οι επενδύσεις πάγιου κεφαλαίου, δεν μπορούν από μόνες τους δεν μπορούν να διορθώσουν την οικονομία.

Ή να το πω διαφορετικά: η αύξηση των εξαγωγών σε συνάρτηση με την μεγαλύτερη αύξηση των εισαγωγών, δεν προσφέρουν θετικά στη μεγέθυνση του ΑΕΠ. Παράλληλα τα όποια κέρδη προέρχονται από τη βελτίωση –της κακώς νοούμενης– ανταγωνιστικότητας φορτώνονται όλα στον εργατικό μισθό με αποτέλεσμα το ποσοστό της εργασίας στο ΑΕΠ να βαίνει μειούμενο. Για παράδειγμα, δραματική είναι η κατάσταση στην Ελλάδα, όπου σχεδόν ένας στους τρεις κατοίκους βρίσκονται αντιμέτωποι με τη φτώχεια.

Στα όρια της φτώχειας

Ειδικότερα, το ποσοστό επί του συνολικού πληθυσμού που κινδυνεύει από φτώχεια ή κοινωνικό αποκλεισμό ανέρχεται στο 27,5%. Η χώρα μας είναι τρίτη από το τέλος στην ΕΕ, μετά την Ρουμανία με 35,8% και την Βουλγαρία με 33,6%. Ο ευρωπαϊκός μέσος όρος διαμορφώνεται στο 21,9%. Επομένως, αν δεν υπήρχε η πανδημία και η δυνατότητα από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή να δοθεί κρατικό χρήμα, έστω και με τη μορφή που δόθηκε, δεν νομίζω ότι θα υπήρχαν άλλοι πόροι που θα οδηγούσαν στη μεγέθυνση του 2021.

Σχετικά με τις εξελίξεις σε ελλείμματα και χρέος μπορούμε να πούμε τα ακόλουθα: Η πρόβλεψη για το πρωτογενές έλλειμμα το 2021 είναι 13 δισ. ευρώ και η κυβέρνηση το 2022 θέλει να το μειώσει κατά 11 δισ., ευρώ στα 2 δισ., περίπου! Μεγάλο ερώτημα είναι το τι θα σημαίνει αυτή η μείωση των δημοσιονομικών ελλειμμάτων και για ποιους, θα λειτουργήσει επιβαρυντικά.

Σημαίνει, καταρχάς, ότι ένα μέρος της αγοραστικής τους δύναμης θα μειωθεί, οι υποχρεώσεις τους θα αυξηθούν, υπάρχει ο κίνδυνος να έχουμε μια νέα γενιά κόκκινων δανείων και επίσης πίεση στον ρυθμό μεγέθυνσης. Από την άλλη μεριά έχουμε ένα χρέος το οποίο είναι πολύ υψηλό, παρά τη ρύθμισή του, ενώ υπάρχει –κάπου ξεχασμένο– και το ιδιωτικό χρέος. Έχουμε τη μείωση των κόκκινων δανείων αλλά το πρόβλημα έφυγε μεν από τις τράπεζες αλλά μεταφέρθηκε στην κοινωνία.

Ελληνική οικονομία: Οι περιορισμοί

Κάποια βελτίωση του ποσοστού ως προς το ΑΕΠ του χρέους μπορεί να έχουμε αλλά θα προκύπτει απ’ τον παρονομαστή, το ΑΕΠ, ενώ ο αριθμητής αυξήθηκε το 2021. Θα πρέπει να σημειώσω ότι η πρόσφατη αναθεώρηση, επί τα χείρω, της μείωσης του ΑΕΠ για το 2020, κατά 0,8% (από -8,2% σε 9,0%) θα χειροτερέψει και όλα τα μακροοικονομικά μεγέθη που εκφράζονται σε σχέση με το ΑΕΠ.

Ένας ακόμη περιορισμός, στην άσκηση της οικονομικής πολιτικής είναι ότι η Ελλάδα, επί της ουσίας, βρίσκεται πάλι, αυτή τη στιγμή στην κατάσταση πριν το μνημόνιο όσον αφορά στα διπλά ελλείμματα: δημοσιονομικό και εξωτερικό έλλειμμα. Η στενή παραγωγική βάση της ελληνικής οικονομίας, η μικρή προστιθέμενη αξία στα παραγόμενα προϊόντα, αποτελεί το βασικό λόγο αυτής της κατάστασης.

Είναι γνωστό ότι για να παράγεις ένα προϊόν πρέπει να εισάγεις, σε μεγάλο βαθμό, πρώτες ύλες και τεχνολογία κ.τ.λ. Η ιδιόμορφη κατάσταση της ελληνικής οικονομίας επιτρέπει σε πολλούς να ισχυρίζονται ότι εφόσον καλύπτεται το έλλειμμα με άδηλους πόρους δεν υπάρχει πρόβλημα. Αντιθέτως, θεωρώ ότι οι άδηλοι πόροι είναι αυτοί που ευθύνονται, έμμεσα, ότι υπάρχει ασθενής παραγωγική βάση.

Γιατί τροφοδοτούν μια κατανάλωση που δεν αντιστοιχεί στην παραγωγική βάση της οικονομίας ενώ συγχρόνως αυξάνουν τις εισαγωγές, αποτρέποντας την παραγωγική επέκταση της οικονομίας. Όλοι βρίσκουν την εύκολη λύση που όμως σε βάθος χρόνου έχει δημιουργήσει την σημαντική αποβιομηχάνιση της ελληνικής οικονομίας.

Οι απόψεις που αναφέρονται στο κείμενο είναι προσωπικές του αρθρογράφου και δεν εκφράζουν απαραίτητα τη θέση του SLpress.gr

Απαγορεύεται η αναδημοσίευση του άρθρου από άλλες ιστοσελίδες χωρίς άδεια του SLpress.gr. Επιτρέπεται η αναδημοσίευση των 2-3 πρώτων παραγράφων με την προσθήκη ενεργού link για την ανάγνωση της συνέχειας στο SLpress.gr. Οι παραβάτες θα αντιμετωπίσουν νομικά μέτρα.

Ακολουθήστε το SLpress.gr στο Google News και μείνετε ενημερωμένοι