ΑΝΑΛΥΣΗ

Το “φαινόμενο του ελατηρίου” και ο προϋπολογισμός του 2022

Πρωτογενές πλεόνασμα 6,08 δισ. ευρώ εμφάνισε το 10μηνο ο προϋπολογισμός

Στο προσχέδιο του προϋπολογισμού για το έτος 2022 προβλέπεται ότι ο ρυθμός μεταβολής του πραγματικού ΑΕΠ κατά το έτος 2021 θα διαμορφωθεί σε 6,1%. Η αναθεώρηση της εκτίμησης (η προηγούμενη εκτιμούσε σε 3,6% την πραγματική μεγέθυνση του ΑΕΠ) οφείλεται στην ενσωμάτωση στις εκτιμήσεις του υπουργείου Οικονομικών νεότερων στοιχείων και ειδικότερα των ανακοινώσεων της ΕΛΣΤΑΤ (Σεπτέμβριος 2021).

Ανακοινώσεων αναφορικά με την μεταβολή του ΑΕΠ κατά το β’ τρίμηνο του έτους, αλλά και ορισμένους πρόδρομους δείκτες οικονομικής συγκυρίας (δείκτης οικονομικού κλίματος, δείκτης υπευθύνων προμηθειών στη μεταποίηση-PMI, κύκλος εργασιών στη βιομηχανία) οι οποίοι προοιωνίζουν διατήρηση της θετικής μακροοικονομικής τάσης (πίνακας 1).

Στο σημείο αυτό χρειάζεται να υπογραμμισθεί ότι η ισχυρή μεταβολή του ΑΕΠ οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στο “αποτέλεσμα βάσης”, δηλαδή στο ότι η οικονομική δραστηριότητα ανακάμπτει μετά από την βαθιά ύφεση του 2020. Αυτό αποτελεί κοινή αντίληψη όλων των αναλυτών και τελευταία και του δημοσιονομικού συμβουλίου.

Στην ελληνική οικονομία, αλλά και στις υπόλοιπες οικονομίες των χωρών της ευρωζώνης οι οποίες συνολικά μεγεθύνονται κατά μέσο όρο με σχεδόν τον ίδιο ρυθμό, μπορούμε να ισχυριστούμε ότι λειτούργησε το “φαινόμενο του ελατηρίου” μετά τη λήξη των διοικητικών lockdown που είχαν επιβληθεί λόγω της πανδημίας COVID 19 και της συνεπαγόμενης βαθμιαίας επαναφοράς της ομαλής λειτουργίας των οικονομικών δραστηριοτήτων από το δεύτερο τρίμηνο του 2021.

Ο υψηλός ρυθμός μεγέθυνσης το Β’ τρίμηνο του 2021 – όπως και ο επίσης υψηλός αναμενόμενος ρυθμός μεγέθυνσης του Γ’ τριμήνου– πραγματοποιήθηκε εν μέσω αύξησης των κρουσμάτων, διασωληνώσεων και ειδικά θανάτων από την πανδημία COVID-19 ή σωστότερα η αύξηση συσχετίζεται θετικά με την επαναφορά της λειτουργίας των οικονομικών δραστηριοτήτων.

Οικονομία και Covid-19

Από ότι φαίνεται το μόνο όριο αυτής της εξέλιξης, στο μυαλό της κυβέρνησης, είναι η πίεση στο ΕΣΥ, που με απλά λόγια μεταφράζεται στη διαθεσιμότητα κλινών στα νοσοκομεία. Όσο υπάρχουν διαθέσιμες κλίνες δεν αλλάζει τίποτε στη λειτουργία των οικονομικών δραστηριοτήτων. Όταν η κάλυψη αγγίζει το ανώτερο όριο διαθεσιμότητας, τότε και μόνο τότε, μπορούν να παρθούν ορισμένα τοπικά μέτρα.

Δηλωτική αυτής της αντίληψης είναι η περίπτωση της Θεσσαλονίκης και περιοχών της βόρειας Ελλάδος. Άρα λοιπόν η διαλαλούμενη αβεβαιότητα που περιβάλλει τις εκτιμήσεις και προβλέψεις για τη μεγέθυνση της οικονομικής δραστηριότητας συγκεκριμενοποιείται κατά κάποιο τρόπο με τη διαθεσιμότητα των κλινών COVID-19 στα νοσοκομεία.

Για το 2022 η πρόβλεψη, στο σχέδιο του προϋπολογισμού, για τη μεγέθυνση του πραγματικού ΑΕΠ, ανέρχεται στο 4,5% και είναι συντηρητικότερη από αυτή του Μεσοπρόθεσμου 2022-2025 όπου ήταν 6,2%. Ένας κύριος λόγος που εξηγεί αυτήν τη νέα συντηρητικότερη πρόβλεψη είναι η εξασθένιση του “αποτελέσματος βάσης” το 2022 λόγω της υψηλής μεγέθυνσης το 2021. Αναφορικά με τις συνιστώσες του ΑΕΠ.

Η πρόβλεψη για την αύξηση της ιδιωτικής κατανάλωσης είναι 2,9%. Σύμφωνα με το Ελληνικό Δημοσιονομικό Συμβούλιο-ΕΔΣ (Αξιολόγηση των μακροοικονομικών προβλέψεων του Προσχεδίου του Προϋπολογισμού 2022, 1 Οκτωβρίου 2020), υπάρχει μια πηγή αβεβαιότητας «… αναφορικά με την προβλεπόμενη αύξηση της ιδιωτικής κατανάλωσης αποτελεί η μικρή αύξηση της μέσης κατά κεφαλήν αμοιβής της μισθωτής εργασίας, η οποία προβλέπεται ότι θα ανέλθει σε 1,1%, δηλαδή αρκετά χαμηλότερα από τον μεσοπρόθεσμο στόχο του πληθωρισμού (2,0%). Αυτό σημαίνει, πως η αύξηση των συνολικών αμοιβών της μισθωτής εργασίας (+3%), που αποτελεί βασική συνιστώσα της ιδιωτικής κατανάλωσης, εφόσον επιτευχθεί, θα προέλθει σχεδόν αποκλειστικά από την αύξηση του όγκου της μισθωτής απασχόλησης».

Οι επιπτώσεις του πληθωρισμού

Παράλληλα ο κίνδυνος οι τρέχουσες πληθωριστικές πιέσεις να καταστούν πιο επίμονες όχι μόνο θα εξανεμίσει την πολύ μικρή αύξηση του κατώτατου μισθού που αποφασίστηκε για το 2022, αλλά θα πλήξει οριζόντια και το πραγματικό διαθέσιμο εισόδημα και την αγοραστική δύναμη εργαζομένων και νοικοκυριών.

Το πλήγμα αυτό αναμένεται να είναι μεγαλύτερο στον βαθμό που η άνοδος του πληθωρισμού σταθεί αφορμή για τη σύσφιξη της νομισματικής και δημοσιονομικής πολιτικής, αποκόπτοντας έτσι σημαντικές πηγές ροών ρευστότητας που στηρίζουν σήμερα χρηματοπιστωτικά τον ιδιωτικό τομέα και το επίπεδο της εγχώριας δαπάνης.

Η πρόβλεψη για τη δημόσια κατανάλωση αντιθέτως είναι για μείωση -2,9%, λόγω της μείωσης των μέτρων στήριξης της οικονομίας λόγω της πανδημίας, έναντι αύξησης 4,1% το 2021.
Η πρόβλεψη για ενίσχυση του Ακαθάριστου Σχηματισμού Παγίου Κεφαλαίου το 2022 κατά 23,4% (ή κατά 4,83 δισ. ευρώ σε σταθερές τιμές) αποτελεί, σύμφωνα με το ΕΔΣ τον πλέον φιλόδοξο μακροοικονομικό στόχο του προσχεδίου.

«Το σύνολο αυτής της μεταβολής οφείλεται στη θετική επίπτωση που έχει ήδη και αναμένεται να έχει το Ταμείο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας (RRF). Σύμφωνα με το προσχέδιο, το ήμισυ (50%) της καθαρής αύξησης των επενδύσεων θα προέλθει από την ενίσχυση των δημόσιων επενδύσεων και το υπόλοιπο μισό θα προέλθει από την ενίσχυση των ιδιωτικών επενδύσεων».

»Κατά συνέπεια, η έγκαιρη και ομαλή απορρόφηση των κονδυλίων του Ταμείου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας, καθώς και η διασφάλιση ότι το εγχώριο τραπεζικό σύστημα θα διοχετεύσει γρήγορα και αποτελεσματικά τα σχετικά κεφάλαια στην ιδιωτική οικονομία αποτελεί στοιχείο καίριας σημασίας για την υλοποίηση του αισιόδοξου αυτού σεναρίου».

Εισαγωγές και εξαγωγές

Η πρόβλεψη αναφορικά με την εξέλιξη των εισαγωγών και των εξαγωγών δεν προοιωνίζουν καμία αλλαγή στο γνωστό σκηνικό της παραγωγικής δομής της ελληνικής οικονομίας. Συγκεκριμένα, σημειώνεται πως η αύξηση των εισαγωγών αγαθών (+9,7%) θα είναι μεγαλύτερη εκείνης των εξαγωγών αγαθών (+2,7%), κάτι το οποίο είναι αναμενόμενο –ειδικά σε μια οικονομία όπως η ελληνική– λόγω της ανάκαμψης των επενδύσεων (μεγάλο μέρος των πόρων του Ταμείου Ανάκαμψης θα κατευθυνθούν στις αναπτυγμένες βιομηχανικές χώρες της Κεντρικής και Βόρειας Ευρώπης) και της ιδιωτικής κατανάλωσης που συνεπάγονται αυξημένες ανάγκες σε εισαγόμενες πρώτες ύλες, μηχανήματα και καταναλωτικά αγαθά.

Η βελτίωση του ισοζυγίου υπηρεσιών, κυρίως λόγω της περαιτέρω ανάκαμψης του τουρισμού, όπως πάντα θα καλύψει μέρος του ελλείμματος του ισοζυγίου αγαθών. Συγκεκριμένα, οι τουριστικές εισπράξεις αναμένεται να ανέλθουν το 2022 σε 14,4 δισ. ευρώ, αυξημένες κατά σχεδόν 60% σε σχέση με το 2021, παραμένοντας ωστόσο, κάτω από το επίπεδο του 2019 (προβλέπεται να κυμανθούν στο 79% των εισπράξεων του 2019), πρόβλεψη η οποία κρίνεται επιτεύξιμη.

Όμως αυτή η δυνατότητα που παρέχουν οι εισροές πόρων από τον τουρισμό, θα πρέπει να αντιληφθούμε, ότι λειτουργούν οικονομικά ως παράγοντας διαιώνισης αφενός των ελλειμμάτων του ισοζυγίου αγαθών και αφετέρου της στενότητας της παραγωγικής βάσης της οικονομίας. Η αύξηση της κατανάλωσης που σηματοδοτούν όχι μόνο δεν συνάδει με την παραγωγική βάση της οικονομίας αλλά, in ultima istanza, λειτουργεί καθηλωτικά σε αυτή.

Δημόσιο και ιδιωτικό χρέος

Οι αναφερθείσες προβλέψεις αποτυπώνουν μια θετική εικόνα για τις μακροοικονομικές εξελίξεις της ελληνικής οικονομίας για τα έτη 2021-2022. Όμως δεν θα πρέπει να κρύβουν τα υπαρκτά προβλήματα που υπάρχουν τόσο σε θεμελιώδη μεγέθη της οικονομίας όπως πχ το μεγάλο ύψος του δημοσίου και ιδιωτικού χρέους, την εξάρτηση του κόστους δανεισμού από το πρόγραμμα αγοράς ομολόγων λόγω της πανδημίας από την ΕΚΤ, όσο και στην χρηματοοικονομική κατάσταση στην οποία βρίσκονται μεγάλος αριθμός νοικοκυριών και κυρίως μικρομεσαίων επιχειρήσεων.

Επίσης την άνοδο του πληθωρισμού που λαμβάνει χώρα σε μια περίοδο κατά την οποία τα νοικοκυριά βρίσκονται σε δεινή χρηματοοικονομική κατάσταση, αφού ούτε τα εισοδήματα ούτε τα ποσοστά απασχόλησης και φτώχειας έχουν ανακάμψει από την παρατεταμένη οικονομική κρίση της περασμένης δεκαετίας και την επίπτωση της πανδημικής κρίσης στην οικονομία.

Είναι ενδεικτικό ότι το 2020 το ποσοστό των πολιτών άνω των 18 ετών που διαβιούσαν σε συνθήκες σοβαρής υλικής υστέρησης διαμορφώθηκε στο 15,9%, ανακόπτοντας την τάση αποκλιμάκωσης του συγκεκριμένου δείκτη που καταγράφεται στη χώρα μας από το 2017 και ύστερα.  Η Ελλάδα μάλιστα, μαζί με την Ιρλανδία, τη Δανία, την Ισπανία και το Λουξεμβούργο αποτελούν τις μοναδικές περιπτώσεις χωρών της ΕΕ-27 στις οποίες το ποσοστό σοβαρής υλικής υστέρησης υπερβαίνει εκείνο του 2009. (ΙΝΕ –ΓΣΕΕ, Δελτίο Οικονομικών Εξελίξεων, Σεπτέμβριος 2021).

Οι απόψεις που αναφέρονται στο κείμενο είναι προσωπικές του αρθρογράφου και δεν εκφράζουν απαραίτητα τη θέση του SLpress.gr

Απαγορεύεται η αναδημοσίευση του άρθρου από άλλες ιστοσελίδες χωρίς άδεια του SLpress.gr. Επιτρέπεται η αναδημοσίευση των 2-3 πρώτων παραγράφων με την προσθήκη ενεργού link για την ανάγνωση της συνέχειας στο SLpress.gr. Οι παραβάτες θα αντιμετωπίσουν νομικά μέτρα.

Ακολουθήστε το SLpress.gr στο Google News και μείνετε ενημερωμένοι