ΘΕΜΑ

Ενεργειακή κρίση: Οι δαίμονες των διασώσεων

Ενεργειακή κρίση: Οι δαίμονες των διασώσεων, Γιώργος Ηλιόπουλος

Τα περιθώρια απαίτησης (margin calls), που ουσιαστικά βασίζονται σε μηχανισμούς κάλυψης διαφορών αποτίμησης, υποχρεώνουν ορισμένες χώρες της ΕΕ να προχωρούν στην συγκρότηση ειδικών ταμείων για να αποφευχθεί η κατάρρευση των αγορών παραγώγων στην ενέργεια. Η ρευστότητα των ενεργειακών ομίλων εξανεμίζεται από την ενεργειακή κρίση, ενώ οι πιέσεις για την κάλυψη των διαφορών αποτίμησης που προκύπτουν από τα περιθώρια απαίτησης στις αγορές παραγώγων, αυξάνονται.

Όταν ο καγκελάριος Όλαφ Σολτς ανακοινώνει την εγκατάλειψη του σχεδίου έκτακτης εισφοράς των πολιτών για το φυσικό αέριο, με παράλληλη δημιουργία ειδικού ταμείου ύψους 200 δισ. ευρώ που θα αποτελέσει ασπίδα προστασίας εταιρειών και πολιτών από τις επιπτώσεις των δυσθεώρητα υψηλών τιμών στην ενέργεια, ξέσπασαν οι πρώτες αντιδράσεις σε χώρες της ΕΕ.

Ήδη διατέθηκαν επτά δισ. σε δάνεια που πρόκειται να επιλύσουν προβλήματα ρευστότητας των ενεργειακών ομίλων, ενώ ο γιγαντιαίος ενεργειακός όμιλος Uniper SE, έχει χρηματοδοτηθεί με εννέα δισ. ευρώ και πρόκειται να λάβει ακόμα τέσσερα δισ. για να αντιμετωπίσει προβλήματα ρευστότητας. Τελικά απορροφά 26,5 δισ. και απαιτεί επιπλέον 40 δισ. για να αντιμετωπίσει την κρίση ρευστότητας, που προκαλείται από τους μηχανισμούς κάλυψης διαφορών αποτίμησης. Κατά τον καγκελάριο, η γερμανική κυβέρνηση προτίθεται να πράξει οτιδήποτε της επιτρέπουν οι δυνάμεις της για να μειώσει τις τιμές στην ενέργεια, με την δημιουργία του νέου ταμείου να σχηματίζει έναν αμυντικό θόλο κάλυψης επιχειρήσεων και πολιτών.

Την Γερμανία ακολουθεί η Αυστρία, που παρέχει πίστωση ύψους δύο δισ. για την κάλυψη θέσεων της εταιρείας παροχής ενέργειας της Βιέννης, ενώ Σουηδία και Φινλανδία ανακοινώνουν επίσης την σύσταση ταμείου εκτάκτου ανάγκης ύψους 33 δισ. ευρώ για την παροχή δανείων και εγγυήσεων πιστώσεων προς τις εταιρείες κοινής ωφέλειας. Η Φινλανδία ανακοινώνει την διάθεση 9,92 δισ. στο νέο ταμείο, ενώ η Σουηδία στα 6,5 δισ. που διέθεσε τον Ιούνιο, προσθέτει ακόμα 16,6 δισεκατομμύρια δολάρια τον Σεπτέμβριο.

Κατακερματισμός αντιδράσεων

Οι κινήσεις αυτές προκάλεσαν μεγάλες αντιδράσεις, με τον Γάλλο υπουργό Οικονομικών Bruno Le Maire και τον Ιταλό πρωθυπουργό Μάριο Ντράγκι, να προειδοποιούν πως επαπειλείται κατακερματισμός της Ευρωζώνης. Ταυτόχρονα, στην διάσκεψη των Ευρωπαίων ηγετών στην Πράγα, η πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Ούρσουλα Φον Ντερ Λάιεν, απεύθυνε επιστολή, στην οποία τονίζει πως επιβάλλεται η αποτροπή ενός σοβαρού κατακερματισμού, ενώ αντίθετα αναδύεται αδήριτη ανάγκη για μία ενιαία και κοινή ευρωπαϊκή απάντηση. Απαιτείται, όπως επισήμανε, η διατήρηση ενός ενιαίου πεδίου κινήσεων, χωρίς να παραμορφώνεται και να στρεβλώνεται η κοινή αγορά της Ευρώπης, που επιτάσσει πνεύμα ισχυρής αλληλεγγύης.

Αν και η πρόεδρος έμμεσα προειδοποίησε πως οι γενναίες επιδοτήσεις θέτουν την υπόλοιπη Ευρώπη σε σημαντικά μειονεκτική θέση, η γερμανική κυβέρνηση απέρριψε πριν από την διάσκεψη μία κοινή χρηματοοικονομική αντίδραση από την ΕΕ. Από την πλευρά του ο Φινλανδός υπουργός Οικονομικών Mika Lintila δικαιολογεί τις αποφάσεις του, δηλώνοντας πως η νέα κρίση στον ενεργειακό τομέα περιέχει όλα τα συστατικά για να δημιουργήσει ένα φαινόμενο τύπου Lehman Brothers.

Αν και οι θέσεις από πλευράς ποσόστωσης στα ορυκτά καύσιμα δεν εμφανίζονται τραγικά τεράστιες, η μη κυβερνητική οργάνωση των Βρυξελλών Finance Watch (οικονομικές έρευνες) αντιτείνει πως όχι μόνον επιδρούν αρνητικά σε θέματα κλιματικής αλλαγής, αλλά απειλούν δραματικά και την χρηματοοικονομική σταθερότητα. Με την οικονομία να κινείται σε μεταβατικό στάδιο, περιθωριοποιώντας σταδιακά τα ορυκτά καύσιμα, υπάρχει σοβαρός κίνδυνος για τους ομίλους που δραστηριοποιούνται στα ορυκτά καύσιμα να αντιμετωπίσουν δεινά προβλήματα ρευστότητας, με τις θέσεις τους στην αγορά να οδηγούνται σε κατάρρευση.

Ο γενικός γραμματέας της Finance Watch Benoît Lallemand επισημαίνει πως η επικίνδυνη εξέλιξη στην αγορά των ορυκτών καυσίμων θέτει έναν σοβαρό μακροοικονομικό κίνδυνο ανατροπών στον τομέα των μεταβολών σε θέματα κλιματικής αλλαγής. Η οποιαδήποτε επένδυση σε ορυκτά καύσιμα αυξάνει τους κινδύνους, λόγω του ότι οι κεφαλαιακές απαιτήσεις από τις τράπεζες προς τους ομίλους, επιδοτούν τεχνητά τον κλάδο ορυκτών καυσίμων, χωρίς να συνεκτιμούν το μέγεθος των κλιματικών κινδύνων. Οι τράπεζες υποστηρίζουν τις θέσεις των ομίλων στα ορυκτά καύσιμα με μικρές εγγυήσεις κεφαλαίων, από την στιγμή που οι ενεργειακοί όμιλοι ωφελούνται από τις εξαιρετικές τους αξιολογήσεις, με συνέπεια –όπως εξηγεί ο Lallemand– να μειώνεται τεχνητά το κόστος κεφαλαίου για τους ομίλους.

Μεγαλύτερες κεφαλαιακές εγγυήσεις

Η Finance Watch προτρέπει για μεγαλύτερες κεφαλαιακές εγγυήσεις προς τις θέσεις των ομίλων στα ορυκτά καύσιμα με σκοπό την υποστήριξη των τραπεζικών πιστώσεων. Υπολογίζει πως για σταθμισμένο κίνδυνο της τάξης του 150% απαιτείται για κάθε πίστωση που χορηγείται προς τους ομίλους, εγγύηση της τάξης του 12% στο σύνολο του δανείου. Προς το παρόν το θέμα των κεφαλαιακών εγγυήσεων προς τις τράπεζες παραμένει υπό διερεύνηση και κατά το 2021 η Ευρωπαϊκή Επιτροπή κατέθεσε πρόταση αλλαγών για τις κεφαλαιακές απαιτήσεις που θέτουν οι τράπεζες, ώστε η ρύθμιση του τραπεζικού κλάδου στην ΕΕ να εναρμονισθεί με το πλαίσιο της διεθνούς συμφωνίας Βασιλεία ΙΙΙ.

Πρόσφατα, με ένα προτεινόμενο νέο τραπεζικό ταμείο, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή επιχειρεί να προσδιορίσει ένα σημείο ισορροπίας μεταξύ της αύξησης της χρηματοοικονομικής ευστάθειας, προστασίας της τραπεζικής κερδοφορίας και θεμάτων βιωσιμότητας. Αν και η πρόταση δεν συνεκτιμά δεσμεύσεις σε θέματα κλιματικής αλλαγής, ορισμένα μέλη του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου πιέζουν για την ενσωμάτωσή τους στα προτεινόμενα μέτρα.

Οι σοσιαλδημοκράτες Paul Tang και Aurore Lalucq έχουν προτείνει τροποποιήσεις με βασικό στοιχείο την αύξηση του σταθμισμένου κινδύνου για τις υπάρχουσες θέσεις στο 150% και για κάθε νέα θέση στο 1.250%, δεδομένο που συνεπάγεται πως οι νέες θέσεις οφείλουν να καλύπτονται από εγγύηση κεφαλαίου πιστώσεων κατά 100%. Κατά συνέπεια οι τράπεζες θα υποχρεούνται να καλύπτουν στο σύνολό της μία νέα θέση στον τομέα της αξιοποίησης ορυκτών καυσίμων. Οι φιλελεύθεροι Pascal Canfin και Gilles Boyer και η συνάδελφός τους Ville Niinistö από τους Πράσινους παρουσιάζουν ανάλογες τροπολογίες στην αρχική πρόταση του Jonás Fernández.

Οι αντιδράσεις των τραπεζιτών

Η Ευρωπαϊκή Ένωση Τραπεζών (European Banking Federation-EBF) αντιδρά σφοδρά στην πρόταση και ειδικά στις τροπολογίες, καταγγέλλοντας πως πρόκειται για αντιπαραγωγικά μέτρα που θα μετατρέψουν τις τράπεζες σε άκαμπτους οργανισμούς, χωρίς να αυξάνουν την βιωσιμότητα και την δυναμική τους. Οι τραπεζίτες αντιτείνουν πως η μετάβαση στην πράσινη ενέργεια, με την περιθωριοποίηση των ορυκτών καυσίμων, απαιτεί πρόσθετο δανεισμό, δυνατότητα που θα εξανεμισθεί με την δυσανάλογη αύξηση των εγγυήσεων και θα αυξήσει δραματικά το κόστος μετάβασης.

Ο Lallemand πάντως εξηγεί πως τα κίνητρα των τραπεζιτών σχετίζονται όχι με το κόστος μετάβασης, αλλά με την απόδοση κεφαλαίων. Οι νέες εγγυήσεις θα απαιτήσουν δεσμεύσεις κεφαλαίων, που ναι μεν θα αυξήσουν την ασφάλεια των τραπεζών, αλλά θα μειώσουν την κερδοφορία τους. Επιπλέον, όπως υποστηρίζει, οι τραπεζίτες δεν ανησυχούν ιδιαίτερα για την χρηματοοικονομική ευστάθεια, από την στιγμή που γνωρίζουν πως σε περίπτωση που δεν έχουν την δυνατότητα να αντιμετωπίσουν κινδύνους, το δημόσιο θα σπεύσει να τους διασώσει.

Η Finance Watch υπολογίζει πως το επιπλέον 12% για την υποστήριξη θέσεων στα ορυκτά καύσιμα συνεπάγεται πως οι 22 μεγαλύτερες τράπεζες της Ευρώπης οφείλουν να σχηματίσουν νέα κεφάλαια ύψους 34 δισ. δολαρίων, μέγεθος που αντιστοιχεί στο 40% των κερδών της χρήσης του 2021. Αντίθετα στις ΗΠΑ οι τράπεζες θα απαιτηθεί να προσθέσουν μόνον το 14% των κερδών του 2021 για την κάλυψη ανάλογων θέσεων, παρότι έχουν μεγαλύτερη έκθεση. Αυτό στοιχειοθετεί πως οι αμερικανικές τράπεζες παραμένουν δραστικά περισσότερο κερδοφόρες σε σχέση με τις ευρωπαϊκές.

Στο περιβάλλον αυτό η Κεντρική Τράπεζα Ελβετίας προχωρεί σε σύναψη συμβολαίων ανταλλαγής χρέους σε συνάλλαγμα (currency swaps) με την Ομοσπονδιακή Κεντρική Τράπεζα των ΗΠΑ (FED), στις δύο πρώτες εβδομάδες του Οκτωβρίου, ύψους 3,1 και 6,2 δισ. δολαρίων. Αν και χωρίς δεν διασαφηνίζεται ακόμα ποιες τράπεζες πρόκειται να καλύψει, πολλοί στις αγορές υποπτεύονται προβλήματα στην Credit Suisse.

Οι απόψεις που αναφέρονται στο κείμενο είναι προσωπικές του αρθρογράφου και δεν εκφράζουν απαραίτητα τη θέση του SLpress.gr

Απαγορεύεται η αναδημοσίευση του άρθρου από άλλες ιστοσελίδες χωρίς άδεια του SLpress.gr. Επιτρέπεται η αναδημοσίευση των 2-3 πρώτων παραγράφων με την προσθήκη ενεργού link για την ανάγνωση της συνέχειας στο SLpress.gr. Οι παραβάτες θα αντιμετωπίσουν νομικά μέτρα.

Ακολουθήστε το SLpress.gr στο Google News και μείνετε ενημερωμένοι