Γιατί η αναταραχή στις χρηματαγορές ροκανίζει συντάξεις-αποταμιεύσεις
20/04/2023Οι αναταράξεις στις διεθνείς χρηματαγορές που συντελούνται κατά το τελευταίο χρονικό διάστημα επιφέρουν την διακοπή της λειτουργίας τραπεζικών οντοτήτων στην Ευρώπη και τις ΗΠΑ, σε βαθμό που να δημιουργούνται σοβαροί κίνδυνοι αλλά και συνθήκες ανασφάλειας στους επενδυτές. Παράλληλα, το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο (ΔΝΤ) προειδοποιεί πρόσφατα (10/4/2023) για την υψηλή αβεβαιότητα και τους κινδύνους, δεδομένου ότι οι πιέσεις στον τραπεζικο-χρηματοπιστωτικό και μη χρηματοπιστωτικό τομέα (hedge funds,ασφαλιστικές εταιρείες, κεφαλαιοποιητικά συνταξιοδοτικά ταμεία και άλλες οντότητες εκτός του τραπεζικού τομέα) αυξάνονται σημαντικά τόσο από την αυστηριοποίηση, λόγω πληθωρισμού, της νομισματικής πολιτικής, όσο και από τη συνέχιση των πολεμικών συγκρούσεων της Ρωσίας στην Ουκρανία.
Επιπλέον, σε πρόσφατη μελέτη (ΔΝΤ,2023) εκτιμάται ότι ο μη τραπεζικο-χρηματοοικονομικός τομέας αντιπροσωπεύει πλέον του 50% του ενεργητικού ολόκληρου του παγκόσμιου χρηματοπιστωτικού συστήματος. Παράλληλα υπογραμμίζει ότι σε περιόδους υψηλού πληθωρισμού και αναταραχών στις αγορές επιβάλλεται «η αυστηρή επιτήρηση, τα κατάλληλα εργαλεία και η αυστηρή εποπτεία» στον μη τραπεζικο-χρηματοπιστωτικό τομέα, προκειμένου να αποφευχθούν οι σημαντικές απώλειες στις αποταμιεύσεις των εργαζομένων.
Στις αβέβαιες αυτές συνθήκες των αναταράξεων των αγορών που προκαλούνται και θα προκληθούν στο μέλλον κατά την διάρκεια μίας 35ετούς ασφαλιστικής περιόδου, προκαλεί εντύπωση το γεγονός ότι προβάλλεται με βεβαιότητα στους νέους εργαζόμενους και στις νέες γενιές στην χώρα μας ότι, για παράδειγμα, με την ένταξή τους στο Ταμείο Κεφαλαιοποιητικής Επικουρικής Ασφάλισης (ΤΕΚΑ), θα λάβουν μεγαλύτερες συντάξεις κατά 43%-68%. Αντίθετα, σε ένα τέτοιο διεθνές και ευρωπαϊκό περιβάλλον αβεβαιότητας και αναταραχών των αγορών επιβάλλεται η αντικειμενική, η πλήρης και η διαρκής ενημέρωση των νέων ότι μία τέτοια προσδοκία προϋποθέτει την ετοιμότητα ανάληψης υψηλού επενδυτικού κινδύνου στις κεφαλαιαγορές και χρηματαγορές.
Ο κίνδυνος αυτός θα έχει ως συνεπακόλουθο την ανάληψη του ατομικού κινδύνου απώλειας των αποταμιεύσεων τους ακόμη κι αν ο νόμος 4826/2021 αναφέρει ότι το κράτος εγγυάται τουλάχιστον τις εισφορές και τον πληθωρισμό. Κι΄ αυτό γιατί η εγγύηση αυτή μπορεί να προβλέπεται από τον σχετικό νόμο αλλά κανένας δεν μπορεί να εγγυηθεί στη νέα γενιά ότι σε μια νέα κρίση των αγορών στο μέλλον και μία πιθανή μεγάλη απώλεια των κεφαλαίων το κράτος θα χρηματοδοτήσει την απώλεια των συγκεκριμένων κεφαλαίων.
Τι συνέβη στην πρόσφατη κρίση
Έτσι συνέβη με το μεγαλύτερο Σουηδικό Κεφαλαιοποιητικό Συνταξιοδοτικό Ταμείο το οποίο στην πρόσφατη κρίση με την κατάρρευση των Silicon Valey Bank και Singature Bank και της Credit Swisse απώλεσε αποταμιεύσεις των ασφαλισμένων ύψους 2 δις ευρώ γεγονός που οδήγησε στην απόλυση του CEO της Alecta με την αιτιολογία ότι είχε “ποντάρει” στις μικρές τράπεζες κυνηγώντας υψηλές επενδυτικές αποδόσεις.
Το ίδιο και στην Ελλάδα κανένας δεν μπορεί να εγγυηθεί ότι ο κρατικός προϋπολογισμός θα μπορεί να χρηματοδοτήσει της απώλειες των αγορών, όταν θα έχει να χρηματοδοτήσει, ειδικά μετά το 2032, τις αυξημένες δόσεις των μνημονιακών δανείων στις οποίες θα πρέπει να προστεθεί και η χρηματοδότηση του κόστους μετάβασης της κεφαλαιοποίησης της επικουρικής ασφάλισης η οποία μετά το 2035 θα υπερβαίνει ετησίως το 1 δις ευρώ και μετά το 2050 θα υπερβαίνει τα 2 δις ευρώ. Στις συνθήκες αυτές πολλοί οικονομολόγοι παγκοσμίως κρούουν τον κώδωνα του κινδύνου επισημαίνοντας ότι η εποχή της κερδοσκοπίας, με το χαμηλό κόστος χρηματοδότησης που οδήγησε στην αύξηση των τιμών των περιουσιακών στοιχείων έχει τελειώσει.
Μια στρατηγική δανεισμού χρημάτων για την αγορά περιουσιακών στοιχείων ήταν ο καλύτερος τρόπος μιας εύπλαστης ευημερίας που στηρίζονταν στις αγορές και στην χρηματιστικοποίηση της οικονομίας και όχι στην ανάπτυξη της πραγματικής οικονομίας, της παραγωγικότητας και της καινοτομίας. Μια εποχή που ταλαιπωρήθηκε από καταστροφές, όπως η κατάρρευση της φούσκας των dotcom στις αρχές της δεκαετίας του 2000 και η οικονομική κρίση του 2007-2008.
Η κερδοσκοπία επέστρεψε
Αλλά η κερδοσκοπία επέστρεψε στη δεκαετία του 2010. Στη σημερινή εποχή οι υψηλότερες αποδόσεις των ομολόγων θα προκαλέσουν κρίσεις σε πολλές χώρες σε διεθνές επίπεδο. Το φθινόπωρο τα βρετανικά συνταξιοδοτικά ταμεία παρασύρθηκαν από τη χρήση επενδύσεων με γνώμονα την υποχρέωση, μια προσέγγιση που επιφανειακά φαινόταν αποτρεπτική για τον κίνδυνο, αλλά στην πράξη αποδείχθηκε ότι περιλάμβανε στοιχήματα μόχλευσης στην αγορά ομολόγων.
Αυτό θα οδηγήσει στο τέλος της εποχής της κερδοσκοπίας στις αγορές και αν συμβεί αυτό, τότε ο αριθμός των τραπεζιτών και των διαχειριστών κεφαλαίων που λαμβάνουν μπόνους πολλών εκατομμυρίων δολαρίων θα μειωθεί. Επίσης, αυτό θα οδηγήσει στην δυσκολία επίτευξης υψηλών αποδόσεων στο μέλλον, και το ερώτημα είναι πως μπορεί να υποστηρίζεται ότι οι νέες γενιές στο ΤΕΚΑ θα λάβουν 43%-68% υψηλότερες συντάξεις από το υπάρχον διανεμητικό σύστημα επικουρικής ασφάλισης, αφού για να συμβεί αυτό απαιτείται σημαντικά υψηλές πραγματικές καθαρές αποδόσεις επενδύσεων (δηλαδή μετά τον πληθωρισμό, με έξοδα διαχείρισης τουλάχιστον 1% και επιπλέον έξοδα επενδύσεων).
Άρα οι νέες γενιές θα πρέπει να αναλαμβάνουν όλο και υψηλότερο επενδυτικό κίνδυνο με κίνδυνο να απώλειας των αποταμιεύσεων τους. Αλλά ακόμα κι εάν εγγυηθεί ο κρατικός προϋπολογισμός ένα μέρος πιθανών απωλειών λόγω οικονομικών κρίσεων, ουσιαστικά οι ίδιες οι νέες γενιές θα πληρώσουν τις απώλειες των αγορών αφού ο κρατικός προϋπολογισμός χρηματοδοτείται από φόρους που οι ίδιοι οι νέοι θα καταβάλλουν.
Επιπλέον, η γήρανση του πληθυσμού έχει αποδειχθεί από πλήθος ερευνών ότι οδηγεί στην δυσκολία επίτευξης υψηλών μακροπρόθεσμων επενδυτικών αποδόσεων για τους διαχειριστές επενδύσεων δεδομένου ότι ο μεγαλύτερος ηλικιακά πληθυσμός που είναι κοντά στην συνταξιοδότηση έχει μεγαλύτερη αποστροφή στην ανάληψη υψηλών κινδύνων. Είναι πιο συντηρητικοί στις επενδυτικές τους επιλογές, άρα όσο θα γηράσκει το εργατικό δυναμικό τόσο πιο δύσκολο είναι να επιτευχθούν υψηλές αποδόσεις.
Σε αντίθεση με τη μετάδοση της εμπειρίας και της γνώσης των γηραιότερων οι οποίες μπορούν να ενισχύσουν την παραγωγικότητα και επομένως τα αναδιανεμητικά συστήματα να αποδίδουν καλύτερα. Επομένως το ερώτημα που τίθεται είναι: οι νέες γενιές προτιμούν να χρηματοδοτούν τις συντάξεις των γονιών τους ή να χρηματοδοτούν, σε συνθήκες ανάληψης του ατομικού κινδύνου απώλειας των αποταμιεύσεων τους, τα στοιχήματα και τα μεγάλα μπόνους των διαχειριστών και των στελεχών των μεγάλων επενδυτικών funds.