Γιατί η Τουρκία είναι οικονομικά παγιδευμένη
15/05/2023Με την προεδρία της Τουρκίας να κρίνεται στον δεύτερο γύρο, αλλά με τον συνασπισμό Ερντογάν-Μπαχτσελί να κερδίζει την πλειοψηφία στην Εθνοσυνέλευση, το οικονομικό μέλλον της γείτονος είναι σκοτεινό. Χωρίς να την ταυτίζω με την Αργεντινή (έχουν σημαντικότατες διαφορές) τις συγκρίνω. Στην Αργεντινή, μετά την αθέτηση πληρωμών, το περονικό κόμμα άσκησε οικονομική πολιτική σε πολλά σημεία ασύμβατη με τα κελεύσματα του κυρίαρχου οικονομικού υποδείγματος. Τα προβλήματα που παρουσιάστηκαν οδήγησαν στην κυβέρνηση του νεοφιλελεύθερου Mauricio Macri, η οποία το μόνο που κατάφερε ήταν να χειροτερεύσει στο έπακρο την οικονομία της χώρας, υποδουλώνοντάς την για ακόμη μια φορά στο ΔΝΤ.
Η οικονομική διαχείριση του Ερντογάν χωρίζεται σε δύο περιόδους: Στην πρώτη (2003-2015) κυριάρχησε το δόγμα «ασκώ πολιτική μέσω της οικονομίας». Ουσιαστικά πρόκειται για πολιτική προσαρμογής στην παγκοσμιοποιημένη οικονομία. Η δεύτερη περίοδος –μετά την απόπειρα πραξικοπήματος (2016)– χαρακτηρίζεται από την προσπάθεια αλλαγής πολιτικής με άξονα τη μείωση των εξαρτήσεων της οικονομίας, με την χρήση κυρίως μέσων που εδράζονται σε γεωπολιτικούς παράγοντες.
Την πρώτη περίοδο, η οικονομική πολιτική δημιουργούσε συνεχώς σχετικά υψηλό, εξωτερικό βραχυχρόνιο χρέος το οποίο όμως το αναχρηματοδοτούσε εύκολα, διαμέσου της αυτόνομης εισροής πόρων. Ήταν η περίοδος ευφορίας. Στη δεύτερη περίοδο υπάρχει δυσκολία αναχρηματοδότησης, με αποτέλεσμα ο Ερντογάν να επιδιώξει εντελώς διαφορετική προσέγγιση.
Η νέα οικονομική πολιτική
Πρώτον: Αντιμέτωπη με αυτά τα προβλήματα η κυβέρνηση Ερντογάν συνέχισε την πολιτική που ακολουθούσε όταν οι συνθήκες το επέτρεπαν. Έτσι οδηγήθηκε στις δύσκολες καταστάσεις που αντιμετωπίζει σήμερα. Ο Ερντογάν πιστεύει ότι ο μόνος τρόπος να γίνει υπέρβαση των δυσκολιών είναι η συνεχής μεγέθυνση του ΑΕΠ, έστω κι αν αυτό επιφέρει πρόσκαιρες δυσκολίες στην συναλλαγματική ισοτιμία της λίρας κι όχι μόνο. Η μεγέθυνση του εγχώριου (πραγματικού) τομέα ήταν πάντοτε πρώτο μέλημα και ο παράγοντας που εξασφάλιζε σε βάθος χρόνου την επίλυση των προβλημάτων που γεννιούνται στο νομισματικό τομέα της οικονομίας.
Η μεγέθυνση του ΑΕΠ θεωρητικά αποτελεί κριτήριο για την εισροή κεφαλαίων, δεδομένου ότι οικονομία με αυξανόμενο εισόδημα είναι κίνητρο για άμεσες και άλλου είδους ξένες επενδύσεις. Ο Ερντογάν θεωρεί δηλαδή ότι με τη μεγέθυνση του ΑΕΠ θα καλύψει τα προβλήματα (συσσώρευση εξωτερικού χρέους, υποτίμηση του νομίσματος, αδυναμία ή δυσκολία αναχρηματοδότησης του χρέους). Η επιλογή του θέτει την τουρκική οικονομία στην κόψη του ξυραφιού.
Δεύτερον: Ο Ερντογάν δεν αντιμετωπίζει, ως οργανικό ζήτημα της ασκούμενης οικονομικής πολιτικής το πρόβλημα του βραχυχρόνιου εξωτερικού χρέους. Η λύση με εναλλακτικούς τρόπους δανεισμού (δάνεια από φιλικές χώρες ή μέσω ανταλλαγής νομισμάτων), είναι πρόσκαιρη. Μόνιμη λύση θα ήταν ή η σταδιακή αποπληρωμή του απαιτεί πόρους πλεονάζοντες από το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών (πολύ δύσκολο αν όχι αδύνατο) ή εισροή από το εξωτερικό (επίσης δύσκολο στην παρούσα συγκυρία).
Παράλληλα η υποτίμηση του τουρκικού νομίσματος θεωρείται μη αναστρέψιμη, γεγονός που θέτει την τουρκική οικονομία σε νέο πλαίσιο λειτουργίας, στο οποίο σημείο αναφοράς είναι η τάση συνεχούς διολίσθησης. Υπενθυμίζω ότι η ισοτιμία της δραχμής σε σχέση με το δολάριο, σε τριάντα χρόνια (1970-2000), από 30/1, έφθασε στο 400/1. Πιθανότατα η διολίσθηση θα επιταχύνεται όσο η εγχώρια προσφορά χρήματος αυξάνεται εις βάρος της ξένης προσφοράς.
Το συνεχές πρόβλημα που θα αντιμετωπίζει αυτή η οικονομική πολιτική είναι ότι σε καθεστώς κυμαινόμενων ισοτιμιών και με ελεύθερη κίνηση κεφαλαίων σε παγκοσμιοποιημένο περιβάλλον, βραχυχρόνια, η συναλλαγματική ισοτιμία προσδιορίζεται από τις μεταβολές ζήτησης και προσφοράς στις χρηματιστηριακές αγορές (τρέχοντα επιτόκια, προσδοκίες για μελλοντικές αποδόσεις), παρά σε συνάρτηση με μεταβλητές που επηρεάζονται ευθέως από ανισορροπίες προσφοράς και ζήτησης στις αγορές αγαθών και υπηρεσιών.
Τρίτον: Η διολίσθηση προκαλεί επιδράσεις ανατροφοδότησης σε εγχώριες μεταβλητές. Θέτει σε κίνηση πληθωριστική διαδικασία. Οι πληθωριστικές πιέσεις τείνουν να μειώσουν ή να ακυρώσουν την ανταγωνιστικότητα των προϊόντων που προκλήθηκε από την υποτίμηση με σκοπό την εξισορρόπηση του ισοζυγίου πληρωμών. Το ζήτημα είναι ότι οι εγχώριες τιμές αντιδρούν στην αλλαγής της ισοτιμίας, δημιουργώντας ανατροφοδοτήσεις που επιδρούν δυσμενώς στην πραγματική οικονομία, η οποία δεν δύναται να κινηθεί αυτόνομα από τις αντίστοιχες νομισματικές εξελίξεις. Αργά η γρήγορα οι επιδράσεις αυτές θα συσσωρευθούν σε βαθμό που πάλι θα προκύψει κρίση, λόγω της υφιστάμενης ανισορροπίας και τότε πρέπει να υπάρξει προσαρμογή.
Τέταρτον: Η από το 2019 νομισματική πολιτική αύξησε τη δολαριοποίηση της τουρκικής οικονομίας, λόγω της συνεχούς μείωσης της τουρκικής λίρας, του αυξανόμενου πληθωρισμού και της έλλειψης εμπιστοσύνης στις νομισματικές αρχές. Οι καταθέσεις σε συνάλλαγμα στο τουρκικό τραπεζικό σύστημα υπερέβαιναν το 55% σε μια προσπάθεια να διατηρηθεί η αγοραστική δύναμη των καταθετών.
Το στοίχημα του Ερντογάν
Πέμπτον: Η υψηλή δολαριοποίηση αυξάνει την ευαισθησία της οικονομίας σε εσωτερικά και εξωτερικά σοκ και καθορίζει το σχηματισμό των τιμών από τις εξελίξεις της συναλλαγματικής ισοτιμίας, η οποία δεν αντανακλά τα θεμελιώδη μεγέθη της οικονομίας. Αυτό καθιστά αναγκαία τη σύσφιξη της νομισματικής πολιτικής ως απάντηση στα σοκ, σύμφωνα με τη νομισματική θεωρία, ώστε να ελαφρυνθούν οι πιέσεις από τη διολίσθηση. Όπως είναι γνωστό, οι θετικές επιδράσεις είναι βραχυχρόνιες.
Σε οικονομία με υψηλό έλλειμμα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών, η σύσφιξη της νομισματικής πολιτικής ως απάντηση στις διακυμάνσεις της συναλλαγματικής ισοτιμίας μειώνει το έλλειμμα μόνο βραχυχρόνια διαμέσου της μείωσης της εγχώριας ζήτησης κάτι που καθιστά και τις θετικές επιδράσεις στη μείωση του πληθωρισμού βραχυχρόνιες. Πάντως, καθώς η οικονομία φθάνει στη δυνητική μεγέθυνση, ο πληθωρισμός και το έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών βρίσκονται σε μη υποστηρίξιμα επίπεδα, ενώ η αύξηση της ισοτιμίας ασκεί επιπρόσθετη πίεση στον πληθωρισμό και δημιουργεί την ανάγκη πρόωρης και μη αποτελεσματικής σύσφιξης της νομισματικής πολιτικής.
Έτσι, η υψηλή δολαριοποίηση βαραίνει τόσο στο μέγεθος των σοκ που προέρχεται από τη συναλλαγματική ισοτιμία όσο και τις επιδράσεις της στον πληθωρισμό. Η δε δομική ευαισθησία του πιστωτικού κύκλου, οδηγούμενου από τη ροή των κεφαλαίων, προκαλεί με τη σειρά της επιπρόσθετη πίεση στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών και στην ισοτιμία. Η διαδικασία αυτή μετατρέπεται σε φαύλο κύκλο.
Πέρα των επιδράσεων της διολίσθησης στον πληθωρισμό, η συμπεριφορά τιμολόγησης και οι πληθωριστικές προσδοκίες προκαλούν υψηλή ευαισθησία στη ισοτιμία που οφείλεται σε ισοζύγια με υψηλή στάθμιση σε ξένο νόμισμα. Από την άλλη πλευρά, το αποτέλεσμα πλούτου που απορρέει από την αύξηση της ισοτιμίας, που οφείλεται στο υψηλό μερίδιο του ξένου συναλλάγματος στην αποταμίευση, τροφοδοτεί την εγχώρια ζήτηση και προκαλεί περαιτέρω αύξηση του πληθωρισμού, μειώνοντας τα προσδοκίες για βελτίωση του ελλείμματος του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών λόγω της υποτίμησης. Έτσι, η υψηλή δολαριοποίηση φουσκώνει τον πληθωρισμό πάνω από το επίπεδο που καθορίζουν τα κόστη. Εμποδίζεται συνεπώς η διατηρήσιμη σταθερότητα των τιμών λόγω του άκαμπτου ελλείμματος του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών.
Για τους παραπάνω λόγους, απαιτείται η εξάλειψη της δολαριοποίησης, με άλλα λόγια, η μερική εξάρτηση της οικονομίας και οι κύριες συναλλαγές του χρηματοπιστωτικού συστήματος από το ξένο νόμισμα. Και μάλιστα όχι συγκυριακά διαμέσου της κίνησης των σχετικών τιμών, αλλά με τρόπο δομικό και διαρκή. Αυτό αποτελεί το βασικό στόχο της στρατηγικής της liraization της τουρκικής Κεντρικής Τράπεζας. Η δολαριοποίηση βοηθήθηκε από το ότι επιτρεπόταν χρηματοπιστωτικά συμβόλαια σε ξένο νόμισμα, ο μηχανισμός επιλογής δεσμευτικών υποχρεώσεων στο τραπεζικό σύστημα, κτλ.
Μέσα σ’ αυτό το πλαίσιο, οι καταθέσεις σε ξένο νόμισμα στο τουρκικό τραπεζικό σύστημα από 30% το 2010 ξεπέρασαν το 55% σήμερα. Οι επιχειρήσεις χρησιμοποιούσαν ευρέως στις συναλλαγές τους ξένα νομίσματα, ακόμη και εκείνες που δεν είχαν έσοδα σε ξένο νόμισμα, διότι μπορούσαν να δανειστούν σε ξένο νόμισμα. Στα στοιχεία του ενεργητικού και του παθητικού των τραπεζών αυξάνονταν συνεχώς εκείνα που ήταν σε ξένο νόμισμα. Οι υποχρεωτικές δεσμεύσεις σε ξένο νόμισμα μειώνονταν, ενώ οι αντίστοιχες σε τουρκικές λίρες αυξάνονταν, επιταχύνοντας την δολαριοποίηση της οικονομίας.
Παράγοντας σκληρής ισχύος
Έκτον: Η Κεντρική Τράπεζα είναι ο ύστατος δανειστής της ποσότητας απαιτούμενων δολαρίων από διάφορες χώρες: Swaps και forwards ανήλθαν σε 69 δισ δολάρια το Νοέμβριο 2022. Το δανειστικό όργιο έχει πλέον αλλάξει μορφή, καθώς είναι οι πολιτικές συμμαχίες της Τουρκίας που εξασφαλίζουν συμφωνίες currency-swap με Κατάρ, ΗΑΕ, Κίνα, Νότια Κορέα και Σαουδική Αραβία. Οι δυτικοί οικονομικοί αναλυτές, που αυτονομούν την οικονομία από την πολιτική, δεν μπορούν να αντιληφθούν ότι μια τέτοια πολιτική, μπορεί να είναι διατηρήσιμη, επειδή δεν βασίζεται στους κανόνες της αγοράς, όπως την αντιλαμβάνονται αυτοί. Όλα εξαρτώνται από το γεωπολιτικό κεφάλαιο της Τουρκίας, το οποίο δεν μπορεί εύκολα να εξαλειφθεί.
Το στοίχημα του Ερντογάν είναι η δυνατότητα βελτίωσης των προβλημάτων στο εξωτερικό ισοζύγιο όσο υπάρχει αυτό το γεωπολιτικό κεφάλαιο. Πόσο επομένως χρόνο διαθέτει ο Ερντογάν; Απαντώ: Πολύ. Αυτό επιβεβαιώνεται, εκτός από τις εμφανείς χρηματοπιστωτικές πράξεις ενίσχυσης της Τουρκίας από φιλικές της χώρες, και από τα στοιχεία του Ισοζυγίου Πληρωμών. Σ’ αυτά, στο κονδύλι Net errors and omissions, το 2021 και κυρίως το 2022, εμφανίζονται ποσά πάρα πολύ υψηλά χωρίς εξήγηση από που προέρχονται. Στην περίοδο Ιανουαρίου-Νοεμβρίου 2022 εμφανίζεται ποσό ύψους 22,314 δισ δολαρίων έναντι ποσού 11,993 δισ το αντίστοιχο διάστημα του 2021.
Έβδομον: Η Τουρκία με επιμέλεια μετέτρεψε την οικονομική της μεγέθυνση σε υλικούς παράγοντες σκληρής ισχύος. Το δείχνουν δύο στοιχεία: Πρώτον, η ανάπτυξη της τουρκικής αμυντικής βιομηχανίας τα τελευταία 20 χρόνια, η οποία έχει αποδώσει καρπούς. Ενδυναμώνει την ισχύ των ενόπλων δυνάμεών και παράλληλα προκαλεί πολλαπλασιαστικά αποτελέσματα στην οικονομία της. Δεύτερον, η συνεχής αύξηση των αμυντικών δαπανών, ιδιαίτερα την περίοδο μετά την απόπειρα πραξικοπήματος (από 13 δισ το 2010 σε 22 το 2021) αύξησε τις παραγγελίες, ενεργοποιώντας την τουρκική οικονομία.
Όγδοον: Η αλλαγή της οικονομικής πολιτικής του Ερντογάν, σε τελευταία ανάλυση, καθοδηγήθηκε από ένα στρατηγικό και ένα τακτικό στόχο: να αυξήσει τους βαθμούς ελευθερίας της τουρκικής οικονομίας στον παγκόσμιο καταμερισμό εργασίας και να κερδίσει τις εκλογές. Ο τακτικός στόχος αποτελεί προϋπόθεση για την επίτευξη του στρατηγικού. Επομένως, διαβλέπω ενοποίηση των δύο ως προς την άσκηση της οικονομικής πολιτικής.
Σε αυτό το σχεδιασμό εντάσσεται η πολιτική των χαμηλών επιτοκίων σε μια προσπάθεια να αποφύγει οποιαδήποτε νομισματική προσαρμογή (αύξηση των επιτοκίων), η οποία θα προκαλούσε αναπόφευκτα συρρίκνωση της παραγωγικής δραστηριότητας, αύξηση της ανεργίας και μείωση των μισθών. Αυτό προφανώς δεν το επιθυμούσε ο Ερντογάν. Η επιμονή του στο χαμηλό κόστος δανεισμού των εγχώριων επιχειρήσεων και νοικοκυριών στόχευε στην παραγωγή νέων θέσεων εργασίας.
Η πολιτική χαμηλών επιτοκιών
Ένατον: Ο Ερντογάν στοιχημάτιζε ότι μέσω της επεκτατικής πιστωτικής πολιτικής, των χαμηλών επιτοκίων και του ασθενούς νομίσματος θα έδινε ώθηση στη μεταποίηση και στις εξαγωγές και θα οδηγούσε σε αύξηση των προσλήψεων, μειώνοντας έτσι τον έλεγχο που ασκεί η αγορά στην τουρκική οικονομία. Επιδιώκει πάση θυσία να τονώσει την αγορά επενδύσεων και αγαθών μέσω χαμηλών επιτοκίων – σε επίπεδο χαμηλότερο του πληθωρισμού. Αυτή η πολιτική προκαλεί συνεχή διολίσθηση της λίρας, η οποία μέσω feed back επιδράσεων ανατροφοδοτεί –μέσω του εισαγόμενου πληθωρισμού– τον γενικό πληθωρισμό, με αποτέλεσμα ένα φαύλο κύκλο.
Δέκατον: Εκείνο που διαφοροποιεί τη σημερινή περίοδο σε σχέση με την περίοδο Αλμπαϊράκ, είναι η απόφαση Ερντογάν να μην ασχοληθεί με την ισοτιμία του νομίσματος, στο πλαίσιο της μονόπλευρης αντίληψής του για την οικονομία. Το επιχείρημά του είναι ο ρυθμός μεγέθυνσης, η διατήρηση των εξαγωγών σε υψηλά επίπεδα και η αύξηση του τουριστικού εισοδήματος. Βεβαίως, η διατήρηση του ύψους των εξαγωγών γίνεται με όλο και πιο δυσμενείς όρους εμπορίου, λόγω της συνεχούς διολίσθησης.
Η πολιτική αυτή δυσκολεύει αφάνταστα την προσέλκυση Άμεσων Ξένων Επενδύσεων, οι οποίες ήταν η αιχμή του δόρατος της τεράστιας αλλαγής στην τουρκική οικονομία την περίοδο 2003-2016, που τη βοήθησε να εξελιχθεί σε ισχυρή αναδυόμενη οικονομία. Η προσέλκυση ξένων επενδύσεων εξαρτάται, εκτός των άλλων, και από τη σχετική σταθερότητα του νομίσματος που εξασφαλίζει την διατήρηση της αξίας των επενδυμένων κεφαλαίων.
Η ανακοίνωση Ερντογάν ότι η Τουρκία δεν προσπαθεί πλέον να προσελκύσει ξένες επενδύσεις, προσφέροντας υψηλές αποδόσεις και ισχυρό νόμισμα, αποτελεί ένδειξη αδυναμίας της οικονομίας να συνεχίσει σε αυτό το μονοπάτι, για τους προαναφερθέντες λόγους. Κάνοντας την ανάγκη φιλοτιμία επιχειρεί ένα ποιοτικό άλμα για μεγαλύτερη ενσωμάτωση της τεχνολογίας που έχουν φέρει οι ξένες επενδύσεις στον εγχώριο παραγωγικό ιστό για να αποκτήσει βαθμούς ελευθερίας από εξωτερικούς παράγοντες.
Δοκιμασμένη συνταγή
Ενδέκατον: Πρόκειται για δοκιμασμένη συνταγή, καθώς έχει μετασχηματίσει ασιατικές οικονομίες. Κλειδί για τις ασιατικές οικονομίες την περίοδο από τη δεκαετία 1970, ήταν η ενσωμάτωση και μετεξέλιξη της τεχνολογίας που χρησιμοποιείται για τα εξαγόμενα προϊόντα και βοηθά στις εξαγωγές με παράλληλη απομόνωση της παραγωγικής βάσης από εξωτερικούς κλυδωνισμούς. Παράλληλα, υπήρχε σαφής ιεράρχηση και αλληλεξάρτηση των οικονομιών της Ανατολικής Ασίας, μέσω του υποδείγματος “Πέταγμα της Χήνας”.
Με απλά λόγια οδήγησε το πέταγμα η Ιαπωνία με την υψηλότερη τεχνολογία, ακολούθησαν Νότια Κορέα και Ταϊβάν με την τεχνολογία που δεν χρησιμοποιούσε πλέον η Ιαπωνία, στη συνέχεια ήταν Σιγκαπούρη, Χονγκ Κονγκ και Μαλαισία με χαμηλότερη τεχνολογία. Τα κράτη αυτά ανήκουν σε μια ημιπεριφέρεια όπου διατηρούν ισχυρές ημεδαπές επιχειρήσεις, οι οποίες εξάγουν στην περιφέρεια τα προϊόντα τους, αλλά ταυτόχρονα εισάγουν προϊόντα υψηλής τεχνολογίας από τον πυρήνα.
Τα κράτη αυτά, ενώ προηγουμένως συμπεριλαμβάνονταν στην περιφέρεια, κατόρθωσαν να εκβιομηχανισθούν και λόγω της γειτονίας τους με άφθονες πηγές πρώτων υλών και χαμηλού κόστους εργατικού δυναμικού, μεταμορφώθηκαν σε εξαγωγείς με υψηλό ανταγωνιστικό προϊόν. Η διαδικασία κράτησε δεκαετίες. Πρόκειται για μακρά διαδικασία, που προϋποθέτει και συγκεκριμένες παραμέτρους (ιστορικές, πολιτισμικές, συγκυριακές και γεωγραφικές) που επέτρεψαν την επιτυχία του.
Γεωπολιτική και γεωοικονομία
Δωδέκατον: Αυτό το πολύπλοκο δίκτυο σχέσεων που συμπεριλαμβάνουν αλληλεξαρτώμενες την γεωπολιτική και την γεωοικονομία, δεν είναι καθόλου εύκολο για μια νέα κυβέρνηση στην Τουρκία να τα “εξορθολογήσει” κατά τα δυτικά “φιλελεύθερα” πρότυπα. Για παράδειγμα η βοήθεια από ομόθρησκες χώρες (Κατάρ, Ιράν και λοιπές χώρες του Κόλπου) ή λόγω από Ρωσία και δευτερεύοντως Κίνα, πρέπει με κάποιον τρόπο να αντικατασταθεί. Υπάρχει πρακτικά μόνο η Δύση.
Αμφιβάλλει κανείς, ότι οι Δυτικοί θα οδηγήσουν την Τουρκία στο ΔΝΤ (όπως και την Αργεντινή) με τα γνωστά συνεπαγόμενα. Μάλιστα, επιβάλλοντας και τη θέλησή τους στους γεωπολιτικούς προσανατολισμούς. Τί σημαίνει αυτό για τις οικονομικές σχέσεις με τη Ρωσία, που βρίσκονται σε ιστορικά υψηλά; Οι συναλλαγές το 2022 έφθασαν τα 62 δισ δολάρια και ήταν βασικά απόρροια της διμερούς προσέγγισης. Τί θα σημάνει για τις σχέσεις με τις χώρες της Μέσης Ανατολής, της Κεντρικής Ασίας αλλά και της Αφρικής;
Δέκατον τρίτον: Αυτό που μετά μανίας επιζητούν οι Δυτικές χώρες και οι παγκοσμιοποιημένες χρηματοπιστωτικές Αγορές είναι “ορθόδοξη” οικονομική πολιτική. Αυτό σημαίνει αποκατάσταση της σταθερότητας του νομίσματος έτσι ώστε να έχουν εξασφαλισμένες τις επενδύσεις τους. Πρακτικά, άμεση αύξηση των επιτοκίων πάνω από τον πληθωρισμό, δηλαδή τουλάχιστον 50%! Τα αποτελέσματα θα είναι καταστροφικά για την τουρκική οικονομία: μακροοικονομικά μεγέθη, μισθοί, φτώχεια κτλ. Δεν είμαι καθόλου σίγουρος ότι μια αδύναμη και ετερόκλητη κυβέρνηση Κιλιτσντάρογλου, θα μπορέσει να φέρει σε πέρας ένα τέτοιο πρόγραμμα, με το κόμμα του Ερντογάν ισχυρότατο στο Κοινοβούλιο.
Δέκατον τέταρτον: Εκτιμώ ότι η Τουρκία βρίσκεται αντιμέτωπη με τεράστιες οικονομικές δυσκολίες ήδη με το καθεστώς Ερντογάν. Στην όχι πολύ πιθανή περίπτωση νίκης του Κιλιτσντάρογλου τα προβλήματα θα ενταθούν. Οι κίνδυνοι είναι μεγάλοι και κανείς δεν μπορεί να προδικάσει τις μελλοντικές εξελίξεις.