ΑΝΑΛΥΣΗ

Η αμερικανική επίθεση στην ευρωπαϊκή οικονομία

Η αμερικανική επίθεση στην ευρωπαϊκή οικονομία, Γιώργος Ηλιόπουλος

Οι Ευρωπαίοι βιομήχανοι έχουν διαγνώσει πλήρως την θλιβερή γεωπολιτική θέση της Γηραιάς Ηπείρου και την δεινή εξέλιξη σε βάρος της. Καταρχάς η Ουάσιγκτον έχει εμπλέξει την Ευρώπη σε μία σύγκρουση μέσω αντιπροσώπων και στις περίφημες κυρώσεις, που τελικά καταστρέφουν την ευρωπαϊκή οικονομία. Ακολουθεί σειρά μέτρων του Λευκού Οίκου για την οικονομική υποστήριξη των αμερικανικών βιομηχανιών, συνολικού ύψους 369 δισ. $, τα οποία πρόκειται να επιδοτήσουν και ευρωπαϊκές επιχειρήσεις, εάν μεταφέρουν την παραγωγική δραστηριότητά τους στις ΗΠΑ.

Η αμερικανική κίνηση εμπεριέχει μεγάλο δέλεαρ για Ευρωπαίους επιχειρηματίες και ουσιαστικά τους δωροδοκεί έμμεσα για να εγκαταλείψουν την Ευρώπη. Η τακτική του Λευκού Οίκου εκθέτει την ανοησία της ευρωπαϊκής ηγεσίας, που επιτρέπει στους Αμερικανούς να την αξιοποιήσουν με απώτερα εχθρικά κίνητρα, οργανώνοντας μία πρωτοφανούς μεγέθους ληστεία που εξελίσσεται σε πλήρη θέα.

Η εκτόξευση των τιμών της ενέργειας προκαλεί μαζικό κύμα περικοπών της παραγωγής αλουμινίου σε ολόκληρη την Ευρώπη, ένα μέταλλο που καταλήγει στην τελική καθαρή του μορφή με τεράστιο ενεργειακό κόστος, λόγω των αναγκών της ηλεκτρόλυσης. Αλλά και η ζήτηση εμφανίζει αδυναμίες λόγω των ανησυχιών για την παγκόσμια οικονομική ανάπτυξη.

Η βιομηχανία λιπασμάτων υποφέρει, επίσης, από την τρομακτική άνοδο των τιμών φυσικού αερίου που κινούνται 15 φορές ακριβότερα σε σχέση με τα αντίστοιχα πριν την κρίση στην Ουκρανία, 10 φορές ακριβότερα από τις ΗΠΑ και τουλάχιστον πέντε φορές ακριβότερα σε σχέση με τις χώρες της Ασίας, όπως παρατηρεί ο Ευρωπαϊκός Όμιλος Παραγωγών Λιπασμάτων (Fertilizers Europe Group). Σύμφωνα με το Global Mobility της Standard & Poors, οι Ευρωπαίοι κατασκευαστές αυτοκινήτων αναμένεται να έχουν απώλειες ενός εκατομμυρίου μονάδων ανά τρίμηνο έως την λήξη του 2023.

Παρά το γεγονός ότι υπερπροβάλλονται ίσως οι οιμωγές των ευρωπαϊκών βιομηχανιών, η συμπεριφορά των Αμερικανών είναι γεγονός. Η δε συμπεριφορά της ευρωπαϊκής ηγεσίας, με εξαίρεση ελάχιστα πρόσωπα, προκαλεί ερωτήματα από την στιγμή που κρίνεται παραλογισμός να προσποιείται την ανίδεη. Η Financial Times αναφέρεται ψυχρά στο γεγονός ότι οι βιομηχανικές δραστηριότητες των Ευρωπαίων μεταφέρονται στις ΗΠΑ, σε πείσμα του συναγερμού. Δέλεαρ είναι το δραστικά χαμηλότερο κόστος ενέργειας στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού, αλλά και οι νέες γενναίες επιδοτήσεις της αμερικανικής κυβέρνησης.

Ειρωνικά σχόλια

Οι πένθιμες προειδοποιήσεις στην Ευρώπη συνδυάζονται με το γεγονός ότι το φυσικό αέριο στην ΕΕ, παρά τις πρόσφατες μειώσεις, κοστίζει πέντε φορές ακριβότερα σε σχέση με τις ΗΠΑ. Η Financial Times αναφέρεται στις δηλώσεις Μακρόν που καλεί την Ευρώπη να αφυπνισθεί από τον λήθαργό της, ενώ και ο Γερμανός υπουργός Οικονομικών Robert Habeck δηλώνει πανικόβλητος που οι ΗΠΑ απορροφούν τις χρηματοοικονομικές δυνατότητες της ΕΕ.

Το Politico, που έχει εξαγορασθεί προ δεκαοκταμήνου έναντι ενός δισ. $ από τον γερμανικό εκδοτικό όμιλο Springer, επισημαίνει πως ο χρόνος εξαντλείται και οι Ευρωπαίοι οφείλουν να συνθηκολογήσουν με την κυβέρνηση Μπάιντεν, ώστε να διασώσουν ότι δύνανται από την ευρωπαϊκή βιομηχανία. Το Politico τάσσεται κατά κανόνα υπέρ των ισχυρών δεσμών ΗΠΑ-ΕΕ σε πολιτική και οικονομία, αλλά αυτοί κινδυνεύουν να εξανεμισθούν αν δεν υπάρξει συνεννόηση με τους Αμερικανούς.

Οι Γερμανοί εμφανίζονται απογοητευμένοι από την στιγμή που η κυβέρνηση Μπάιντεν δεν διαφαίνεται διατεθειμένη να τείνει χείρα φιλίας και μάλιστα ενόψει του 2023, που θα αρχίσει η εφαρμογή των Πράσινων Οδηγιών για τις επιχειρήσεις. Οι νέες επιδοτήσεις της αμερικανικής κυβέρνησης εξωθούν όχι μόνο την βιομηχανία, αλλά και τις τράπεζες να εγκαταλείψουν την Ευρώπη.

Νέα διαμάχη ΗΠΑ-ΕΕ

Τα προστατευτικά μέτρα της αμερικανικής κυβέρνησης αναδύονται στην χειρότερη δυνατή στιγμή, λόγω του πανικού που προκαλείται στην Γερμανία από την τάση των βιομηχανιών τεχνολογικής αιχμής ετοιμάζονται να μεταφέρουν την παραγωγική τους δυναμικότητα στις ΗΠΑ. Εάν, μάλιστα, εξαγγελθούν και νέα μέτρα στήριξης από τον Λευκό Οίκο, με πρόσχημα την επερχόμενη ύφεση, η μετανάστευση ευρωπαϊκών βιομηχανιών θα προσλάβει μαζικό χαρακτήρα.

Εάν η αντιπαράθεση ΕΕ-ΗΠΑ εξελιχθεί σε διαμάχη, τότε ελλοχεύει ο κίνδυνος άγριου εμπορικού πολέμου μεταξύ τους. Η ΕΕ, όμως, μειονεκτεί απελπιστικά, δεδομένου ότι ήδη βιώνει κατάσταση πολιορκίας στο ενεργειακό και τρέμει την ενδεχόμενη επιδείνωση της κατάστασης. Σύμφωνα με το Bloomberg, οι εντάσεις στην Ευρώπη κλιμακώνονται συνεχώς λόγω της κοινωνικής ανισότητας που διευρύνεται με δραστικά μεγαλύτερο ρυθμό σε σχέση με τις ΗΠΑ. Το εμπορικό ισοζύγιο μετατρέπεται από θετικό σε αρνητικό, κυρίως λόγω των τιμών φυσικού αερίου, ενώ και οι Ευρωπαίοι καταναλωτές υποφέρουν από την στιγμή που τα εισοδήματά τους πλήττονται βάναυσα από το υψηλό κόστος της ενέργειας, όταν οι Αμερικανοί εξαγωγείς πλουτίζουν σε βάρος τους.

Οι συνθήκες που διαμορφώνονται επαναφέρουν τον αφορισμό του Κίσινγκερ πως αποτελεί κίνδυνο να κινείται κάποιος εχθρικά εναντίον των ΗΠΑ, αλλά το σφάλμα του να παραμένει φίλος αποδεικνύεται συνήθως θανάσιμο! Ο αφορισμός διατυπώνεται σε μία περίοδο που οι ΗΠΑ επιτίθενται εναντίον συμμάχων τους, στους οποίους είχαν εγγυηθεί ανεπιφύλακτα την ασφάλειά τους. Το Bloomberg τονίζει επίσης πως οι αποκαλούμενες επίσημα άψογες σχέσεις μεταξύ των δύο πλευρών, δεν συγκαλύπτουν τις βαθύτατες διαφορές μεταξύ ΕΕ-ΗΠΑ στην αντιμετώπιση της Κίνας. Οι Αμερικανοί την θεωρούν τον χειρότερο ανταγωνιστή τους, αλλά το Βερολίνο αγωνίζεται να διατηρήσει και επαυξήσει τους εμπορικούς δεσμούς του με το Πεκίνο.

Τα αμερικανικά μέτρα

Το πρόσφατο νομοσχέδιο για την μείωση του πληθωρισμού στις ΗΠΑ (Inflation Reduction Act-IRA) απειλεί την ευρωπαϊκή βιομηχανία, αλλά έχει προηγηθεί κι άλλο βήμα, το οποίο δεν έτυχε ιδιαίτερης προσοχής. Με τις εντάσεις ΗΠΑ-Κίνας να οξύνονται, ειδικά και μετά την επίσκεψη Πελόζι στην Ταϊβάν, η αντιπαράθεση στον τομέα της πληροφορικής προσλαμβάνει άλλες διαστάσεις.

Ταυτόχρονα με τις αντιδράσεις των Κινέζων ολοκληρώνεται η ψήφιση από Βουλή και Γερουσία το νομοσχέδιο για τους Επεξεργαστές και την Επιστήμη (The Chips and Science Act). Το νομοσχέδιο προβλέπει διάθεση 280 δισ. $ για την υποστήριξη της αμερικανικής βιομηχανίας ημιαγωγών, επεξεργαστών, ολοκληρωμένων κυκλωμάτων και άλλων διατάξεων ψηφιακής τεχνολογίας. Από αυτά 52,7 δισ. προορίζονται αποκλειστικά για τον τομέα των επεξεργαστών.

Το νομοσχέδιο κινείται και πέραν των οικονομικών πρωτοβουλιών, αφού παρέχει τεράστιες επιδοτήσεις στην αμερικανική βιομηχανία επεξεργαστών και προσφέρει φορολογικές απαλλαγές για επενδύσεις στον τομέα των επεξεργαστών και του συναφούς εξοπλισμού. Έτσι, δελεάζει κατασκευαστές σε άλλες χώρες να μετακινήσουν την παραγωγή τους στις ΗΠΑ. Επιπλέον στοχοποιεί συγκεκριμένες χώρες, όπως η Κίνα, με σκοπό να αποκόψει τους εμπορικούς δεσμούς των κατασκευαστών ημιαγωγών στις χώρες αυτές, με τους αντίστοιχους των ΗΠΑ, ώστε να μεταφέρει επενδύσεις στην αμερικανική επικράτεια.

Ταυτόχρονα, εφαρμόζει καθεστώς διακρίσεων εναντίον ξένων εταιρειών και πιέσεων εναντίον χωρών που οι Αμερικανοί θα θεωρήσουν στο μέλλον πως στρέφονται εναντίον των συμφερόντων τους στην τεχνολογία αιχμής. Η προσέγγιση του Λευκού Οίκου αξιοποιεί την ισχύ του αμερικανικού δημοσίου για να εμπλακεί στον καταμερισμό της αγοράς εργασίας στην υψηλή τεχνολογία, θίγοντας όμως τα συμφέροντα εταιρειών τρίτων χωρών κι όχι μόνον της Κίνας.

Επιδοτήσεις χωρίς τελειωμό

Αναμφίβολα, τα νέα μέτρα της αμερικανικής κυβέρνησης στην τεχνολογία αιχμής αντιτίθενται στα διεθνή πρότυπα. Οι τεράστιες επιδοτήσεις αντίκεινται στους κανονισμούς περί απαγόρευσης διακρίσεων που προβλέπονται από τον Διεθνή Οργανισμό Εμπορίου. Επιπλέον, υπόκεινται σε κυρώσεις με βάση την συμφωνία Agreement on Subsidies and Countervailing Measures, οπότε τα θιγόμενα μέλη του Οργανισμού έχουν δικαίωμα να προσφύγουν εναντίον των επιδοτήσεων στο Συμβούλιο Διακανονισμού Διαφορών (Dispute Settlement Body).

Το πρόβλημα του αμερικανικού νομοσχεδίου πηγάζει από το γεγονός ότι επιβάλει περιορισμούς στο διεθνές εμπόριο υψηλής τεχνολογίας και στο θεμιτό ανταγωνισμό των εταιρειών, με συνέπεια να προκαλεί αρνητικές συνέπειες στην διεθνή οικονομική ανάκαμψη ειδικά στον τομέα της καινοτομίας. Οι ΗΠΑ προσπαθούν να σχηματίσουν μαζί με την Ιαπωνία, τη Νότιο Κορέα και την Ταϊβάν συνασπισμό εναντίον της Κίνας στην υψηλή τεχνολογία, απορροφώντας κατά το δυνατόν το μεγαλύτερο μέρος της σχετικής ευρωπαϊκής παραγωγής.

Διακινδυνεύουν, όμως, μία πόλωση, εμπορευματοποιώντας κανόνες αθέμιτου ανταγωνισμού που τελικά δεν ωφελούν κανέναν. Κατατεθούν ή όχι προσφυγές, είναι αναμφισβήτητο γεγονός η πασιφανής πρόθεση των Αμερικανών να αυτονομηθούν από τις παγκόσμιες δεσμευτικές εμπορικές συμφωνίες, αδιαφορώντας για την αναταραχή που προκαλούν στις διεθνείς συναλλαγές.

Οι προσφυγές, άλλωστε, στον Διεθνή Οργανισμό Εμπορίου προδικάζουν μακροχρόνιες διαδικασίες και ένα παράδειγμα αποτελεί ο εμπορικός πόλεμος της μπανάνας ΕΕ-ΗΠΑ που διαρκεί από το 1993 έως το 2001, όταν οι δύο πλευρές συμβιβάστηκαν. Όπως αντιλαμβάνονται πάντως οι παράγοντες των ευρωπαϊκών βιομηχανιών, αυτή την φορά η πολυτέλεια του χρόνου παραμένει ανύπαρκτη, με ό,τι κι αν αυτό συνεπάγεται.

Οι απόψεις που αναφέρονται στο κείμενο είναι προσωπικές του αρθρογράφου και δεν εκφράζουν απαραίτητα τη θέση του SLpress.gr

Απαγορεύεται η αναδημοσίευση του άρθρου από άλλες ιστοσελίδες χωρίς άδεια του SLpress.gr. Επιτρέπεται η αναδημοσίευση των 2-3 πρώτων παραγράφων με την προσθήκη ενεργού link για την ανάγνωση της συνέχειας στο SLpress.gr. Οι παραβάτες θα αντιμετωπίσουν νομικά μέτρα.

Ακολουθήστε το SLpress.gr στο Google News και μείνετε ενημερωμένοι