Η διχοτόμηση της Τουρκίας
20/01/2021Με τους πολίτες να αγωνίζονται απεγνωσμένα να προστατεύσουν τις περιουσίες τους, το κυβερνών κόμμα Κόμμα Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης επιχειρεί να ανακαλύψει τρόπους για να εδραιώσει κάποια πλεονεκτήματα με μοχλό το κυνήγι του χρυσού στην χώρα. Τον Οκτώβριο του 2020 η κοινοβουλευτική επιτροπή του κόμματος επεξεργάζεται ένα νέο νομοσχέδιο για την εξόρυξη και επεξεργασία χρυσού με νέου τύπου αδειοδοτήσεις, παρά τις οξύτατες περιβαλλοντολογικές ανησυχίες.
Οι νομοθέτες έχουν τροποιήσει την σχετική νομοθεσία περισσότερες από είκοσι φορές με την είσοδο στον νέο αιώνα, με κυρίαρχο πάντοτε στόχο τους την παράκαμψη της νομοθεσίας για την προστασία του περιβάλλοντος. Επιπλέον με δεδομένες τις μυστικές δοσοληψίες του κόμματος με φίλους και πιστούς οπαδούς, δεν πρόκειται να αποτελέσει έκπληξη η εφαρμογή ενός νέου νομοθετικού πλαισίου για αδειοδοτήσεις. Ήδη, σύμφωνα με κρατικούς αξιωματούχους, η παραγωγή χρυσού στην χώρα αυξάνεται από τους 38 μετρικούς τόνους του 2019 σε 42 το 2020.
Όσοι παρακολουθούν την διακίνηση του χρυσού στην Τουρκία έχουν το πλεονέκτημα να αντιληφθούν με περισσότερη σαφήνεια το πως πραγματικά λειτουργεί η χώρα. Κατά την περίοδο 2012-2013 οι αναλυτές που παρακολουθούν στενά τις εισαγωγές και τις εξαγωγές χρυσού, αποκαλύπτουν ένα τεράστιο σχέδιο παράκαμψης των αμερικανικών κυρώσεων κατά του Ιράν. Η συγκεκριμένη μάλιστα διετία χαρακτηρίζεται και από την δημοσιοποίηση χαλκευμένων στοιχείων, με κυριότερο την υποτιθέμενη εξαγωγή χρυσού αξίας $14 δισεκατομμυρίων προς αποκλειστικά προς τα Εμιράτα και το Ιράν.
Στην πραγματικότητα το ποσόν αποτελεί πληρωμές της Άγκυρας για τις εισαγωγές φυσικού αερίου από την Τεχεράνη, με βάση σειρά ελιγμών του καθεστώτος Ερντογάν που ανακαλύπτουν ένα σοβαρό κενό στις αμερικανικές κυρώσεις. Ο εγκέφαλος του σχεδίου Reza Zarrab, κομπορρημονεί για την συνδρομή της υπόθεσης του χρυσού στην μείωση του ελλείμματος τρεχουσών συναλλαγών (συλλαμβάνεται τον Μάρτιο του 2016 από το FBI και συνεργάζεται έκτοτε με τις αμερικανικές διωκτικές αρχές).
Η κρατική τράπεζα Halkbank που αποτελεί τον κύριο οικονομικό διαχειριστή του παράνομου σχεδιασμού, αντιμετωπίζει πάντως χρηματική ποινή ύψους $55 δισεκατομμυρίων από την αμερικανική δικαιοσύνη για την παραβίαση των κυρώσεων και την λαθραία διακίνηση χρυσού. Το Ιράν όμως δεν αποτελεί τον μοναδικό συνεργάτη του καθεστώτος Ερντογάν στις μηχανορραφίες του με αντικείμενο τον χρυσό. Κατά το 2018 οι εξαγωγές χρυσού από την Βενεζουέλα προς την Τουρκία εκτοξεύονται στα 900 εκατ. δολ., λόγω του ότι ο Μαδούρο αποφασίζει να μετακινήσει τον χρυσό της χώρας του από την Ελβετία στην Τουρκία για να αποφύγει το πλήγμα των αμερικανικών κυρώσεων.
Όμως τον Ιανουάριο του 2019 ο υπευθυνος υφυπουργός σε θέματα χρηματοδότησης της τρομοκρατίας του αμερικανικού υπουργείου Οικονομικών Μάρσαλ Μπίλινγκσλι, προειδοποιεί την Άγκυρα πως διερευνώνται οι συναλλαγές της με την Βενεζουέλα και μάλλον πρόκειται να επιβληθούν κυρώσεις. Ένα εξάμηνο αργότερα επιβάλλονται κυρώσεις σε όμιλο με έδρα στην Τουρκία που συσχετίζεται με διεθνές δίκτυο διαφθοράς και ξεπλύμματος χρήματος και διευθύνεται από τον Maduro.
Μεταξύ νόμου και παρανομίας
Η εκθετικά αυξημένη ζήτηση χρυσού στην Τουρκία οδηγεί σύμφωνα με όλες τις ενδείξεις σε μία αγορά στα όρια του νόμου και της παρανομίας, που ίσως ανυπομονούν να εκμεταλλευθούν προς όφελός τους οι κυβερνητικοί αξιωματούχοι. Από τον Δεκέμβριο του 2019 το καθεστώς Ερντογάν ανακοινώνει πως προτίθεται να χαλαρώσει τους κανονισμούς που διέπουν τις εισαγωγές χρυσού επιτρέποντας την πιστοποίηση και την βαθμονόμηση της καθαρότητας του ακατέργαστου μετάλλου που εισάγουν οι πολίτες της χώρας και ειδικά οι κοσμηματοπώλες.
Τελικά η ζήτηση χρυσού ανακλά την πραγματικότητα της πολιτικής και οικονομικής ζωής στην Τουρκία, με τους πολίτες από την μία πλευρά να προσπαθούν απεγνωσμένα να διασώσουν την περιουσία τους και από την άλλη μία ολιγαρχία πολιτικών αρπακτικών να επιχειρεί με κάθε μέσον να αποκομίσει τα μεγαλύτερα δυνατά κέρδη, αξιοποιώντας τις αβεβαιότητες μίας χαοτικής κατάστασης. Όλες οι εκτιμήσεις πάντως επιβεβαιώνουν το γεγονός πως ο μέσος Τούρκος πολίτης θα χρεωθεί τελικά το κόστος των κατάφωρα λανθασμένων οικονομικών κινήσεων του Τούρκου προέδρου και των μηχανορραφιών του στην διακίνηση χρυσού.
Με τη νομισματική κρίση να μην εμφανίζει σημεία αναστροφής της τάσης, παρά την τελευταία γενναία αύξηση των επιτοκίων στο 17% τον Δεκέμβριο του 2020, στην χώρα επικρατούν διάφορες φοβίες, σε πείσμα του γεγονότος ότι οι αγορές πιέζουν και για νέα αύξηση στα τέλη Ιανουαρίου. Μία και ίσως η σοβαρότερη επικεντρώνεται στο γεγονός ότι σε μία κίνηση απελπισίας το καθεστώς Ερντογάν ίσως απαγορεύσει τις καταθέσεις σε συνάλλαγμα, προχωρώντας ταυτόχρονα στην ταυτόχρονη μετατροπή τους στο εθνικό νόμισμα με μία επίσημη ισοτιμία, χαμηλότερη από την ανάλογη των αγορών συναλλάγματος.
Στον τομέα αυτό υπάρχουν κάποια προβληματικά δεδομένα από την αύξηση των καταθέσεων σε σκληρό συνάλλαγμα των ιδιωτών στις τράπεζες, που αυξάνονται κατά 199 εκατ. στην πρώτη εβδομάδα του νέου έτους, δηλαδή έως τις 8 Ιανουαρίου, αυξάνοντας το σύνολο στα 235,9 δισ. δολ.
Διχοτόμηση της χώρας
Από την άλλη πλευρά, σύμφωνα με την οικονομική εφημερίδα DÜNYA και οι καταθέσεις φυσικών προσώπων της λιανικής τραπεζικής αυξάνονται κατά το ίδιο διάστημα κατά 598 εκατ. δολ., με το σύνολο να ανέρχεται πλέον σε 150,8 δισ. δολ. Πάντως οι καταθέσεις των νομικών προσώπων σε σκληρό συνάλλαγμα μειώνονται κατά την πρώτη εβδομάδα του νέου έτους κατά 399 εκατ. δολ., οπότε το σύνολό τους περιορίζεται σε 85,1 δισ. δολ..
Όμως η μείωση προέρχεται κατά τα 2/3 λόγω τοποθετήσεων σε χρυσό, με συνέπεια να μην ενισχύει θετικά τις διακυμάνσεις του εθνικού νομίσματος. Αυτή η εξέλιξη συνεπάγεται πως ο υπερπληθωρισμός και τα αρνητικά στην πραγματικότητα επιτόκια θα επιφέρουν και το τελικό πλήγμα. Ούτως ή άλλως στις 20 Νοεμβρίου του 2020 ο Τούρκος πρόεδρος απαιτεί από τους πολίτες να καταθέσουν στις τράπεζες τις οικονομίες τους που έχουν ασφαλίσει σε ιδιωτικούς χώρους, αν και η απαίτησή του καταλήγει στο κενό.
Η διχοτόμηση της χώρας ανακλάται και σε μία πρόσφατη έρευνα στην μεγαλύτερη πόλη της, την Κωνσταντινούπολη, διεξάγεται από την δημοτική στατιστική αρχή στο διάστημα από 28 Δεκεμβρίου του 2020 έως τις 8 Ιανουαρίου του 2021. Το πλέον ανησυχητικό στοιχείο προέρχεται από τον δείκτη μελαγχολίας και κατάθλιψης που αναρριχάται απότομα στο 7,4 με μέγιστη τιμή το 10. Με την ίδια μέγιστη τιμή ο δείκτης ικανοποίησης από τις συνθήκες διαβίωσης φθάνει στο 4,8, τιμή ιδιαίτερα χαμηλή που ανακλά την φοβερή οικονομική δυσπραγία που ταλαίπωρεί την πόλη. Το 49% τω ερωτηθέντων ευελπιστεί πως το 2921 θα αποδειχθεί καλύτερο, αν και το 44% αναμένει επιδείνωση και το 7% προτιμά να μην απαντήσει.
Δεν ανακτάται η αξιοπιστία
Ένα άλλο πρόβλημα που επηρεάζει κυρίως το τουρκικό νόμισμα απορρέει από την υποτίμηση του αμερικανικού δολλαρίου. Οι αναλυτές του γνωστού οικονομικού ειδησεογραφικού πρακτορείου Bloomberg, εκτιμούν πως το αμερικανικό νόμισμα παραμένει υπερ-πωλημένο, υπερ-μισητό και με υπερβολικά πολλά προθεσμιακά συμβόλαια πώλησης, με συνέπεια να θεωρείται πιθανή μία απότομη ανατίμησή του. Η αναστροφή της πτωτικής του τάσης πρόκειται να διαρκέσει μερικές εβδομάδες και ίσως ένα δίμηνο, αλλά μία ανατίμηση της τάξης του 4% και πλέον, θα μεταφερθεί στο τουρκικό νόμισμα αυξάνοντας τις πτωτικές πιέσεις λόγω του ότι απλώς οι αγορές συναλλάγματος αποτελούν ενιαίο χώρο συναλλαγών.
Όμως το καθεστώς Ερντογάν δεν αντιλαμβάνεται μάλλον πως η φύλαξη σε ιδιωτικούς χώρους αποτελεί το καλύτερο αντίμετρο των πολιτών στην αλλαοπρόσαλλη και ανορθόδοξη πολιτική του. Παραβλέπει επίσης το γεγονός ότι οι αθρόες εισαγωγές χρυσού πλήττουν ανεπανόρθωτα το ήδη τραυματισμένο έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών, όπως και τον κίνδυνο από την ανατίμηση του αμερικανικού δολλαρίου σε μία δολλαριοποιημένη οικονομία.
Αλλά και ο περιορισμός των τραπεζικών καταθέσεων, έχει σοβαρό αντίκτυπο στην οικονομία, αφού συρρικνώνει τις δυνατότητες των χρηματοπιστωτικών φορέων να προβαίνουν σε χορηγήσεις προς τις επιχειρήσεις. Επιπλέον έως ότου η Τουρκία αποκτήσει ένα αξιόπιστο χρηματοοικονομικό σύστημα, οι συμβατικές επενδύσεις θα παραμένουν σε δεύτερη ή ακόμα και σε τρίτη μοίρα. Ο αυταρχισμός του Τούρκου προέδρου ίσως να υπαγορεύει απολυταρχικά τις κατευθύνσεις της χώρας, αλλά δεν έχει καμμία δυνατότητα να επιβάλει την εμπιστοσύνη και κυρίως την αξιοπιστία.