Η επιχειρηματικότητα της ανάγκης – Είδος προς εξαφάνιση

Η επιχειρηματικότητα της ανάγκης – Είδος προς εξαφάνιση, Ηρακλής Γωνιάδης

Απόφοιτος δημοτικού με σπουδές εξ αποστάσεως (by distance learning), όσο έβοσκε τις αγελάδες της οικογένειας στις πλαγιές του βουνού, αδυνατώντας να αναστήσει την εξαμελή οικογένειά του, αναζήτησε την τύχη του στην πόλη, όπως και πολλοί άλλοι στις αρχές της δεκαετίας του ’60.

Μοναδική του δεξιότητα σε επίπεδο… βιρτουόζου, η χρήση των πτυοσκαπάνων στην καλλιέργεια των λίγων χωραφιών, σοβαρό μειονέκτημα ανταγωνιστικότητας για αγρότη χωρίς υποζύγιο. Με την κάθοδό του στην πόλη και τον εντοπισμό της ανάγκης για… χειριστές πτυοσκαπάνων στην κατεδάφιση κατοικιών, προκειμένου να δοθούν τα οικόπεδα για ανοικοδόμηση πολυκατοικιών με αντιπαροχή, του προέκυψε η ιδέα της υπεργολαβικής ανάληψης τέτοιων έργων με την υποστήριξη της πρακτικής του ευφυίας, καθώς “η πενία τέχνας απεργάζεται”.

Μετατρέποντας το μειονέκτημα στο χωριό (έλλειψη υποζυγίου) σε πλεονέκτημα στην πόλη (δεξιοτέχνης του πτυοσκάπανου) και την ανάγκη σε φιλότιμο, γρήγορα εξελίχθηκε σε εργολάβο-κατεδαφιστή με αξιόπιστο και ανταγωνιστικό προφίλ στην αγορά. Ο οργασμός ανοικοδόμησης τον οποίο προκάλεσε ο νόμος της αντιπαροχής, από τους λίγους που εφαρμόστηκαν άμεσα και σε βαθμό “κακουργήματος” στη χώρα, επέτεινε τις κατεδαφίσεις μονοκατοικιών προς χάρη των διαμερισμάτων, του νέου “in” προϊόντος της εποχής για το πέρασμα από τα χαμηλά στα υψηλά!

Η επιτυχής εφαρμογή του θεσμού της αντιπαροχής ήταν τέτοια ώστε σύντομα υιοθετήθηκε και στην πολιτική πρακτική μέσω της οποίας έκτοτε, από οικοπεδούχοι έχουμε μετατραπεί σε διαμερισματούχους, πολλοί εκ των οποίων με κόκκινα δάνεια. Από τις πρώτες μέρες της επιχειρηματικής πρωτοβουλίας διαπίστωσε ότι το κόστος παράδοσης του οικοπέδου, καθαρού από τα υλικά κατεδάφισης (κεραμίδια, ξυλεία, κουφώματα, πατώματα, κάγκελα, μπετονόβεργες, μπάζα κ.λπ.), καλυπτόταν σημαντικά από την πώλησή τους “επί τόπου του
έργου”.

Αγοραστές τους, οικονομικοί μετανάστες εσωτερικού, αναζητητές της τύχης τους στο αστικό κέντρο, προκειμένου να “βάλουν ένα κεραμίδι πάνω απ’ το κεφάλι τους”, χτίζοντας παράνομα στις μικρο-ιδιοκτησίες τους ή σε καταπατημένους κοινόχρηστους χώρους στις παρειές της πόλης, αδυνατώντας να “αναρριχηθούν” κοινωνικά σε διαμέρισμα.

Το αγώγι ξυπνά τον αγωγιάτη

Συνεπεία τούτου, στην αμοιβή της κατεδάφισης προστέθηκαν έσοδα από την πώληση υλικών προς επανάχρηση, την ορθότερη πρακτική της ανακύκλωσης. Η ζήτηση για υλικά ανοικοδόμησης τεράστια, η προσφορά μικρή για να την ικανοποιήσει (περιορισμένη παραγωγική υποδομή, ακριβές εισαγωγές κ.λπ.), με τη δυναμική της αγοράς να τον
σπρώχνει σε περαιτέρω εκμετάλλευσή της, προχώρησε στην ίδρυση εμπορικής επιχείρησης και τη δημιουργία μιας μάντρας μεταχειρισμένων υλικών.

Καθώς “το αγώγι ξυπνά τον αγωγιάτη”, έστησε κι ένα μικρό ξυλουργικό εργαστήριο μεταποίησης των κουφωμάτων, το ύψος των οποίων ήταν μεγαλύτερο απ’ εκείνο του νέου τυπικού ορόφου. Μ’ ένα σχετικά λιτό εξοπλισμό και την πρόσληψη μάστορα ξυλουργού/ κουφωματά, βελτίωσε την αποδοτικότητα της εμπορικής επιχείρησης προσφέροντας πορτοπαράθυρα προσαρμοσμένα στις ανάγκες της αγοράς.

Τόσο η ανάγκη βιοπορισμού όσο και η δυνατότητα μίμησης ενός επαγγέλματος χωρίς μοναδικά χαρακτηριστικά, προκάλεσε την εμφάνιση και άλλων κατεδαφιστών, ενισχύοντας τον ανταγωνισμό, συνεπεία του οποίου οι εργολάβοι ή οι ιδιοκτήτες των σπιτιών να απαιτούν, αντί να καταβάλλουν, αντίτιμο για την κατεδάφιση.

Προκειμένου να αναστρέψει την τάση απωλειών του και με τη ζήτηση μεταχειρισμένων υλικών οικοδομής σε έξαρση, προχώρησε στη δημιουργία ενός δικτύου “πρακτόρων” –οικοδόμων κυρίως– διασφαλίζοντας πλεονέκτημα πρώτης πληροφόρησης για υποψήφια κατεδάφιση, έναντι χρηματικού ποσού στον “πληροφοριοδότη”. Το δίκτυο σύντομα έφερε θετικά αποτελέσματα μεγεθύνοντας την επιχειρηματική του δραστηριότητα, αυξάνοντας τις θέσεις εργασίας και μετεξελίσσοντας το εργαστήριο μεταποίησης σε βιοτεχνία καινούριων ξύλινων κουφωμάτων.

Αλλαγή επιχειρηματικού μοντέλου

Η εμπειρία την οποία απέκτησε μέσω της κατεδάφισης, ή της… αντίστροφης μηχανικής (reverse engineering) αναβάθμισε τις υπηρεσίες του ως εργοδηγού σε μεγάλο –για την εποχή– έργο ανέγερσης κτιρίου ειδικών προδιαγραφών. Η νέα εμπειρία απετέλεσε βατήρα αλλαγής επιχειρηματικού μοντέλου, προκειμένου να μεταπηδήσει στην κατασκευή και πώληση διαμερισμάτων, χωρίς βέβαια να αποποιηθεί τη βάση του στην κατεδάφιση.

Το άπλωμα σε δύο παράλληλες δραστηριότητες αφενός και η πώληση διαμερισμάτων με γραμμάτια αφετέρου, μείωσαν τα κεφάλαια κίνησης ενισχύοντας την αδυναμία του στην αγορά δικαιωμάτων κατεδάφισης, ιδιαίτερα των καπνομάγαζων τα οποία έχαιραν μεγάλης εκτίμησης στις τάξεις των κατεδαφιστών. Όχι άδικα, καθώς η ξυλεία κατασκευής των μεσοπατωμάτων τους ήταν σουηδικής προέλευσης υψηλής ποιότητας και ζήτησης στην αγορά, απρόσβλητη από το σκόρο, ο οποίος –ευφυέστατα– απεχθάνεται τη νικοτίνη.

Την έλλειψη ρευστότητας κάλυψε προτείνοντας μια προκαταβολή (“καπάρο”) δέσμευσης του καπνομάγαζου με την υποχρέωση εξόφλησης εντός σύντομου χρόνου, ποντάροντας στην αξιοπιστία και στην καλή του φήμη ως συνεπούς και ευσυνείδητου επαγγελματία. Μετά τη δέσμευση του ακινήτου, προέβαινε σε προπωλήσεις με μειωμένη τιμή, υπό τον όρο της άμεσης εξόφλησης του ποσού ώστε να καλύψει του υπόλοιπο χρέος και την έκδοση της απαραίτητης άδειας κατεδάφισης.

Με μικρές σχετικά απώλειες από την προπώληση ποσοτήτων ξυλείας, τις οποίες και αναπλήρωνε κατόπιν, κέρδιζε σημαντικά έργα τα οποία του διασφάλισαν μια επιτυχή πορεία. Η προαιώνια και πάντα παρούσα πρακτική της “επιχειρηματικότητας ανάγκης”, αφυπνιστικά
λειτουργώντας, ενίσχυσε την επιχειρηματική ευφυΐα του αγρότη. Από τη “μυωπία” εστίασης στην επιβίωση, πέρασε στην “πρεσβυωπία” αντίληψης του χάσματος μεταξύ της ζήτησης και της προσφοράς διαμερισμάτων και υλικών οικοδόμησης.

Ένα κενό της αγοράς, δηλαδή, το οποίο διευρυνόταν με ταχείς ρυθμούς, καθώς στην ανάγκη στέγης των εσωτερικών μεταναστών προστέθηκε κι αυτή εκείνων του εξωτερικού, οι οποίοι ποθούσαν να μετατρέψουν το “ματωμένο” τους συνάλλαγμα στο όνειρο της ιδιόκτητης στέγης, διεκδικώντας ταυτόχρονα και την κοινωνική τους καταξίωση.

Η “επιχειρηματικότητα ευκαιρίας”

Συνεπεία τούτων, ο επιχειρηματίας πέρασε από τη δική του ανάγκη, στην κάλυψη της ανάγκης των άλλων μέσω της “επιχειρηματικότητας ευκαιρίας”. Χιλιάδες οι πριν, οι ταυτόχρονα και οι μετά απ’ αυτόν, οι οποίοι, από το δικό τους μετερίζι, άφησαν το αποτύπωμά τους στη χώρα με τις σύννομες ή και γκρίζες πράξεις τους μερικές φορές, αναδεικνύοντας τη επιχειρηματικότητα ανάγκης σε κυρίαρχη έκφανσή της.

Εξελίχθηκαν και σε σημαντικούς εργοδότες, δημιουργώντας πολλές θέσεις εργασίας, αλλά κι ένα περιβάλλον μαθητείας που ανέδειξε άλλες μορφές, μεγαλύτερων προσδοκιών. Σήμερα οι περισσότεροι απ’ αυτούς έχουν καθηλωθεί, με την κληρονομιά που άφησαν οι προηγούμενοι να έχει χαθεί και την “επιχειρηματικότητα ανάγκης” να είναι περισσότερο από ποτέ… αναγκαία.

«Οι επόμενες αυτοκρατορίες θα είναι του νου», είχε πει ο Τσώρτσιλ κι εμείς, μετά από 200 χρόνια χρήσης των άνω και κάτω άκρων, μόλις και φθάσαμε στη περιοχή της κεφαλής, ασθμαίνοντας μα καθιερώνοντας τη γλώσσα ως μέσο οικονομικής και κοινωνικής αναρρίχησης, γλείφοντας τη μετριότητα, προκειμένου να αποκτήσει μπόι ή να απλωθεί σαν αγριάδα. Μια και στην Ελλάδα, ούτε αριστερός ούτε δεξιός – επιδέξιος πρέπει να είναι κανείς και παρατρεχάμενος της εκάστοτε εξουσίας.

Οι απόψεις που αναφέρονται στο κείμενο είναι προσωπικές του αρθρογράφου και δεν εκφράζουν απαραίτητα τη θέση του SLpress.gr

Απαγορεύεται η αναδημοσίευση του άρθρου από άλλες ιστοσελίδες χωρίς άδεια του SLpress.gr. Επιτρέπεται η αναδημοσίευση των 2-3 πρώτων παραγράφων με την προσθήκη ενεργού link για την ανάγνωση της συνέχειας στο SLpress.gr. Οι παραβάτες θα αντιμετωπίσουν νομικά μέτρα.

Ακολουθήστε το SLpress.gr στο Google News και μείνετε ενημερωμένοι