Η γερμανική Ευρώπη αντί να δώσει λύση …μένει σπίτι
28/03/2020Η κρίση της Ευρωζώνης, μετατρέπεται λόγω κορωνοϊού, σε πολιτική πρόκληση. Η ύφεση που είχε ήδη ξεκινήσει και επιβαρύνεται δραματικά, επέβαλε τεράστια αύξηση δημόσιων δαπανών και άρση της λιτότητας. Ωστόσο, η ευρωπαϊκή απάντηση είναι ανεπαρκής και δεν περιέχει στοιχεία αλληλέγγυας και συντονισμένης δράσης. Ελλοχεύει ο κίνδυνος αναζωπύρωσης της κρίσης δημόσιου και ιδιωτικού χρέους.
Η απάντηση των ευρωπαϊκών θεσμών μέχρι την Παρασκευή ήταν ένα σύνολο κοινοτικών μέτρων μικρής εμβέλειας, αλλά και ένα πλαίσιο για περαιτέρω δράση ανάλογα με τις εξελίξεις. Την Παρασκευή, όμως, έγινε αναστολή της λιτότητας, ώστε κάθε χώρα να δράσει δημοσιονομικά μόνη της. Το ερώτημα είναι αν η απάντηση της Ευρωζώνης είναι επαρκής για τη συνοχή της, μετά την υγειονομική κρίση. Η κρίση του ευρώ το 2009, απέδειξε πως η Ευρωζώνη δεν ήταν σχεδιασμένη για να αντέξει σε μια κρίση του χρηματοπιστωτικού τομέα.
Τότε, αντί για διορθωτικές αλλαγές του θεσμικού πλαισίου, δημιουργήθηκαν πολλά νέα εργαλεία, για τη “διάσωση” χωρών. Όλα έγιναν σύμφωνα με τη γερμανική αντίληψη ισοσκελισμένων προϋπολογισμών, δηλαδή υπό καθεστώς λιτότητας. Η Γερμανία αναγκάζεται σήμερα να αναστείλει την λιτότητα, που φτωχοποίησε μεγάλο τμήμα της ευρωπαϊκής κοινωνίας προς όφελός της. Το Δημοσιονομικό Σύμφωνο, τα μνημόνια διάσωσης, ο ESM (Ευρωπαϊκός Μηχανισμός Στήριξης) κ.λπ., που σχεδιάστηκαν για την αντιμετώπιση μελλοντικών κρίσεων, είναι στα αζήτητα.
Ακατάλληλο οπλοστάσιο
Οι έκτακτες ανάγκες έκαναν φανερό πως τα εργαλεία της Ευρωζώνης δεν ανταποκρίνονται στις ανάγκες των κοινωνιών. Το Σύμφωνο Σταθερότητας, λόγου χάρη, απαγορεύει στις κυβερνήσεις να τροφοδοτήσουν με έκτακτη ρευστότητα επιχειρήσεις εκτός του τραπεζικού τομέα. Η εντολή της ΕΚΤ (Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα) απαγορεύει τη χορήγηση έκτακτης χρηματοδότησης των χωρών-μελών με απευθείας αγορές κρατικών ομολόγων. Αυτή η δυνατότητα παρέχεται μόνο με την προϋπόθεση υπαγωγής σε πρόγραμμα διάσωσης του ESM, δηλαδή σε μνημόνιο, που κανείς δεν επιλέγει.
Έτσι, η ευρωπαϊκή ηγεσία αναγκάστηκε να αναστείλει το Σύμφωνο Σταθερότητας για να μπορέσουν τα κράτη-μέλη να αναλάβουν τα ίδια δράση, με ευελιξία στους δημοσιονομικούς κανόνες και τις κρατικές ενισχύσεις. Αυτό πρακτικά σημαίνει πως οι ισχυρές χώρες θα χρησιμοποιήσουν τα μεγαλύτερα δημοσιονομικά περιθώρια των προϋπολογισμών τους για τη διάσωση των δικών τους οικονομιών. Οι αδύναμες θα βρεθούν αντιμέτωπες με δημοσιονομική στενότητα.
Ο σώζων εαυτόν σωθήτω
Η ΕΕ, ως σύνολο κρατών, αντιμέτωπη με την πανδημία, ρίχνει “λευκή πετσέτα”. Δεν προωθεί συντονισμένες ενέργειες για την από κοινού αντιμετώπιση του φάσματος της μεγάλης ύφεσης, που θα πλήξει ιδιαίτερα τις πιο αδύναμες χώρες. Η πρόεδρος της Κομισιόν ανακοίνωσε μια επενδυτική πρωτοβουλία ύψους μόλις 37 δισ. ευρώ για τις 27 χώρες και εγγυήσεις 8 δισ. ευρώ για τη χορήγηση δανείων προς επιχειρήσεις. Λίγες ώρες αργότερα, επικράτησε κατάθλιψη σε χώρες του Νότου, όπως η Πορτογαλία, όταν ο υπουργός Οικονομίας της Γερμανίας Αλτμάιερ, ανακοίνωνε ότι η Γερμανία διαθέτει άμεσα μισό τρισ. ευρώ μόνο για την γερμανική οικονομία.
Η νέα πρόεδρος της ΕΚΤ, στην αρχή της επιδημίας και με αφορμή τα προβλήματα της Ιταλίας, τόνισε πως «η στρατηγική του Ντράγκι δεν θα επαναληφθεί, διότι δεν είναι δουλειά της ΕΚΤ να σταθεροποιήσει τα spread». Δεν είναι δηλαδή αρμοδιότητα της κεντρικής τράπεζας να φροντίζει για την εμπιστοσύνη των αγορών προς τις δοκιμαζόμενες χώρες της ζώνης του ευρώ! Βέβαια όταν ξέσπασε η πανδημία, επανέλαβε την πολιτική Ντράγκι, ανακοινώνοντας πρόγραμμα αγοράς ομολόγων (PEPP), ύψους 750 δισ. ευρώ.
Η κίνηση έχει σημασία, γιατί θεωρητικά ενισχύει τα πιο υπερχρεωμένα κράτη-μέλη, απέναντι στον κίνδυνο νέας κρίσης δανεισμού. Όμως, στο κύκνειο άσμα του, ο Ντράγκι τον Σεπτέμβριο 2019, σηματοδότησε την κρίση στην οποία βρισκόταν ήδη η ΕΚΤ, καθώς η νομισματική πολιτική είχε εξαντλήσει τα όριά της, μπαίνοντας σε έδαφος αρνητικών επιτοκίων.
Η εμπιστοσύνη των αγορών
Η επέκταση της ποσοτικής χαλάρωσης, που συνεχίζεται από το 2015, θα συμβάλει στην αναζωπύρωση της κρίσης κρατικού και ιδιωτικού χρέους, στις ήδη υπερχρεωμένες χώρες.
Φαίνεται όμως, πως είναι απαραίτητη για τη διάσωση του τραπεζικού συστήματος. Έρευνα της ΕΚΤ το 2019, εξετάζοντας 103 χρηματοπιστωτικά ιδρύματα της Ευρωζώνης, κατέδειξε πως οι μισές από τις μεγαλύτερες τράπεζες θα κατέρρεαν έπειτα από μια περίοδο έξι μηνών, αν δεν τους χορηγείται νέα ρευστότητα.
Η ευρωπαϊκή ηγεσία επομένως, δεν έκανε μέχρι τώρα προτάσεις κατάλληλης κλίμακας και ποιότητας για τη συντονισμένη αντιμετώπιση της κρίσης. Απλά επιτρέπει στις εθνικές κυβερνήσεις να χορηγήσουν κρατική βοήθεια σε τράπεζες και επιχειρήσεις, ώστε να διατηρήσουν την εμπιστοσύνη των αγορών. Αυτή η πολιτική όμως, θα εξαθλιώσει ακόμη περισσότερο τις χώρες που δεν διαθέτουν δημοσιονομικό χώρο, καθώς θα οξύνει την κρίση χρέους. Διότι οι οικονομικές συνέπειες του κορωνοϊού δεν θα επιμεριστούν ισομερώς. Οι χώρες με πολλούς αυτοαπασχολούμενους και μικρές επιχειρήσεις θα δεχθούν πιο ισχυρό πλήγμα. Επίσης, σε χώρες που εξαρτώνται σε μεγάλο βαθμό από τον τουρισμό, η ανεργία θα εκτιναχθεί.
Η πρόκληση για την Ευρώπη
Ωστόσο, θα μπορούσε να υπάρξει ευρωπαϊκή λύση. Η ΕΚΤ, χρησιμοποιώντας το εκδοτικό της δικαίωμα, θα μπορούσε να αγοράσει σε κάθε δημοσιονομικά αδύναμη χώρα κρατικά ομόλογα πολύ μακράς διάρκειας, πάνω από το πλαφόν που έχει συμφωνηθεί (12 δισ. για την Ελλάδα) για να χρηματοδοτηθούν οι απαραίτητες δαπάνες. Η λύση αυτή δεν θα γίνει ευκολότερα αποδεκτή από την έκδοση κοινού χρέους (ευρωομόλογα), που απορρίφθηκε και πάλι πρόσφατα από την Γερμανία, όπως στην πρώτη κρίση του ευρώ.
Το 2020, όμως, οι Ευρωπαίοι ηγέτες καλούνται να εξετάσουν τροποποιήσεις του ρόλου της ΕΚΤ, ώστε να χρηματοδοτηθούν απευθείας οι αδύναμες χώρες και όχι μόνο μέσω των αγορών. Αυτή η κίνηση θα ήταν έκφραση κοινοτικής αλληλεγγύης, αλλά θα έδινε και νέα πνοή στο ευρωπαϊκό εγχείρημα. Αρκετοί Ευρωπαίοι πολίτες στο Μπέργκαμο, τελούντες σε καραντίνα, ονειρεύονται ότι ο κορωνοϊός θα επηρεάσει τους Ευρωπαίους ηγέτες, ώστε να κάνουν “ό,τι χρειασθεί”, για τη σωτηρία των ανθρώπων και των ευρωπαϊκών κοινωνιών. Το κοντινό μέλλον θα δείξει αν η υπαρκτή γερμανική Ευρώπη θα αρπάξει την ευκαιρία ή απλά θα “μείνει σπίτι”.