Η κατάρρευση της Thomas Cook έχει διδάγματα για την Ελλάδα
02/10/2019Στην Ελλάδα παραδοσιακά προσπαθούν να ακολουθήσουν τα αναπτυξιακά πρότυπα των αναπτυγμένων χωρών, αλλά πάντοτε με μεγάλη χρονική υστέρηση και χωρίς τις απαιτούμενες βασικές προϋποθέσεις για την επιτυχία του επιδιωκόμενου σκοπού. Το γεγονός αυτό οδηγούσε και οδηγεί ή σε αποτυχίες, ή στην εμφάνιση υβριδικών μορφωμάτων που γρήγορα απαξιώνονταν.
Το αποτέλεσμα ήταν η ανάπτυξη να βασιστεί κυρίως σε συγκυριακές επιλογές και σε ad hoc αποφάσεις. Είναι γνωστές σε όλους οι επιπτώσεις που είχε στην αναπτυξιακή προοπτική των χωρών, η εξάρτησή τους από λίγες πηγές εισοδημάτων, αντί μιας ευρείας γκάμας μεταποιημένων προϊόντων που κατευθύνονται σε διαφορετικές αγορές.
Η αυξημένη μεταβλητότητα των εσόδων από λίγους κλάδους εξαγωγής οφείλεται στην καθήλωσης της εξειδίκευσης των συγκεκριμένων οικονομιών μόνο σε αυτούς τους κλάδους. Πρόκειται για σημαντική αρνητική επίπτωση για τέτοιου είδους οικονομίες. Αντίθετα, χώρες με ένα διαφοροποιημένο καλάθι προϊόντων και εξαγωγών εμφανίζουν συγκριτικά σταθερότητα στα έσοδα.
Το σημείο αυτό πρέπει να το προσέξουν όσοι υποστηρίζουν ένα οικονομικό υπόδειγμα, το οποίο καθιστά τον τουρισμό βαριά βιομηχανία της χώρας, περιορίζοντας την ανάπτυξη της οικονομίας στο κτίσιμο ξενοδοχείων και εστιατορίων. Η πτώχευση του ταξιδιωτικού κολοσσού Thomas Cook καθιστά επίκαιρες όσο ποτέ τις παραπάνω σκέψεις. Όπως είναι φυσικό αυτή η πτώχευση προκαλεί τριγμούς στο παγκόσμιο τουριστικό κύκλωμα με δραματικές παρενέργειες και στην Ελλάδα.
Ένα απρόβλεπτο ντόμινο αρνητικών εξελίξεων που επηρεάζει ξενοδοχεία, τουριστικούς πράκτορες, προμηθευτές, εργαζόμενους και φυσικά ταξιδιώτες. Είναι προφανές ότι από την ώρα που ο τουρισμός έχει μετατραπεί στη βασική πλουτοπαραγωγική πηγή της χώρας, είναι αναπόφευκτο μια τέτοιου μεγέθους κατάρρευση να αφήσει βαθιά τα σημάδια της.
Ανάγκη για μεταποίηση
Με αφορμή αυτό το γεγονός θα πρέπει να σημειωθεί εμφατικά ότι καμία χώρα δεν μπορεί να ανέλθει στην αλυσίδα αξίας στον παγκόσμιο καταμερισμό εργασίας, χωρίς να χρειαστεί να δημιουργήσει μια ευρεία μεταποιητική βάση. Προσοχή, ομιλώ για μεταποιητική βάση, η οποία δεν περιλαμβάνει μόνο την παραγωγή βιομηχανικών τελικών προϊόντων.
Η αλήθεια των εμπειρικών στοιχείων είναι καταλυτική: τα προϊόντα μεταποίησης διαμορφώνουν τον κύριο όγκο του παγκόσμιου εμπορίου κατά 70%, ενώ ο κλάδος αποτελεί μόνο το 16% του παγκοσμίου ΑΕΠ. Η παραγωγή προϊόντων (αγαθών και υπηρεσιών) εξακολουθεί να αποτελεί αναπόσπαστη προϋπόθεση για την ανάπτυξη ενός υγιούς παραγωγικού συστήματος.
Ακόμα όμως και τα προϊόντα που δεν είναι αποτέλεσμα μεταποίησης, όπως οι πρώτες ύλες ή τα αγροτικά προϊόντα, απαιτούν συχνά –ως εισροή– προϊόντα μεταποίησης. Συνεπώς, η γενίκευση της προαναφερόμενης ανάλυσης στην ανάγκη ύπαρξης μιας επαρκώς διαφοροποιημένης και υγιούς μεταποιητικής βάσης είναι εύλογη και ορθή.
Thomas Cook και ελληνική πραγματικότητα
Είναι εύκολο να καταγραφεί στην ελληνική οικονομία το ποσοστό, στο οποίο διάφοροι κλάδοι χρησιμοποιούν προϊόντα μεταποίησης σαν εισροές. Σε σύγκριση με την Ευρωζώνη τα ποσοστά αυτά είναι σημαντικά μικρότερα, δείχνοντας μια πραγματικότητα αρκετά οδυνηρή για την Ελλάδα. Σχεδόν στο σύνολο των κλάδων της ελληνικής οικονομίας τα προϊόντα μεταποίησης που χρησιμοποιούνται ως εισροές είναι πολύ μικρότερα.
Θα πρέπει στο σημείο αυτό να υπογραμμισθεί ότι η προσδοκώμενη υποκατάσταση της “ακριβής” εγχώριας παραγωγής από φτηνές εισαγωγές και το προσδοκώμενο όφελος για τους Έλληνες καταναλωτές έχει αποδειχθεί μάλλον μικρής σημασίας. Κι αυτό, καθώς η μείωση της αγοραστικής τους δύναμης, απόρροια της επακόλουθης διακοπής παραγωγικής δραστηριότητας, απόλυσης προσωπικού και μείωσης αποδοχών ειδικά στον τομέα των εμπορεύσιμων αγαθών (κυρίως στη μεταποίηση), υπεραντισταθμίζει την οποιαδήποτε μείωση τιμών.
Δεν χρειάζεται να σημειώσω ότι ακριβώς αυτή την στρατηγική έχουν ακολουθήσει μέχρι σήμερα οι κυβερνήσεις που υπηρετούν το πρόγραμμα δημοσιονομικής προσαρμογής.
Η απουσία συγκροτημένου πλαισίου για την επιδιωκόμενη ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας επιτρέπει κυρίως στις πολιτικές δυνάμεις να επικαλούνται ως αναπτυξιακούς μοχλούς είτε ό,τι επικρατεί στο διεθνές περιβάλλον (π.χ. σήμερα τις νεοφυείς επιχειρήσεις) είτε ό,τι συγκυριακά παρουσιάζει μια σχετική δυναμική (πχ. ο τουρισμός).