Η σκοτεινή πλευρά της ελληνικής οικονομίας
03/05/2024Λίγες εβδομάδες πριν τις Ευρωεκλογές, όπου και πάλι συνωθούνται κατά τη συγκρότηση των ευρωψηφοδελτίων πρόσωπα άσχετα με το αντικείμενο που καλούνται να υπηρετήσουν και την ήδη πολύ κακή εικόνα των Ελλήνων ευρωβουλευτών ως τώρα, βρισκόμαστε μπροστά στην οδυνηρή πραγματικότητα της πλήρους απουσίας σοβαρού πολιτικού λόγου και της ψηλάφησης ενός ολιστικού σχεδίου εξόδου της χώρας από την τροχιά παρακμής και θέσεως των βάσεων για υγιή οικονομική ανάπτυξη με κοινωνική δικαιοσύνη.
Η χώρα παρά το ισχυρό σοκ της χρεωκοπίας της το 2010, μετά την προηγηθείσα κίβδηλη ευημερία, και του μνημονιακού οδοστρωτήρα της προηγούμενης δεκαετίας, αλλά και της συνεχιζόμενης μεταμνημονιακής κηδεμονίας, φαίνεται ξεκάθαρα, ότι δεν εισέπραξε ουδέν μήνυμα αυτογνωσίας, αφού πορεύεται στον αυτόματο πιλότο ενός ληστρικού παρασιτικού μοντέλου, που με την πρώτη μεγάλη σοβαρή διεθνή οικονομική κρίση είναι βέβαιο ότι θα την ρίξει ξανά στα βράχια.
Πλήρης μακαριότητα αλλά και κυνισμός όσον αφορά την ενίσχυση των προνομίων στο πολιτικό προσωπικό, που σε συνδυασμό με το στοιχείο εξάρτησης, αλλά και της ανικανότητας του, αδυνατεί να ανταποκριθεί στοιχειωδώς στις μεγάλες ευθύνες που ορθώνονται μπροστά για την προστασία της κοινωνίας, αλλά και του Ελληνισμού, που αντιμετωπίζει δομικό κίνδυνο από τον τουρκικό νέο-οθωμανισμό.
Κανένα σχέδιο αλλαγής του παρασιτικού οικονομικού μοντέλου, που οδηγεί στη χώρα μαθηματικά σε νέα χρεωκοπία, δεν υφίσταται ακόμα και ως θεωρητική σκέψη στο δημόσιο πολιτικό λόγο, παρά το γεγονός ότι τα προβλεπόμενα κεφάλαια του Ταμείου Ανάκαμψης που θα μπορούσαν να αποτελέσουν την τελευταία ευκαιρία για κάτι τέτοιο, ήδη μέσω της κυβέρνησης της ΝΔ διοχετεύονται στην παρασιτική οικονομική ολιγαρχία, που συνεχώς αυξάνει προκλητικά τον πλούτο της, ενώ την ίδια στιγμή οι οικονομικές και κοινωνικές ανισότητες μεγεθύνονται δραματικά.
Η περιώνυμη μεσαία τάξη υφίσταται για μια ακόμα φορά την πλήρη απαξίωση λόγω της δραματικής αύξησης του πληθωρισμού και του ενεργειακού κόστους, που σταδιακά εισάγουν την χώρα σε ένα μόνιμο στασιμοπληθωρισμό, ιδιαίτερα υπονομευτικό για την ευάλωτη ελληνική οικονομία με το τεράστιο δημόσιο χρέος και τα μεγάλα ελλείμματα. Ως προς τα ασθενέστερα οικονομικά στρώματα η κατάσταση έχει ξεφύγει πλήρως, καθόσον οδηγούνται ολοένα και περισσότερο στο περιθώριο. Αν σε όλα αυτά υπολογίσει κανείς και το εκρηκτικό πρόβλημα των κόκκινων δανείων και της στέγης που απειλείται από τα παραμονεύοντα οικονομικά funds, να επιπέσουν επ’ αυτής, γίνεται αντιληπτό ότι η κατάσταση οξύνεται όλο και περισσότερο και μετατρέπεται σε γάγγραινα.
Η επώδυνη ανάκαμψη της οικονομίας
Το πρόσφατο δημοσίευμα των Financial Times ξεγύμνωσε το ψευδεπίγραφο κυβερνητικό αφήγημα για την ελληνική οικονομία, που εστιάζει μόνο στον ρυθμό ανάπτυξης, ο οποίος ξεπερνά αυτόν της Ευρωζώνης καθώς και στις πρόσφατες αναβαθμίσεις. Ακόμα όμως και σε αυτό τον τομέα, που δεν αποτελεί το κρίσιμο στοιχείο για την πραγματική απεικόνιση της ελληνικής οικονομίας -πρόκειται για πλασματικά στοιχεία, αφού το ελληνικό ΑΕΠ παραμένει κατά 20% μικρότερο από αυτό που ήταν το 2007 πριν την είσοδο της χώρα στο μνημονιακό οδοστρωτήρα, ενώ στο διάστημα αυτό οι οικονομίες των χωρών της ΕΕ αυξήθηκαν κατά μέσο όρο κατά 17%.
Έτσι, το γεγονός της αριθμητικής αύξησης των ρυθμών ανάπτυξης της χώρας απέχει από το να υπάρχει πραγματική ανάπτυξη και ενίσχυση του βιοτικού επιπέδου του ελληνικού λαού, αφού η χώρα μας έχει τους χαμηλότερους πραγματικούς μισθούς ανάμεσα σε όλες τις ανεπτυγμένες οικονομίες. Σε συνδυασμό, δε, με τον πληθωρισμό βρίσκονται κατά πολύ χαμηλότερα από ότι ήταν πριν από την οικονομική κρίση του 2010. Έτσι το συνολικό βιοτικό επίπεδο παραμένει χαμηλό και η πλειοψηφία των εργαζομένων, αλλά και της μεσαίας τάξης που συνεχίζει να πλήττεται δεν επωφελείται στο ελάχιστο από αυτή την «οικονομική ανάπτυξη».
Πέραν όμως αυτού το μέιζον ζήτημα, που αποτελεί και την ωρολογιακή βόμβα στα θεμέλια της χώρας, είναι ότι συνεχίζεται αενάως να αναπαράγεται ως οικονομικό μοντέλο αυτό που αποτέλεσε την αιτία κατάρρευσης και της χρεωκοπίας, δηλαδή ανάπτυξης μέσα από την οικοδομή, τον τουρισμό και την απόλυτη εξάρτηση από τα Ευρωπαϊκά κονδύλια, τα οποία όπως προαναφέρθηκε δεν χρησιμοποιούνται για την αλλαγή του παραγωγικού μοντέλου με στόχο την ενδογενή ανάπτυξη, αλλά διοχετεύονται στην παρασιτική ολιγαρχία και στους εφαπτόμενους με αυτήν κύκλους.
Ως προς το ζήτημα των εξαγωγών, που το κυβερνητικό αφήγημα προβάλει ότι αυξάνονται τα τελευταία χρόνια και αυτό αποτελεί τη μισή αλήθεια, αφού ναι μεν παρατηρείται ονομαστική αύξηση αλλά συνολικά παραμένουν σε πολύ χαμηλό επίπεδο εν σχέσει με το μέγεθος της οικονομίας. Την ίδια, δε, ώρα συνεχίζεται η αύξηση των εισαγωγών με συνέπεια το έλλειμα ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών να ανέρχεται σε 6,5% του ΑΕΠ, που για το 2023 διαμορφώθηκε στα 14 δισ. ευρώ. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα το συνεχή δανεισμό της χώρας και τη δραματική αύξηση του δημοσίου χρέους, που αποτελεί μακροπρόθεσμα θηλιά στο λαιμό της.
Είναι γνωστό ότι οι επώδυνες ρυθμίσεις της καταβολής του δημοσίου χρέους στους δανειστές τελειώνει το 2032. Αν κανείς συνδυάσει την αυξανόμενη γεωπολιτική ρευστότητα και το κλίμα αποκλίσεων εντός Ε.Ε. είναι πολύ πιθανό η Ελλάδα κοντά σε αυτήν τη χρονική περίοδο να βρεθεί ξανά στο φάσμα μιας νέας καταστρεπτικότερης χρεωκοπίας.
Καμπανάκι του ΙΟΒΕ
Σημαντική αρνητική διάσταση αποτελεί και η πρόσφατη τριμηνιαία έκθεση του ΙΟΒΕ που αναφέρει ότι οι επενδύσεις μειώθηκαν και κυρίως ότι αυτό σχετίζεται με το γεγονός ότι δεν υπάρχει επενδυτικό κύμα σε παραγωγικές επενδύσεις, αλλά κερδοσκοπικές επενδύσεις μικρής διάρκειας. Ο ΙΟΒΕ επισημαίνει χαρακτηριστικά στην έκθεση του ότι οι επενδύσεις γίνονται σε κατασκευές και ακίνητα, ενώ ο στόχος της οικονομικής πολιτικής θα έπρεπε να είναι η αύξηση των επενδύσεων στην μεταποίηση και σε παραγωγικούς κλάδους ώστε να αυξηθούν οι εξαγωγές των προϊόντων.
Κακή είναι επίσης η κατάσταση της χώρας και στον πρωτογενή τομέα, που θα έπρεπε να ενισχύεται συστηματικά μέσα από οικονομικό σχεδιασμό έτσι ώστε να είναι σε θέση να είναι ανταγωνιστικός και να καλύπτει τις διατροφικές ανάγκες του ελληνικού λαού. Εξαιτίας όμως της ακολοθούμενης ανερμάτιστης ταξικής οικονομικής πολιτικής η χώρα τα τελευταία χρόνια έχει απωλέσει το 30% περίπου του ζωικού κεφαλαίου της. Πρόκειται για καταστρεπτικές συνέπειες, που συντελούνται στο σκληρό πυρήνα της ελληνικής οικονομίας χωρίς να αποκτούν την δέουσα δημοσιότητα, αφού καλύπτονται πίσω από επικοινωνιακά κυβερνητικά πυροτεχνήματα.
Τέλος, εν σχέσει με τον πληθωρισμό που κατατρώει την αγοραστική δύναμη της πλειοψηφίας των πολιτών πέραν του γεγονότος ότι είναι κατά πολύ υψηλότερος από αντίστοιχους δείκτες ευρωπαϊκών χωρών, ο πυρήνας του προβλήματος αφορά τους ευαίσθητους τομείς για τη διαβίωση, όπως είναι τα τρόφιμα. Η αύξηση, δε, στις τιμές αυτών των προϊόντων σχετίζεται αποκλειστικά και μόνο στην ανεξέλεγκτη κερδοσκοπία από τα καρτέλ που δραστηριοποιούνται στη χώρα και την πρωτοφανή αδυναμία των ελεγκτικών μηχανισμών να ανακόψουν αυτή την τρομακτική κερδοσκοπία. Τα κυβερνητικά ψελλίσματα περί εισαγόμενου πληθωρισμού αποδείχθηκαν στην πράξη ως ευτελή φληναφήματα.
Είναι προφανές ότι η χώρα χρειάζεται ένα ολιστικό στρατηγικό σχέδιο ανάπτυξης με στόχο την ενίσχυση της ενδογενούς παραγωγής σε κρίσιμους τομείς, όπως είναι ο αγροδιατροφικός τομέας, οι ενεργειακές τεχνολογίες, η αξιοποίηση του ορυκτού πλούτου και η μετατροπή της σε ισχυρό πόλο διαμετακομιστικών εμπορεύσιμων υπηρεσιών. Αντί αυτών δυστυχώς έχουμε την κυριαρχία ενός υπονομευμένου κομματικού συστήματος, που κινείται μεταξύ της μετριοκρατίας, των χαμηλών προσδοκιών και της ατομικής ή συντεχνιακής εξυπηρέτησης, που πλακώνει τα πάντα. Κανένα όραμα αναδημιουργίας, αυτογνωσίας και ισχυρού πλαισίου προστασίας του Ελληνισμού μέσα στις τελευταίες παγκόσμιες ανακατατάξεις δεν φαίνεται στο προσκήνιο.