Η βαριά σκιά των ελλειμμάτων και το τέλος της αμεριμνησίας
18/11/2020Μετά το δεύτερο lockdown φαίνεται ότι η ύφεση θα διαρκέσει πολύ περισσότερο από τις αρχικές προβλέψεις. Η ξαφνική επιδείνωση των προοπτικών αναμένεται να αλλάξει άρδην και την “πλατφόρμα” της οικονομικής πολιτικής. Μέχρι πριν λίγες εβδομάδες το κυρίαρχο αφήγημα για την οικονομική πολιτική ήταν η διαμόρφωση πολιτικών για την επιτάχυνση της ανάπτυξης. Σήμερα περισσότερο από ποτέ αντιλαμβανόμαστε όλοι ότι θα πρέπει να προσανατολιστούμε σε πολιτικές διαχείρισης της ύφεσης.
Αμέσως όμως μετά την κατάθεση του σχεδίου του προϋπολογισμού για το 2021 και το “κλείσιμο” της οικονομίας, άρχισε να διαμορφώνεται ένα τελείως διαφορετικό κλίμα. Κατ’ αρχήν το σημείο εκκίνησης της οικονομικής δραστηριότητας του 2021 είναι πολύ χειρότερο απ’ ό,τι πιστεύαμε, αφού η εκτίμηση για ύφεση το 2020 θα αναθεωρηθεί επί τα χείρω, πλησιάζοντας διψήφιο ποσοστό. Ο Covid-19 κατάφερε να πλήξει καίρια την ΕΕ και να μετατρέψει μια συγκυριακή κρίση σε κρίση διαρκείας, αναδεικνύοντας τις θεσμικές ατέλειες.
Ο αποπληθωρισμός έκανε πάλι την ουσιαστική του εμφάνιση και έδειξε ότι η παγίδα ρευστότητας στην ευρωπαϊκή οικονομία ήρθε για να μείνει. Οι πόροι του Ταμείου Ανάκαμψης θα μπορούσαν να αποτελέσουν ένα ουσιαστικό ανάχωμα. Ωστόσο, οι γραφειοκρατικές αγκυλώσεις της ΕΕ και η απροθυμία των σημαντικότερων κρατών-μελών δεν επιτρέπουν την εκταμίευση των πόρων του Ταμείου, τουλάχιστον κατά το 2021.
Ακόμα όμως και αν δούμε να εκταμιεύονται πολύ σύντομα οι πόροι δεν μπορεί να θεωρηθεί πανάκεια για την ελληνική οικονομία. Για να έχουμε ένα μέτρο σύγκρισης ας αναλογιστούμε ότι το πρόγραμμα δημοσίων επενδύσεων πριν την κρίση ανήρχετο σε 12,5 δισ. τον χρόνο. Οι πόροι του Ταμείου Ανάκαμψης και του ΕΣΠΑ 2 θα είναι συνολικού ύψους € 70 δισ., δηλαδή στην καλύτερη περίπτωση 10 δισ. τον χρόνο για τα επόμενα επτά χρόνια.
Η ελληνική οικονομία βρίσκεται στην δύσκολη θέση να έχει σε εξέλιξη ένα πρόγραμμα πληρωμής τοκοχρεωλυσίων που υποτίθεται ότι το μεγαλύτερο μέρος τους θα καλύπτονταν από το δημοσιονομικό πλεόνασμα. Για παράδειγμα το 2020, 2021 και το 2022 προβλεπόταν ένα δημοσιονομικό πλεόνασμα 5,7%, 6,7% και 7,3% του ΑΕΠ αντίστοιχα. Με άλλα λόγια προβλεπόταν ένα δημοσιονομικό πλεόνασμα που θα κυμαινόταν από 10-14 δισ. ετησίως. Αντ’ αυτού η ελληνική οικονομία (τουλάχιστον για το 2020 και 2021) θα παρουσιάσει έλλειμμα αρκετών δισ.
Στο τραπέζι η οικονομική πολιτική
Άρα το ερώτημα που προκύπτει είναι απλό: ποιος θα καλύψει τις μικτές χρηματοδοτικές ανάγκες του ελληνικού δημοσίου που θα ξεπερνούν τα 20 δισ. τον χρόνο; Και μην βιαστεί να πει κάποιος ότι μπορεί να χρησιμοποιηθεί το “μαξιλάρι” των τριάντα και κάτι δισ., διότι απ’ αυτά, τα 15 δισ. περίπου είναι κάτω από τον έλεγχο του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας (ESM) και αφορούν αποκλειστικά την εξυπηρέτηση του χρέους. Επιπλέον η περίοδος χάριτος για την διαχείριση του δημόσιου χρέους φαίνεται να τελειώνει το 2022.
Πρέπει να σημειωθεί ότι η Ελλάδα, τους τελευταίους 12 μήνες έχει αντλήσει από τις “αγορές” περίπου 14 δισ. Μοναδικός αγοραστής ήταν η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ). Τα τρέχοντα χαμηλά επιτόκια του δημοσίου από τις αγορές και των τραπεζών από την ΕΚΤ δεν δύναται να είναι διατηρήσιμα μεσοπρόθεσμα.
Όλα τα παραπάνω επιβάλλουν το τέλος της αμεριμνησίας και την αρχή των δύσκολων ερωτήσεων, αλλά και την άμεση αλλαγή του προσανατολισμού της οικονομικής πολιτικής τόσο εγχώρια όσο και στο επίπεδο της ΕΕ. Καλή η πράσινη ανάπτυξη και η ψηφιακή μεταρρύθμιση, αλλά πρέπει να πληρώνονται και τα τοκοχρεολύσια.
Γι’ αυτούς που έκαναν τις προβλέψεις για την ελληνική οικονομία κατά την διάρκεια και μετά από τα μνημόνια μάλλον ισχύει η κατηγοριοποίηση του Kένεθ Γκαλμπρέιθ. Ο Γκαλμπρέιθ διέκρινε τους “προβλεπτές” σε δύο κατηγορίες: σε αυτούς που δεν γνωρίζουν και σε αυτούς που δεν γνωρίζουν ότι δεν γνωρίζουν. Θέλω να πιστεύω ότι υπάρχει και μια τρίτη κατηγορία αυτή των εμπνευστών του PSΙ που γνώριζαν.