Κινέζικο μνημόνιο και για την βυθιζόμενη Τουρκία;
16/08/2020Οι επιπτώσεις του πολέμου τιμών της Σαουδικής Αραβίας στη διάρκεια του διμήνου Μαρτίου-Απριλίου σε συνδυασμό με την πανδημία, ωφελούν τελικά το Πεκίνο, που αξιοποιεί και την ρωσική ισχυρή παρουσία στο ημι-αυτόνομο κουρδικό Ιράκ, για να αυξήσει απότομα την επιρροή του στην επίμαχη ενεργειακά ζώνη.
Το έπαθλο για τους Κινέζους και τους Ρώσους στο Ιράκ φυσικά έχει τεράστια αξία, αν και πολλοί στον κλάδο της βιομηχανίας παραγωγής ενέργειας δεν αντιλαμβάνονται πως υποεκτιμάται και μάλιστα δραματικά. Τα επίσημα μεγέθη για τα ιρακινά αποθέματα αργού πετρελαίου κινούνται στα επίπεδα των 142,5 περίπου δισεκατ. βαρελιών (το 18% των αποθεμάτων της Μέσης Ανατολής και το 9% της υδρογείου), με την χώρα να αποτελεί τον δεύτερο μεγαλύτερο παραγωγό του OPEC μετά την Σαουδική Αραβία.
Το μέσο κόστος άντλησης κινείται στα 2,15 δολ. ανά βαρέλι σύμφωνα με την Διεθνή Υπηρεσία Ενέργειας (International Energy Agency-IEA) και εκτιμάται ως απόλυτα ανταγωνιστικό έναντι του αντίστοιχου κόστους της Σαουδικής Αραβίας (3,00 δολ.), ενώ το ανάλογο κόστος του Ιράν κινείται ακόμα χαμηλότερα, στα 1,95 δολ. ανά βαρέλι. Ιράν και Ιράκ διαμορφώνουν το τελικό κόστος παραγωγής στα 9,09 δολ. και 10,57 δολ. αντίστοιχα ανά βαρέλι, δηλαδή συμπεριλαμβάνοντας δαπάνες κεφαλαίου, μεικτούς φόρους, κόστος διαχείρισης και έξοδα μεταφοράς.
Στον τομέα του φυσικού αερίου τα ιρακινά αποθέματα υπολογίζονται σε 135 τρισ. κυβικά μέτρα, φέροντας την χώρα στην δωδέκατη θέση σε παγκόσμιο επίπεδο, αν και τα γνωστά της αποθέματα συνδέονται άμεσα χωροταξικά με τα ήδη αξιοποιούμενα κοιτάσματα αργού πετρελαίου.
Όμως παρά τις περιοδικές αυξήσεις των εκτιμώμενων συγκεκριμένων μεγεθών, που παραμένουν εξαιρετικά συντηρητικές σε αντιπαραβολή με ανάλογες των γειτονικών πετρελαιοπαραγωγών χωρών, ένα μεγάλο μέρος του υπεδάφους του Ιράκ παραμένει ανεξερεύνητο, σε αντίθεση με τα ισχύοντα στις μεγάλες χώρες παραγωγής αργού πετρελαίου και φυσικού αερίου, όπου διεξάγονται εντατικές έρευνες.
232 δισ. βαρέλια
Τα στοιχεία της IEA για το Ιράκ προέρχονται κατά κύριο λόγο από την μεγάλη και ιδιαίτερα σημαντική αμερικανική Γεωλογική Έρευνα, που διεξάγεται κατά το 2000 (United States Geological Survey-USGS), συμπληρωμένα με δεδομένα από μεταγενέστερες αναβαθμίσεις των εκτιμήσεων. Σύμφωνα με αυτή την εκτίμηση τα αξιοποιήσιμα αποθέματα αργού πετρελαίου και υγρών φυσικού αερίου φθάνουν τα 232 δισεκατομμύρια βαρέλια.
Σύμφωνα με ενδελεχή μελέτη του ομίλου PETROLOG, επιβεβαιώνεται σε αδρές γραμμές αυτή η εκτίμηση. Σημειώνουμε ότι ο όμιλο ασχολείται με παροχή εξειδικευμένων υπηρεσιών στον τομέα της ενέργειας διεξάγοντας γεωτρήσεις, ανάλυση γεωλογικών δεδομένων σε πραγματικό χρόνο, ανάλυση και αξιολόγηση υγρών από τις γεωτρήσεις, γεωφυσικές έρευνες και μελέτες, σχεδίαση μηχανολογικού εξοπλισμού και διαχείριση έργων.
Όμως οι εκτιμήσεις αυτές δεν συμπεριλαμβάνουν στοιχεία από την κουρδική ζώνη στον βορρά, ούτε εξετάζουν κάποιες κυρίαρχες γεωλογικές ανωμαλίες στο κεντρικό και δυτικό Ιράκ. Πάντως ακόμα και με αυτά τα δεδομένα η χώρα πριν από μία δεκαετία είχε μία παραγωγή της τάξης του 15% των εκτιμώμενων αποθεμάτων της, όταν ο μέσος όρος της Μέσης Ανατολής κινείται στην ίδια περίοδο στα επίπεδα του 23%.
Ταυτόχρονα από τα 530 πιθανά κοιτάσματα υδρογονανθράκων με βάση γεωλογικές ενδείξεις και προοπτικές έχουν ερευνηθεί μόλις 113, με ευνοϊκά αποτελέσματα για τα 73, δηλαδή ποσοστό επιτυχίας 65% και παρά το γεγονός ότι προχωρούν γεωτρήσεις και σε μερικά από τα υπόλοιπα, νέες τοποθεσίες προστίθενται στις ήδη υπάρχουσες με βάση τα νέα εξελιγμένα μέσα ανάλυσης σεισμικών και ιστορικών δεδομένων.
Η ευρύτερη στρατηγική της Κίνας
Τα βήματα που υλοποιεί το Πεκίνο δεν έχουν αποκλειστικά μόνον οικονομικό υπόβαθρο, αλλά αποκαλύπτουν και σαφείς στρατηγικές βλέψεις. Μόλις το 2019 οι Κινέζοι επιχειρούν να εισάγουν στην τροχιά επιρροής τους την Σαουδική Αραβία και τα Εμιράτα του κόλπου, χωρίς καμία απολύτως επιτυχία. Ανακαλύπτουν όμως και πρακτικά πως είναι αδύνατον να διατηρούν ταυτόχρονα σχέση στρατηγικού εταίρου και με το Ιράν και την Αραβική Χερσόνησο, οπότε καταλήγουν στο συμπέρασμα πως η σημαντικότερη επιλογή τους με δεδομένες τις επικρατούσες συνθήκες είναι η Τεχεράνη.
Το Πεκίνο γνωρίζει πως η ζωτική του ανάγκη να διασφαλίσει την πρόσβασή του στον Περσικό Κόλπο και στα ενεργειακά αποθέματα της συγκεκριμένης γεωγραφικής ζώνης, επιβάλλει τον περιορισμό των δυνατοτήτων των ΗΠΑ να επηρεάζουν κατά το δοκούν τις ενεργειακές ροές προς την Κίνα σε περίπτωση κρίσεων ή πολέμου.
Η Κίνα εισάγει περισσότερο από το 70% του αργού πετρελαίου που καταναλώνει και το 40% από τις ποσότητες αυτές προέρχεται από την ζώνη του Περσικού Κόλπου. Οι συναλλαγές της με το Ιράν σε συνδυασμό με τους στρατηγικούς δεσμούς της, παρακάμπτουν με πολλούς και διάφορους τρόπους τις απόπειρες των ΗΠΑ να τιμωρήσουν με ισχυρές κυρώσεις τις ηγεσίες των δύο χωρών.
Σε μία περίοδο που Τεχεράνη και Πεκίνο απειλούνται σοβαρά από τα αμερικανικά μέτρα εναντίον τους, η νέα συμφωνία προσφέρει πραγματική ανακούφιση και αύξηση των στρατηγικών τους αντοχών. Εάν μάλιστα προστεθεί και η Ρωσία με δεδομένη πλέον την αποφασιστική επιρροή της στην Μέση Ανατολή στην σχέση αυτή, τότε ο ζωτικός εμπορικός χώρος διευρύνεται δραστικά με μεγάλα οφέλη.
Η πραγματική πρόκληση
Η πραγματική πάντως πρόκληση για την Κίνα εστιάζεται στην διαχείριση της τρομακτικής οικονομικής κρίσης που ακολουθεί την πανδημία, που κατατάσσεται πλέον σε επίπεδο 5 σε σχέση με την αντίστοιχη του 2008, που μόλις φθάνει στο επίπεδο 3 (η σχέση ορίζεται σε λογαριθμική κλίμακα). Στο ασταθές περιβάλλον που δημιουργείται, οι Κινέζοι γνωρίζουν πως ο διάδρομος του Πακιστάν απειλείται από την Ινδία και κινδυνεύει ανά πάσα στιγμή να αποκοπεί ακόμα και με στρατιωτική επέμβαση των Ινδών, δημιουργώντας τρομερά προβλήματα.
Όμως η νέα συμφωνία με το Ιράν προδίδει πως στο Πεκίνο έχουν ήδη μελετήσει το πώς θα αντιμετωπισθεί αυτό το αρνητικό ενδεχόμενο και οι πιθανές επιπτώσεις του στην ευχέρεια της αξιοποίησης των θαλασσίων διαδρόμων του Ινδικού Ωκεανού, οπότε ο νέος διάδρομος του Ιράν αντισταθμίζει τις οποιεσδήποτε δυσχέρειες.
Η εναλλακτική λύση του Πεκίνου πάντως καταλήγει στο βάθος της στην Τουρκία, μία χώρα που επίσης πλήττεται οικονομικά, με την καταστροφική χρηματοοικονομική της περιδίνηση να την οδηγεί απεγνωσμένα σε αναζήτηση πιστοληπτικών γραμμών διάσωσης. Με τον Τούρκο πρόεδρο να έχει αποκλείσει προς το παρόν την προσφυγή της χώρας του στο ΔΝΤ, η νέα συμφωνία με το Ιράν αποτελεί ένα ανέλπιστο πρότυπο διάσωσης.
Παρά το γεγονός ότι στο Ιράν εκφράζονται ήδη δριμύτατες αντιρρήσεις για το γεγονός ότι οι επαχθείς όροι της συμφωνίας για την Τεχεράνη, συνεπάγονται στην πραγματικότητα την εκποίηση της χώρας σε τιμή ευκαιρίας στο Πεκίνο, στην Άγκυρα δεν σχολιάζεται από κανέναν. Αν και η συνεργασία της Τεχεράνης με υπόδειξη της Μόσχας, με τους Κούρδους του Ιράκ για την δημιουργία ενεργειακού διαδρόμου προς την δύση προσκρούει στα τουρκικά συμφέροντα, η σκιά του Πεκίνου έχει αποκτήσει απότομα μεγάλο ειδικό βάρος στην περιοχή και πρακτικά δεν αντιμετωπίζεται ούτε παρακάμπτεται.
Τουρκικοί φόβοι
Όμως η ένταξη της Τουρκίας με την ιδιότητα του στρατηγικού εταίρου στην πρωτοβουλία των μεγάλων εμπορικών διαδρόμων (Belt and Road Initiative –BRI), αφενός συνεπάγεται την αποδοχή ανάλογων επαχθών όρων, όπως της Τεχεράνης και παράλληλα την οργή των Αμερικανών. Το τουρκικό καθεστώς αντιλαμβάνεται πως ένα τέτοιο ενδεχόμενο συνεπάγεται μεγάλες αντιδράσεις στο εσωτερικό της χώρας όπου όπως και στο Ιράν, η συμφωνία θα αντιμετωπισθεί με την μορφή μίας αισχρής εκποίησης, αλλά και εξαιρετικά σοβαρές κυρώσεις από την πλευρά των ΗΠΑ.
Η Άγκυρα γνωρίζει κατά πάσα πιθανότητα πως ένας από τους όρους που προκαλεί την λαϊκή οργή στο Ιράν αφορά τον απόλυτο έλεγχο του Πεκίνου στις εξαγωγές βιομηχανικών αγαθών από την χώρα, αλλά και την αυστηρή επίβλεψη της διάθεσης των ενεργειακών εσόδων προς τις σωστές αναπτυξιακές κατευθύνσεις, όπως αυτές έχουν σχεδιασθεί από τους Κινέζους εμπειρογνώμονες. Η μόνη ελπίδα πάντως της Άγκυρας βασίζεται στην εκδήλωση μίας κινεζικής πρωτοβουλίας προς την κατεύθυνση της έναρξης διαπραγματεύσεων, ώστε να εξευμενισθούν τουλάχιστον οι εξαγριωμένες αγορές με την προσδοκία κάποιας μορφής στήριξης της τουρκικής οικονομίας από το Πεκίνο.
Πάντως δεν διαφαίνεται κάποια σοβαρή προοπτική εντός του 2020, ώστε να αποτραπεί η πορεία προς την πτώχευση και αν συνεκτιμηθεί πως στην περίπτωση της Τεχεράνης οι Κινέζοι έχουν επιδείξει την απαιτούμενη υπομονή, ώστε η χώρα λόγω της δεινής οικονομικής της κατάστασης να εξαντλήσει τις επιλογές της, μάλλον εάν και εφόσον το αποφασίσουν, θα πράξουν το ανάλογο και για την Άγκυρα.
Από την άλλη πλευρά, ο δυτικός κόσμος ασχολείται κόρον με τον γνωστό ταραξία της περιοχής του, ανησυχώντας για την επικίνδυνη παράσταση που δίνει στην Λιβύη και στην Ανατολική Μεσόγειο, παρέχοντας κατά κύριο λόγο στους Κινέζους και κατά δεύτερο λόγο στους Ρώσους την ευκαιρία να ολοκληρώσουν αθόρυβα μία τεράστιας κλίμακας γεωπολιτική μεταβολή στην Κεντρική Ασία και στην Μεσοποταμία.