Μπούμερανγκ για τον Μητσοτάκη οι μεγάλες προσδοκίες στην οικονομία

Μπούμεραγκ για τον Μητσοτάκη οι μεγάλες προσδοκίες στην οικονομία, Κώστας Μελάς

Η κυβέρνηση Μητσοτάκη έχει δημιουργήσει ρητορικά πολλές προσδοκίες για τη μεγέθυνση του ΑΕΠ και για αλλαγή του προτύπου της ελληνικής οικονομίας. Οι προσδοκίες συνδέουν το παρόν με το μέλλον. Οι θετικές προσδοκίες επηρεάζουν θετικά την οικονομία μόνο όταν στηρίζονται στην αντικειμενική πραγματικότητα. Όταν είναι προϊόν ρητορικής και δεν στηρίζονται στην πραγματικότητα συχνά μετατρέπονται σε μπούμερανγκ.

Στην περίπτωση της κυβέρνησης της ΝΔ εκτιμώ ότι ισχύει περισσότερο το δεύτερο παρά το πρώτο. Είναι ενδεικτικό ότι με την πάροδο του χρόνου οι προεκλογικές εξαγγελίες και οι προγραμματικές δηλώσεις περνούν σε δεύτερο πλάνο. Η εντύπωση ότι το επιτελείο του Μητσοτάκη ήταν έτοιμο να τώρα με ταχύ ρυθμό υλοποιεί το σχέδιό του αρχίζει να υποχωρεί.

Η προσδοκία ότι οι εταίροι-δανειστές θα άλλαζαν στάση διαψεύδεται. Αυτό φάνηκε και από τις επισκέψεις του πρωθυπουργού στη Γαλλία, τη Γερμανία και την  Ολλανδία. Η πολιτική που σκόπευε να εφαρμόσει η κυβέρνηση Μητσοτάκη στηριζόταν στη δημιουργία δημοσιονομικού χώρου δια μέσου της μείωσης των πρωτογενών πλεονασμάτων. Ο Μακρόν και κυρίως η Μέρκελ δεν ανταποκρίθηκαν θετικά.

Η καγκελάριος, μάλιστα, αντέστρεψε το επιχείρημα Μητσοτάκη, δηλώνοντας ότι στις καλύτερες συνθήκες που διαμορφώνονται στην οικονομία γίνεται πιο εύκολο η Ελλάδα να εκπληρώσει τις μεταμνημονιακές υποχρεώσεις της. Προς το παρόν, αυτή η πόρτα έχει κλείσει. Ήταν αυτά τα μηνύματα που υποχρέωσαν τον Μητσοτάκη να μεταθέσει για αργότερα το αίτημα για μείωση του στόχου όσον αφορά το ύψος των πρωτογενών πλεονασμάτων.

Κι αυτό παρότι υπάρχουν επιχειρήματα υπέρ της μείωσης. Η μείωση του κόστους δανεισμού, λόγω της πτώσης των επιτοκίων, πιθανότατα δίνει ένα περιθώριο για μείωση του πρωτογενούς πλεονάσματος κατά περίπου μισή μονάδα. Το 3,5% είναι ουσιαστικά το κόστος δανεισμού της ελληνικής οικονομίας, οι τόκοι, δηλαδή, που έπρεπε να πληρώνει η Ελλάδα για την εξυπηρέτηση του χρέους της.

Όταν, λοιπόν, το κόστος δανεισμού πέφτει περίπου στο 3%, μπορεί αντίστοιχα να μειωθεί και ο στόχος. Παρ’ όλα αυτά δεν θεωρώ ότι θα συμβεί, επειδή υπάρχει πολιτική απροθυμία, αλλά και επειδή μία μείωση του στόχου για το πρωτογενές πλεόνασμα απαιτεί μία πολύπλοκη διαδικασία εγκρίσεων από τις χώρες-μέλη της Ευρωζώνης και βέβαια αναδιάρθρωση του ελληνικού χρέους.

Το χαρτί του μεταναστευτικού

Το ενδεχόμενο να ληφθούν υπόψη πολιτικές σκοπιμότητες δεν μπορεί να αποκλειστεί, αλλά δεν εκτιμώ ότι θα καθορίσει τις εξελίξεις. Το ζήτημα που επηρεάζει τη Μέρκελ και τον Μακρόν είναι κυρίως το μεταναστευτικό. Σ’ αυτό η Ελλάδα παίζει σημαντικό ρόλο, αλλά δεν εκτιμώ πως θα χρησιμοποιήσει αποφασιστικά αυτό το χαρτί.

Αυτό που πιθανό να κάνουν οι Ευρωπαίοι είναι να δώσουν στην Ελλάδα τα κέρδη της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας από τα ελληνικά ομόλογα. Η κυβέρνηση Μητσοτάκη επιδιώκει αυτά να συμπεριληφθούν στον υπολογισμό των πλεονασμάτων και κατ’ αυτόν τον έμμεσο τρόπο να μειωθεί ο στόχος και άρα έτσι να δημιουργηθεί μεγαλύτερος δημοσιονομικός χώρος για τη λήψη μέτρων. Μένει να αποδειχτεί εάν θα τα καταφέρει. Οι πρώτες ενδείξεις, πάντως, είναι αρνητικές.

Ο πρωθυπουργός δείχνει, πάντως, να υπερεκτιμάει τις προοπτικές της ελληνικής οικονομίας. Θεωρώ ότι ολοένα και περισσότερο η κυβέρνηση της ΝΔ θα πατάει στα βήματα της κυβέρνησης του ΣΥΡΙΖΑ. Κρίσιμο ερώτημα είναι εάν θα καταφέρει να έχει το 2019 πρωτογενές πλεόνασμα 3,5%, δεδομένου ότι η Κομισιόν και άλλοι το αμφισβητούν.

Δεν αρκεί η μειωμένη φορολογία

Η δυναμική της ελληνικής οικονομίας προφανώς και θα εξαρτηθεί από τη δυναμική της ευρωπαϊκής και παγκόσμιας οικονομίας. Η Ευρωζώνη ήδη αντιμετωπίζει το φάσμα της ύφεσης. Δεδομένου ότι είναι ο κύριος εταίρος μας στις εμπορικές συναλλαγές και στις υπηρεσίες, αυτό δεν ευνοεί την αναθέρμανση της ελληνικής οικονομίας. Μόνο με τη μείωση φορολογικών συντελεστών ή με τις λεγόμενες μεταρρυθμίσεις που κοιτάνε μόνο προς στην προσφορά δεν πρόκειται να προκύψει μεγέθυνση του ΑΕΠ ικανή να αντισταθμίσει το κόστος που δημιουργεί η απώλεια των εσόδων.

Απαιτούνται πολλά περισσότερα για να συμβεί αυτό. Ειδικά στην ελληνική οικονομία που υποφέρει πρωτίστως από την πλευρά της ζήτησης. Η λύση είναι οι επενδύσεις, αλλά αυτές δεν έρχονται μόνο με κινήσεις επικοινωνιακού χαρακτήρα. Αυτός είναι ο λόγος που η κυβέρνηση έχει σταματήσει πλέον να μιλάει για μεγέθυνση 4%. Το 2019 το ΑΕΠ θα αυξηθεί κατά 2% περίπου.

Τα στοιχεία για το πρώτο τρίμηνο του 2019 δείχνουν ότι είχαμε μεγέθυνση 1,1% και το δεύτερο 1,9%, δηλαδή 1,5% το πρώτο εξάμηνο. Το αντίστοιχο εξάμηνο του 2018 είχαμε 2,7% και 1,5% δηλαδή 2,1%. Έχουμε, λοιπόν, μείνει πίσω και είναι εξαιρετικά δύσκολο να πιαστεί ο στόχος του προϋπολογισμού για μεγέθυνση 2,3%. Το πρόβλημα δεν αφορά μόνο το 2019. Το 2020 θα είναι πολύ δύσκολο και λόγω της οικονομικής συγκυρίας στην Ευρώπη και επειδή δεν υπάρχει διαθέσιμος δημοσιονομικός χώρος για να γίνουν οι μειώσεις της φορολογίας που είχε εξαγγείλει η κυβέρνηση Μητσοτάκη, με σκοπό να προκαλέσει ανάπτυξη.

Οι απόψεις που αναφέρονται στο κείμενο είναι προσωπικές του αρθρογράφου και δεν εκφράζουν απαραίτητα τη θέση του SLpress.gr

Απαγορεύεται η αναδημοσίευση του άρθρου από άλλες ιστοσελίδες χωρίς άδεια του SLpress.gr. Επιτρέπεται η αναδημοσίευση των 2-3 πρώτων παραγράφων με την προσθήκη ενεργού link για την ανάγνωση της συνέχειας στο SLpress.gr. Οι παραβάτες θα αντιμετωπίσουν νομικά μέτρα.

Ακολουθήστε το SLpress.gr στο Google News και μείνετε ενημερωμένοι