Ο μύθος των υπερασφαλών αμερικανικών ομολόγων
06/08/2023Το 2022 συνιστά την χειρότερη περίοδο των 250 ετών της οικονομικής ιστορίας των ΗΠΑ για αγορά των τίτλων του δημοσίου, με αποτέλεσμα να διαλύεται με τον τραγικότερο δυνατό τρόπο ο μύθος το μηδενικού κινδύνου των ομολόγων. Το αμερικανικό δεκαετές σημειώνει δυνητικές απώλειες της τάξης του 18%, ενώ για το τριακονταετές οι απώλειες διευρύνονται θεαματικά στο 39%.
Η πλειοψηφία των επενδυτών, αλλά και οι χρηματοοικονομικοί φορείς αποδέχονται διαχρονικά πως οι τίτλοι του δημοσίου ενέχουν μηδενικό κίνδυνο, οπότε αποτελούν ασφαλή καταφύγια που χαίρουν μεγάλης προτίμησης και εκ των πραγμάτων προτιμώνται στις αγορές από αποταμιευτές και επενδυτές.
Στην τρέχουσα περίοδο η παγκόσμια αγορά ομολόγων έχει αποκτήσει μία αξία που αποτιμάται στα $133 τρισεκατομμύρια, ανακλώντας τις μαζικές τοποθετήσεις ιδιωτών και θεσμικών επενδυτών που απλούστατα αποδέχονται πως η ιστορικά πάγια πρακτική των αγορών οδηγεί σε υπερασφαλείς αποταμιεύσεις. Αντίθετα η ολική αξία του χρυσού που έχει εξορυχθεί φθάνει περίπου τα $12,7 τρισεκατομμύρια, συνιστώντας λιγότερο από το 10% της αγοράς ομολόγων.
Μία οδυνηρή πραγματικότητα
Αν και γενικά υποστηρίζεται πως μετά το άσχημο πρώτο εξάμηνο του 2023 τα χειρότερα έχουν λάβει τέλος για τα ομόλογα, τα συμπτώματα προδίδουν πως οι ταλαιπωρίες των ομολογιούχων μόλις αρχίζουν και παρά το γεγονός ότι οι περισσότεροι δεν το αντιλαμβάνονται, η συγκεκριμένη αγορά έχει μεταβληθεί σε νεκροταφείο κεφαλαίων.
Οι ήδη σημαντικές υποαξίες που επιβαρύνουν τράπεζες και θεσμικούς επενδυτές, στοιχειοθετούν πως οι τίτλοι που διακρατούνται στα χαρτοφυλάκιά τους δεν αποτελούν πλέον επενδύσεις μηδενικού κινδύνου, έχοντας μετατραπεί σε μία εγγυημένη διαδικασία απώλειας κεφαλαίων, με αποτέλεσμα οι παρενέργειες να έχουν αποκτήσει την δική τους δυναμική, με άγνωστες προς το παρόν συνέπειες.
Θλιβερά δεδομένα
Συνολικά οι αμερικανικές τράπεζες σημειώνουν απώλειες της τάξης των $640 δισεκατομμυρίων από τα μακροπρόθεσμα ομόλογα των χαρτοφυλακίων τους, δηλαδή 25 και πλέον φορές περισσότερες από τις ανάλογες που προκαλούν ασφυξία στην Silicon Valley Bank και αναλογούν σχεδόν στο 29% του συνολικού του ενεργητικού τους ($2,2 τρισεκατομμύρια).
Η τελευταία έρευνα της γνωστής εφημερίδας Washington Post με βάση τα πορίσματα δύο πρόσφατων χρηματοοικονομικών μελετών αποκαλύπτει πως εάν οι τράπεζες εξαναγκασθούν να ρευστοποιήσουν τα χαρτοφυλάκια ομολόγων και χορηγήσεων, τότε θα εξανεμισθεί το 91% του υποχρεωτικού Κεφαλαιακού Αποθεματικού Ασφαλείας. Οι απώλειες στο τραπεζικό σύστημα που δεν έχουν υλοποιηθεί μέσω ρευστοποιήσεων, κυμαίνονται μεταξύ $1,7 και $2,0 τρισεκατομμυρίων, ενώ το συνολικό υποχρεωτικό Κεφαλαιακό Αποθεματικό Ασφαλείας του κλάδου ανέρχεται σε $2,2 τρισεκατομμύρια.
Το χειρότερο όμως αφορά το γεγονός ότι άνοδος των επιτοκίων, απομειώνει την αγοραία αξία και των υπολοίπων στοιχείων του ενεργητικού τους, με παράδειγμα το εάν οι χορηγηθείσες πιστώσεις επιβαρύνονται με τόκο της τάξης του 1% και τα επιτόκια έχουν αυξηθεί ήδη στο 5,5%, τότε απομειώνεται η πραγματική αξία του δανείου. Λογιστικά οι μη πραγματοποιηθείσες ζημίες των αμερικανικών τραπεζών, λόγω των κρατικών τίτλων και των αναλόγων των χορηγήσεων, ανέρχονται στην λήξη του 2022 στο ύψος των $1,75 τρισεκατομμυρίων και αποτελούν το 80% των ιδίων κεφαλαίων τους.
Τα συγκεκριμένα δεδομένα προέρχονται από την τελευταία ενδελεχή έρευνα του πρώτου τριμήνου του 2023 από την Σχολή Επιχειρήσεων του Πανεπιστημίου Stern της Νέας Υόρκης (NYU Stern) με αντικείμενο τις μη πραγματοποιηθείσες ζημίες των αμερικανικών τραπεζών, που θέτει ζήτημα βιωσιμότητας για 186 τράπεζες. Η “μη πραγματοποιηθείσα” φύση των συγκεκριμμένων ζημιών αποτελεί απλώς ένα λογιστικής υφής κατασκεύασμα των ρυθμιστικών αρχών που επιτρέπει στις τράπεζες να καταχωρούν τους τίτλους στην τιμή έκδοσής τους και τα δάνεια στην αρχική αξία της σύμβασής τους. Η αξιολόγηση όμως της ποιότητας του κεφαλαίου των αμερικανικών τραπεζών, αποδεικνύει πως οι περισσότερες προσεγγίζουν το στάδιο της ασφυξίας ρευστότητας.
Ενδεικτικά στις ΗΠΑ, ένα τυπικό χαρτοφυλάκιο που αποτελείται κατά 60% από μετοχές και κατά 40% από ομόλογα, να έχει υποστεί κατά το 2022 απώλειες μεγαλύτερες του -34%. Όμως και οι κεντρικές τράπεζες εμφανίζουν ανάλογα προβλήματα και στο πρώτο εξάμηνο του 2022 οι υποαξίες για την Ομοσπονδιακή Κεντρική Τράπεζα (FED) ανέρχονται σε $720 δισεκατομμύρια και για την Τράπεζα Αγγλίας σε $200 δισεκατομμύρια. Σύμφωνα με το γνωστό ειδησεογραφικό πρακτορείο Reuters, οι κεντρικές τράπεζες των ΗΠΑ, της Βρεταννίας, της Ευρωζώνης, της Ελβετίας και της Αυστραλίας σημειώνουν κατά το δεύτερο εξάμηνο του 2022 επιπλέον απώλειες της τάξης του $1 τρισεκατομμυρίου.
Η υποβάθμιση από την Fitch
Σύμφωνα με τα στοιχεία του αμερικανικού υπουργείου Οικονομικών το δημόσιο χρέος στα τέλη Ιουλίου ανέρχεται σε $32,659 τρισεκατομμύρια, αυξημένο κατά $392,75 δισεκατομμύρια έναντι του προηγουμένου μηνός. Οι αναλυτές του ομίλου της Deutsche Bank υπολογίζουν πως κατά το δεύτερο εξάμηνο του 2023, το αμερικανικό δημόσιο θα υποχρεωθεί να προχωρήσει σε εκδόσεις τίτλων συνολικού ύψους 1,3 τρισεκατομμυρίων για την κάλυψη των ελλειμμάτων του, το δεύτερο μεγαλύτερο στην ιστορία του.
Όμως, όπως σημειώνουν, το γεγονός ότι το συνολικό χρέος θα προσεγγίσει τα 34 τρισεκατομμύρια δολάρια δεν θα αποθαρρύνει τους επενδυτές, αν και θα επηρεάσει αρνητικά την ρευστότητα της Ομοσπονδιακής Κεντρικής Τράπεζας (FED), όχι πάντως δραματικά και τις τιμές των μετοχών, στοιχείο που ανησυχεί ιδιαίτερα την Wall Street.
Οι υπολογισμοί κρίνονται μάλλον μετριοπαθείς, από την στιγμή που μετά τον δανεισμό 726 δισεκατομμυρίων δολαρίων κατά το πρώτο εξάμηνο του 2023, αναμένεται δανεισμός ύψους $1,007 τρισεκατομμυρίων στο τρίτο τρίμηνο και επιπλέον $852 δισεκατομμυρίων για το τέταρτο και τελευταίο του έτους, όπως αναφέρει η τελευταία έκθεση του υπουργείου Οικονομικών.
Την κατάσταση επιδεινώνει η υποβάθμιση του αξιόχρεου της αμερικανικής οικονομίας από τον γνωστό οίκο αξιολόγησης Fitch, που επικαλείται το γεγονός ότι το έλλειμα της κεντρικής κυβέρνησης θα κινηθεί στο 6,3% του ΑΕΠ το 2023, έναντι του 3,7% του 2022. Κατά τον οίκο οι περικοπές κατά 15% των δαπανών (εξαιρουμένου του υπουργείου Άμυνας) δεν αποτελούν σημαντική βελτίωση και σε συνδυασμό με την γενική εικόνα της οικονομίας με την συνεχή αύξηση του χρέους και την επιδείνωση της πολιτικής κατάστασης, λόγω διάβρωσης της διακυβέρνησης, δεν επιτρέπουν αισιόδοξες προβλέψεις.