ΑΝΑΛΥΣΗ

Ο ολιγαρχικός προσανατολισμός της πράσινης ατζέντας

Δελτίο τύπου ΚΕΠΑ - 10ο Φόρουμ για την προώθηση των πράσινων επενδύσεων

Όπως προκύπτει από την αρχιτεκτονική και τον προσανατολισμό του, το νέο παραγωγικό μοντέλο της πράσινης οικονομίας δεν είναι καρπός μιας αιφνίδιας ευαισθητοποίησης για τις περιβαλλοντικές συνέπειες της βιομηχανικής οικονομίας. Είναι καρπός της αναγκαιότητας ανασυγκρότησης της παραγωγικής διαδικασίας στο πλαίσιο της 4ης Βιομηχανικής Επανάστασης.

Ο σχεδιασμός της δομής του θα πρέπει να αναζητηθεί επομένως στις αναγκαιότητες παραγωγικής και γεωπολιτικής αναδιάρθρωσης της ηγεμονίας της Δύσης, στις συνθήκες κυριαρχίας της νεοσυντηρητικής πολιτικής ατζέντας μετά την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης και όχι στις οικολογικές ευαισθησίες. Η ατζέντα αυτή αποβλέπει στη νεοφιλελεύθερη ηγεμονία της Δύσης σε ένα μονοπολικό κόσμο.

Ειδικότερα η πράσινη μετάβαση υπηρετεί αυτή την ατζέντα, αντιμετωπίζοντας την κρίση της βιομηχανικής ανάπτυξης λόγω της περιβαλλοντικής απειλής, ως εξής:

  • Πρώτον, ενισχύει τον κεφαλαιοκρατικό χαρακτήρα της ανάπτυξης και κατά συνέπεια τον πολιτικό ρόλο του κεφαλαίου – αναδιάρθρωση των πολιτικών ισορροπιών στο εσωτερικό της, όπως αναλύθηκε στο προηγούμενο άρθρο.
  • Δεύτερον, διευκολύνει την οικονομική επικράτηση της Δύσης επί των αναδυόμενων ανταγωνιστών της που πλεονεκτούν σε εργασία και φυσικούς πόρους, μέσω της αλλαγής του διεθνούς καταμερισμού της εργασίας την οποία επιβάλλει η γεωπολιτική αναδιάρθρωση.

Ενώ στη βιομηχανική οικονομία οι διεθνείς οικονομικές σχέσεις και η ισορροπία Βορρά-Νότου διαρθρώνονταν με βάση τον παραδοσιακό κανόνα του συγκριτικού πλεονεκτήματος, η πράσινη ατζέντα αλλάζει αυτό τον κανόνα, όπως υποδεικνύουν τα νέα παγκόσμια υποδείγματα παραγωγής και εμπορίου: εξειδίκευση των αναπτυγμένων οικονομιών σε προϊόντα έντασης κεφαλαίου και τεχνολογίας και των αναπτυσσόμενων σε προϊόντα έντασης εργασίας και φυσικών πόρων. Αναβαθμίζοντας οικονομικά τη σημασία του κεφαλαίου και της τεχνολογίας έναντι της εργασίας και των φυσικών πόρων, η πράσινη ατζέντα θέτει τις αναπτυσσόμενες οικονομίες σε ακόμη υποδεέστερη θέση έναντι των αναπτυγμένων, γεγονός που προκαλεί ήδη την αντίδραση των πρώτων.

Η αντιπαράθεση με την Ρωσία

Η εξελισσόμενη σύγκρουση με την Ρωσία (πλούσια σε φυσικούς πόρους και εργασία) και η διαφαινόμενη αδιαφορία για συμβιβαστική επίλυσή της αλλά και η αύξηση των δαπανών στην ΕΕ για άμυνα και στρατιωτική καινοτομία υποδηλώνουν εύγλωττα τη γεωπολιτική πτυχή του πολιτικού σχεδιασμού, στον οποίο εντάσσεται η πράσινη οικονομία: Σύσταση του Ευρωπαϊκού Ταμείου Άμυνας της ΕΕ συνολικού προϋπολογισμού 8 δισ €, ανάπτυξη νέου προγράμματος για να καταστεί η ΕΕ κόμβος αμυντικής καινοτομίας ύψους 2 δισ €, διάθεση για τους τομείς Ασφάλειας και Άμυνας από το δημοσιονομικό πλαίσιο 2021-2027, δηλαδή σχεδιασμού που έχει γίνει πριν από τον πόλεμο, κονδυλίων ύψους 44 δισ € (αύξηση 123%).

Ο συνδυασμός αυτών των πολιτικών με το χρηματοδοτικό πλαίσιο για την εσωτερική ασφάλεια και την επιτήρηση των συνόρων της ΕΕ, αλλά και την αλματώδη αύξηση των αμυντικών δαπανών των χωρών του ΝΑΤΟ, καθιστά σαφές ότι η έρευνα και η ανάπτυξη οπλικών συστημάτων υψηλής τεχνολογίας μετατοπίζεται στο κέντρο της οικονομίας. Άλλωστε η τεχνολογική έρευνα για τις πολεμικές ανάγκες ήταν ανέκαθεν –όπως αποδείχθηκε στους δυο παγκόσμιους πολέμους– ο καταλύτης για μεγάλη τεχνολογική πρόοδο και καινοτομία. Μια τέτοια στροφή της οικονομίας στην στρατιωτική καινοτομία στην ΕΕ, σε συνδυασμό με τις επιπτώσεις που έχουν στην κοινωνική ευημερία οι πολεμικές κυρώσεις, προοιωνίζονται μια διαρκώς στενότερη σύνδεση της πολεμικής οικονομίας με την κυρίαρχη ατζέντα της πράσινης μετάβασης.

Η πορεία της πράσινης μετάβασης

Η μετάβαση προς την πράσινη οικονομία εκδηλώνεται με τη ριζική διαφοροποίηση της μορφής των επενδύσεων κεφαλαίου στις αναπτυγμένες Δυτικές οικονομίες. Η σαφής μετατόπιση της κυριαρχίας στο περιεχόμενο του κεφαλαίου (από τη φυσική στην άϋλη μορφή του) αποτυπώνεται ξεκάθαρα τα τελευταία 20 χρόνια π.χ. στις ΗΠΑ. Το 1998, με το τέλος της προηγούμενης μακράς περιόδου επέκτασης της οικονομίας τους, το 48,3% των επενδύσεων των επιχειρήσεων αφορούσαν τη δημιουργία νέων υποδομών παγίων εγκαταστάσεων και την αγορά βιομηχανικού μηχανολογικού εξοπλισμού. Στην τεχνολογία και ειδικότερα σε συστήματα επεξεργασίας της πληροφορίας και άδειες ή πατέντες βιομηχανικής (διανοητικής) ιδιοκτησίας αφιερώθηκε το 30% των επενδύσεων.

Το 2018 οι επενδύσεις σε τεχνολογία και δικαιώματα διανοητικής ιδιοκτησίας είχαν αυξηθεί σε 52% των συνολικών νέων επενδύσεων, ενώ οι επενδύσεις σε πάγιες εγκαταστάσεις και μηχανολογικό εξοπλισμό είχαν μειωθεί σε 28,6%. Ως προς τη χρηματιστηριακή κεφαλαιοποίηση, οι τεχνολογικοί κολοσσοί της νέας οικονομίας (Apple, Alphabet, Cisco, Microsoft και Oracle) είχαν ξεπεράσει τα μεγαθήρια των βιομηχανικών και ενεργειακών κλάδων όπως π.χ. η General Motors και η Standard Oil.

Η ραγδαία απομόχλευση του κεφαλαίου και η κρίση χρέους μετά την παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση του 2008, η εμφάνιση του πληθωρισμού λόγω της μεγάλης έκτασης των προγραμμάτων ποσοτικής χαλάρωσης των Κεντρικών Τραπεζών στη διάρκεια της υγειονομικής κρίσης, και, τέλος, η κλιμάκωση του πληθωρισμού και η άνοδος των επιτοκίων λόγω των πολεμικών κυρώσεων της Δύσης στη Ρωσία, επιδείνωσαν τις συνθήκες για την απρόσκοπτη χρηματοδότηση της τεχνολογικής αλλαγής (μεγάλη ρευστότητα, υψηλή μόχλευση κεφαλαίων, χαμηλά επιτόκια). Επιβράδυναν έτσι σημαντικά τον ρυθμό της πράσινης μετάβασης και επιτάχυναν την εκδήλωση των αντινομιών και ανισορροπιών που διατρέχουν τη δομή του νέου παραγωγικού μοντέλου, όσον αφορά στην αντιμετώπιση των κοινωνικών και περιβαλλοντικών πιέσεων.

Η ολιγαρχική μορφή

Η ανάπτυξη στο νέο παραγωγικό μοντέλο εξαρτάται τώρα καθοριστικά περισσότερο από το κεφάλαιο και κατά συνέπεια από τις αγορές χρήματος και κεφαλαίου, σε σχέση με το βιομηχανικό μοντέλο. Επειδή η οικονομία της αγοράς δεν έχει ακόμα ρυθμιστεί, ώστε να αντιστοιχεί σε μια οικονομία γνώσης και όχι πραγμάτων (βιομηχανική), όπως επιτάσσει η πράσινη οικονομία, η υιοθέτηση του νέου παραγωγικού μοντέλου περιορίζεται σήμερα σε θυλάκους της οικονομίας.

Οι θύλακοι αυτοί συνιστούν σήμερα μια απομονωμένη εσωστρεφή πρωτοπορία υπό τον έλεγχο επιχειρηματικών, τεχνολογικών και χρηματοοικονομικών ελίτ. Αντίθετα, ο τεράστιος όγκος των μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων και η μεγάλη μάζα των εργαζομένων παραμένουν αποκλεισμένοι από το γίγνεσθαι και του καρπούς της πράσινης οικονομίας. Αν και οι θύλακοι αυτοί είναι “πορώδεις” προς την υπόλοιπη οικονομία, εντούτοις διασυνδέονται περισσότερο μεταξύ τους υπερεθνικά, παρά με τους υπόλοιπους παραγωγικούς τομείς μιας εθνικής οικονομίας. Το διεθνές δίκτυο αυτών των θυλάκων συνιστά σήμερα την καθοδηγητική δύναμη στην παγκόσμια οικονομία και καθορίζει την διεθνή ατζέντα της μετάβασης.

Η διεύρυνση του χάσματος στο σύγχρονο παραγωγικό σύστημα μεταξύ μιας ολιγομελούς εμπροσθοφυλακής και μιας μαζικής οπισθοφυλακής δημιουργεί ανισότητες πρωτόγνωρης κλίμακας για τη μεταπολεμική οικονομική τάξη. Η διάστασή τους αποσταθεροποιεί τα θεμέλια της δημοκρατίας (ελευθερίες και δικαιώματα) και κλονίζει το μεταπολεμικό κοινωνικό συμβόλαιο, οδηγώντας τον σοσιαλδημοκρατικό συμβιβασμό κεφαλαίου-εργασίας στα ιστορικά του όρια.

Η οπισθοχώρηση της προόδου

Η στρατηγική σύμπλευση της Σοσιαλδημοκρατίας με την κυρίαρχη ατζέντα της μετάβασης, υποδηλώνει την αποδοχή εκ μέρους της των νέων διαρθρωτικών συσχετισμών κεφαλαίου-εργασίας και τεχνολογίας-φυσικών πόρων που χαρακτηρίζουν το νέο παραγωγικό μοντέλο και ειδικότερα τη ριζική αναδιάταξή τους υπέρ των πρώτων. Αυτό σημαίνει ότι αποδέχεται την κάθετη αύξηση της κοινωνικής πίεσης στην ανάπτυξη, σε σχέση με το βιομηχανικό μοντέλο.

Από την άλλη πλευρά, οι μόνες διαθέσιμες πολιτικές της Σοσιαλδημοκρατίας για την αντιμετώπιση του προβλήματος παραμένουν οι αναδιανεμητικές: η προοδευτική φορολόγηση, τα επιδόματα κάθε μορφής και οι μεταβιβάσεις πληρωμών. Οι πολιτικές αυτές, που απέβλεπαν στην τόνωση της ζήτησης στη βιομηχανική οικονομία, είναι πλέον ανεπαρκείς για να ανταποκριθούν στο μέγεθος της ανισότητας.

Οι διορθωτικές πολιτικές που απαιτούνται για το σκοπό αυτό έπρεπε να είναι τόσο μαζικές, ώστε να ανατρέψουν την οικονομική τάξη που υπηρετούσε αυτός ο συμβιβασμός. Στην καλύτερη περίπτωση μπορούν να εξασφαλίσουν ένα ελάχιστο επίπεδο διαβίωσης, όπως οι πολιτικές του ελάχιστου εγγυημένου εισοδήματος, που άλλωστε συνιστούν τη ναυαρχίδα της κοινωνικής πολιτικής στην κυρίαρχη ολιγαρχική ατζέντα της μετάβασης. Η υιοθέτηση εν προκειμένω της σχετικής ατζέντας του Παγκόσμιου Οικονομικού Φόρουμ υποδηλώνει την επίσημη εγκατάλειψη ακόμη και του θεμελιώδους προτάγματος της φιλελεύθερης οικονομίας: την εξασφάλιση ίσων ευκαιριών και της θεώρησης της προόδου ως κοινού αγαθού.

Η μετατόπιση της Σοσιαλδημοκρατίας

Η σύγχρονη εκδοχή του συμβιβασμού κεφαλαίου-εργασίας επιχειρήθηκε με τη μετατόπιση της Σοσιαλδημοκρατίας σε φιλελεύθερες θέσεις (αποδοχή ευέλικτης εργασίας) και του νεοφιλελευθερισμού σε κοινωνικές θέσεις (παροχή εγγυήσεων κατά της οικονομικής ανασφάλειας). Στόχος του συμβιβασμού ήταν η επίτευξη ενός ευέλικτου καθεστώτος εργασίας σε συνθήκες ασφάλειας. Το εγχείρημα, όμως, απέτυχε: Οδήγησε στην επισφαλή (precarious) απασχόληση, δηλαδή στην κατάρρευση του καθεστώτος ασφάλειας της εργασίας, αλλά και στην οικονομική στασιμότητα και στην αύξηση των ανισοτήτων.

Στο ίδιο πλαίσιο σύμπλευσης με την κυρίαρχη ατζέντα, η φθίνουσα δυναμική της εργασίας στο παραγωγικό σύστημα και η ανεπάρκεια των αναδιανεμητικών πολιτικών θέτουν σε αμφισβήτηση το παραδοσιακό πολιτικό πρόγραμμα της Αριστεράς επειδή αποσταθεροποιούν το έδαφος για τις πιο ριζοσπαστικές πολιτικές της. Η υποβάθμιση της εργασίας ως ιστορικού υποκειμένου στην νέα παραγωγική πρακτική, συμπιέζει το εύρος διορθωτικών παρεμβάσεων. Από τη μία πολιτικές που υπαγορεύονται από την παραδοσιακή φθίνουσα ατζέντα της Σοσιαλδημοκρατίας για διαχείριση με μεγαλύτερη κοινωνική ευαισθησία της ολιγαρχικής μορφής της πράσινης οικονομίας. Από την άλλη η αδιέξοδη μακροπρόθεσμα υποστήριξη της εργασίας στο πλαίσιο της υποχωρούσας βιομηχανικής παραγωγής.

Η οπισθοχώρηση της ιστορικής Σοσιαλδημοκρατίας και η αμηχανία της παραδοσιακής –με την έννοια αυτή– Αριστεράς αντανακλούν την ανεπάρκεια του κληρονομημένου από τον 20ο αιώνα στρατηγικού αναδιανεμητικού τους προγράμματος. Ανεπάρκεια για την αντιμετώπιση της τεράστιας οικονομικής ανισότητας του 21ου αιώνα, που πηγάζει από τη νέα παραγωγική πραγματικότητα του ολιγαρχικού χαρακτήρα της πράσινης οικονομίας. Η εντυπωσιακή άνοδος των νεοσυντηρητικών και υπερσυντηρητικών δυνάμεων είναι ένα μέτρο της πεποίθησης μιας πολύ μεγάλης μερίδας της εργασίας και των επιχειρήσεων ότι τα συμφέροντα και οι επιδιώξεις τους έχουν προδοθεί από αυτές τις πολιτικές.

Οι απόψεις που αναφέρονται στο κείμενο είναι προσωπικές του αρθρογράφου και δεν εκφράζουν απαραίτητα τη θέση του SLpress.gr

Απαγορεύεται η αναδημοσίευση του άρθρου από άλλες ιστοσελίδες χωρίς άδεια του SLpress.gr. Επιτρέπεται η αναδημοσίευση των 2-3 πρώτων παραγράφων με την προσθήκη ενεργού link για την ανάγνωση της συνέχειας στο SLpress.gr. Οι παραβάτες θα αντιμετωπίσουν νομικά μέτρα.

Ακολουθήστε το SLpress.gr στο Google News και μείνετε ενημερωμένοι