Ωρολογιακή βόμβα στα θεμέλια των τραπεζών τα παράγωγα
29/03/2023Στις 10 Μαρτίου καταρρέει μία αμερικανική περιφερειακή τράπεζα, η 16η σε μέγεθος στην χώρα Silicon Valley Bank, αλλά δεν κατατάσσεται, παρά τον όχι και τόσον ευκαταφρόνητο όγκο της, στις συστημικές τράπεζες των ΗΠΑ. Η αιτία πηγάζει από τον Νόμο Dodd-Frank του 2010, που καθορίζει ποιες τράπεζες κρίνονται συστημικές, επιτάσσοντας την διάσωσή τους, μέσω της αξιοποίησης των χρημάτων των πιστωτών τους για την αποκατάσταση των κεφαλαίων και της ρευστότητάς τους.
Τεχνικά το όριο του συνολικού ενεργητικού για να ενταχθεί μία τράπεζα στην ομάδα των συστημικών ορίζεται στα $250 δισεκατομμύρια. Όμως το σύνολο του ενεργητικού τους δεν προκρίνει τον λόγο που θεωρούνται σημαντικά συστημικές, αλλά το εάν και κατά πόσον μία πιθανή κατάρρευσή τους, έχει την απαραίτητη δυναμική για να παρασύρει και να καταστρέψει το χρηματοοικονομικό σύστημα.
Η έκθεση στα παράγωγα
Η Silicon Valley Bank με σύνολο ενεργητικού 212 δισεκατομμυρίων δολαρίων δεν ανταποκρίνεται στο όριο που ορίζει ο Νόμος Dodd-Frank, αλλά το σημαντικότερο είναι πως η έκθεσή της σε παράγωγα, αν και ανέρχεται σε $27,7 δισεκατομμύρια (υποκείμενη αξία), αποτελεί μόλις το 0,05% των $55,387 τρισεκατομμυρίων της έκθεσης της JP MORGAN CHASE που κατέχει τον μεγαλύτερο όγκο παραγώγων στον αμερικανικό τραπεζικό κλάδο.
Η έννοια του συστημικού προσδιορίζει κυρίως το εάν και κατά πόσον η πτώχευση μίας τράπεζας έχει την δυναμική να προκαλέσει αλυσιδωτές καταρρεύσεις, κατακρημνίζοντας το χρηματοοικονομικό οικοδόμημα. Παρά ταύτα οι κίνδυνοι παραμένουν ορατοί, αν και το γνωστό τηλεοπτικό δίκτυο CNN φροντίζει να καθησυχάσει τους τηλεθεατές, προβάλλοντας το γεγονός ότι η πλειοψηφία των οικονομικών αναλυτών δεν αναμένει αλυσιδωτές καταρρεύσεις στο σύστημα λόγω της Silicon Valley Bank.
Σε παράλληλη τροχιά ο επικεφαλής των οικονομολόγων του περιβόητου οίκου αξιολόγησης MOODY’S, Mark Zandi, διαβεβαιώνει πως ο τραπεζικός κλάδος διαθέτει τα απαιτούμενα κεφάλαια και την αναγκαία ρευστότητα σε βαθμό που δεν είχε ποτέ στο παρελθόν, από την εποχή της μεγάλης χρηματοοικονομικής κρίσης του 2008. Τονίζει πως οι απειλούμενες τράπεζες δεν διαθέτουν το απαιτούμενο μέγεθος για να προκαλέσουν την κατάρρευση ολοκλήρου του συστήματος.
Οι ασφαλισμένες καταθέσεις πρόκειται να καλυφθούν από την Ομοσπονδιακή Εταιρεία Ασφάλισης Καταθέσεων (Federal Deposit Insurance Corporation-FDIC) έως το όριο των $250.000, αλλά το ταμείο της έχει την δυνατότητα να καλύψει μόλις το 2% του συνόλου των $9,6 τρισεκατομμυρίων των καταθέσεων που εμπίπτουν σε καθεστώς προστασίας. Παράλληλα ο Νόμος Dodd-Frank του 2010 που θέτει το πλαίσιο τραπεζικών διασώσεων, αποκλείει την επιβάρυνση των φορολογουμένων και υποχρεώνει τους πιστωτές μίας υπό κατάρρευση τράπεζας, δηλαδή τους καταθέτες, τους μετόχους, τους ομολογιούχους και τους δανειστές της, να την διασώσουν.
Το πρόβλημα των ανέλεγκτων παραγώγων
Μία κρίση ανάλογη με την αντίστοιχη που ενσκήπτει μετά την κατάρρευση του 1929 και πυροδοτείται από την φυγή των καταθέσεων, δεν αντιμετωπίζεται με κανένα τρόπο από την Ομοσπονδιακή Εταιρεία Ασφάλισης Καταθέσεων (Federal Deposit Insurance Corporation-FDIC). Όμως στην αναταραχή που βιώνει αυτή την εποχή ο τραπεζικός κλάδος, ορισμένοι στρατηγικοί χρηματοοικονομικοί αναλυτές διαβλέπουν πως το πρόβλημα των ανέλεγκτων παραγώγων, που σε συνολικό όγκο υπερβαίνουν σύμφωνα με τις εκτιμήσεις τα $1,4 τετράκις εκατομμύρια, ίσως αποδειχθεί μοιραίο για το σύστημα.
Η κατάρρευση της συστημικής ελβετικής τράπεζας Credit Suisse και η εξαγορά της αντί πινακίου φακής από την μεγαλύτερη UBS της Ζυρίχης, αλλά και οι κλυδωνισμοί στην μεγαλύτερη γερμανική τράπεζα, την Deuthce Bank, ίσως προκαλούνται από προβλήματα των παραγώγων.
Οι συνολικές υποκείμενες αξίες των παραγώγων της τράπεζας ανέρχονται σε €42 ($45,78) τρισεκατομμύρια, όπου με τον όρο υποκείμενη αξία νοείται η αξία που αποτελεί την βάση υπολογισμών για κάποιο χρηματοοικονομικό προϊόν, όπως ένα παράγωγο. Ουσιαστικά αποτελεί ένδειξη του ποσού που καλύπτεται από μία τοποθέτηση σε κάποιο συνδεδεμένο μέσο, που συμπεριλαμβάνει κάθε τύπου παράγωγο.
Στην ελβετική Credit Suisse η φυγή των καταθέσεων εντείνεται μετά την κατάρρευση της Silicon Valley Bank, με συνέπεια στις 15 Μαρτίου να υποχρεωθεί η Κεντρική Τράπεζα Ελβετίας να ανοίξει πιστοληπτική γραμμή έως το ύψος των $54 δισεκατομμυρίων για την διάσωση της τράπεζας. Συνολικά από την εποχή της υγειονομικής κρίσης αποσύρονται καταθέσεις ύψους 302,8 δισεκατομμυρίων δολαρίων, ενώ από την άλλη πλευρά η υποκείμενη αξία των παραγώγων της φθάνει τα $23,6 τρισεκατομμύρια, πιέζοντας ασφυκτικά την ρευστότητα της τράπεζας.
Η θανάσιμη διαδικασία απορρύθμισης
Οι τρέχουσες εξελίξεις δεν χαρακτηρίζονται ούτε τυχαίες, ούτε αιφνιδιαστικές, αλλά αποτελούν προϊόν μίας διαδικασίας που εξελίσσεται σταδιακά από τα τέλη του προηγούμενου αιώνα. Το 1999 η αμερικανική οικονομική ηγεσία αποσύρει τον νόμο Glass-Steagall, επιτρέποντας στις τράπεζες να λειτουργούν σχεδόν όπως τα κεφάλαια διαχείρισης κινδύνων (hedge funds), μέσω της άμεσης εμπλοκής τους στις κεφαλαιαγορές και τα παράγωγα προϊόντα τους.
Ο νομικός προσδιορισμός Glass-Steagall Act αναφέρεται συνήθως σε τέσσερις ρυθμιστικές διατάξεις του αμερικανικού τραπεζικού νομοσχεδίου του 1933, οι οποίες περιορίζουν ασφυκτικά την δραστηριοποίηση των εμπορικών τραπεζών σε χρηματιστήρια και οργανωμένες χρηματοοικονομικές αγορές, όπως και τις διεταιρικές τους σχέσεις με χρηματιστηριακές εταιρείες και επενδυτικούς οίκους (σχέσεις μητρικής προς θυγατρικές).
Οι απόπειρες ακύρωσης εστιάζονται στις δύο διατάξεις που απαγορεύουν διεταιρικές σχέσεις των τραπεζών με χρηματιστηριακές εταιρείες και επενδυτικούς οίκους, αλλά τελικά με την νομοθετική πράξη Gramm-Leach-Bliley Act του 1999, οι επίμαχες διατάξεις αποσύρονται, προκαλώντας όμως πολλές αντιδράσεις. Ακολουθεί το 2000 ένας νόμος εκσυγχρονισμού της διακίνησης των παραγώγων σε εμπορεύματα (Commodities Futures Modernization Act), που διευρύνει τις ανεξέλεγκτες και ανέλεγκτες συναλλαγές σε αυτά τα επικίνδυνα προϊόντα, αντί να τις περιορίσει.
Με τον νομικό προσδιορισμό Commodity Futures Modernization Act of 2000 (CFMA) ορίζεται το ομοσπονδιακής ισχύος νομοσχέδιο που εκσυγχρονίζει την λειτουργία των ρυθμιστικών αρχών στον τομέα των χρηματοοικονομικών προϊόντων που ορίζονται ως παράγωγα και διαπραγματεύονται εκτός των κύκλων συναλλαγών, αλλά και εκτός των οργανωμένων αγορών, σε αντίθεση με τις μετοχές και τα ομόλογα. Ψηφίζεται στις 21 Δεκεμβρίου του 2000 από την κυβέρνηση του Bill Clinton και αποσαφηνίζει ότι οι συναλλαγές στα συγκεκριμένα παράγωγα προϊόντα (over-the-counter/OTC) μεταξύ ενήμερων και χρηματοοικονομικά εκπαιδευμένων αντισυμβαλλόμενων δεν απαιτείται να υπόκεινται σε ελέγχους.
Αντίθετα τα κάθε μορφής προθεσμιακά συμβόλαια με την έννοια που καθορίζονται από το νομοσχέδιο Commodity Exchange Act of 1936 (CEA) ή οι μετοχικοί και ομολογιακοί τίτλοι, υπόκεινται σε ελέγχους με βάση τους ομοσπονδιακούς νόμους που αφορούν τους συγκεκριμένους τίτλους. Όμως οι κύριοι φορείς στις συναλλαγές των OTC, δηλαδή οι τράπεζες, οι επενδυτικοί οίκοι και οι χρηματιστηριακές εταιρείες ελέγχονται μόνον με βάση τα γενικά πρότυπα ασφαλείας και αξιοπιστίας από τις ρυθμιστικές αρχές.
Αναζητώντας εξιλαστήρια θύματα
Παράλληλα η πρόταση της Επιτροπής Ελέγχου Συναλλαγών Παραγώγων (Commodity Futures Trading Commissions-CFTC) να αναλάβει τον λειτουργικό έλεγχο της αγοράς των OTC και την εκκαθάριση των συναλλαγών απορρίπτεται και της επιτρέπεται να διατηρεί των έλεγχο των συναλλασσόμενων ως προς την εταιρική τους και μόνον οντότητα. Με βάση τον νέο νόμο αρκετά νέα χρηματοπιστωτικά προϊόντα, στα οποία συμπεριλαμβάνονται και τα διαβόητα Ασφάλιστρα Κινδύνου (CDS), δεν ορίζονται ούτε ως χρεώγραφα, ούτε ως παράγωγα, με συνέπεια να παραμένουν εκτός των ορίων δικαιοδοσίας τους. Τα συγκεκριμένα ουσιαστικά ανέλεγκτα παράγωγα, θεωρούνται ένα από τα κύρια αίτια της κρίσης του 2008 και της συνεπακόλουθης ισχυρής πενταετούς ύφεσης της παγκόσμιας οικονομίας.
Στις 6 Οκτωβρίου 2008 ο άλλοτε ηγέτης και διευθύνων σύμβουλος της τράπεζας Lehman Brothers, Richard Fuld, στην ένορκη κατάθεσή του σε επιτροπή της Βουλής των Αντιπροσώπων, ερωτάται για δόλια ανάμειξη στην κατάθεση νομοσχεδίου κατά το 2004 και την συγκρότηση ισχυρής ομάδας πίεσης (Lobby), Το συγκεκριμένο και αμφιλεγόμενο σχέδιο νόμου, αναστέλλει την απαγόρευση έκθεσης των επενδυτικών τραπεζών σε δανεισμό μεγαλύτερο του δωδεκαπλάσιου του ενεργητικού τους.
Όμως ο Fuld αποκαλύπτει πως οι τράπεζες αυτές αποτελούν τους βασικούς μοχλούς δανεισμού του αμερικανικού δημοσίου, καθώς διαχειρίζονται την διακίνηση των ομολόγων του στις διεθνείς αγορές, με συνέπεια να κριθεί αναγκαία η άρση της απαγόρευσης για να ενισχυθεί η δραστηριοποίησή τους. Η κίνηση αποσκοπεί στην απρόσκοπτη χρηματοδότηση του πολέμου στο Ιράκ και της κατοχής του Αφγανιστάν, αλλά η αφαίρεση όλων των προστατευτικών φραγμών για την διευκόλυνση των επενδυτικών τραπεζών που διαχειρίζονται το δημόσιο χρέος, οδηγεί σε τραγελαφικές εξελίξεις.
Όπως συνηθίζεται στις συγκεκριμένες περιπτώσεις, δεν αναζητούνται ευθύνες στον τότε πρόεδρο της FED και τον υπουργό Οικονομικών (Treasury Department), ή ακόμα και στην ίδια την κυβέρνηση, καθώς τα εξιλαστήρια θύματα αναζητούνται στους κόλπους των στελεχών των μεγάλων τραπεζών, με πρώτο τον Richard Fuld για τον οποίο εκδίδεται στις 17 Οκτωβρίου του 2008 ένταλμα σύλληψης.
Χρηματοοικονομικά όπλα μαζικής καταστροφής
Ένα δωδεκάμηνο μετά τις διαδοχικές ισχυρές κρίσεις του 2000 και του 2001, ο γνωστός για τις επιλογές του πολύπειρος στρατηγικός επενδυτής Warren Buffett, γράφει προφητικά πως τα παράγωγα αποτελούν τα απόλυτα χρηματοοικονομικά όπλα μαζικής καταστροφής. Εκείνη την εποχή η υποκείμενη αξία (notional) στην οποία οι εκδότες βασίζουν τα παράγωγα που προωθούν στις αγορές φθάνει τα 56 τρισεκατομμύρια δολάρια.
Τον Μάϊο του 2022 η Τράπεζα Διεθνών Διακανονισμών (Bank for International Settlements-BIS) την εκτιμά στα επίπεδα των 600 τρισεκατομμυρίων δολαρίων, αλλά το σύνολο ίσως ανέρχεται στα $1,4 τετράκις εκατομμύρια, χωρίς πάντως κανείς να διαβεβαιώνει για την ακρίβεια της τελευταίας εκτίμησης, από την στιγμή που σχεδόν όλες οι συναλλαγές διεξάγονται χωρίς έλεγχο σε ιδιωτικό επίπεδο.
Στην λήξη του τετάρτου τριμήνου του 2022, η τριμηνιαία Έκθεση Τραπεζικών Συναλλαγών και Κινήσεων Παραγώγων του Γραφείου Ελέγχου Συναλλάγματος (Office of the Controller of the Currency), που αποτελεί την ομοσπονδιακή τραπεζική αρχή, καταγράφει 1.211 ασφαλισμένους εθνικής εμβέλειας χρηματοπιστωτικούς φορείς, πολιτειακές τράπεζες και στεγαστικά ταμιευτήρια ως κατόχους παραγώγων.
Όμως το 88,6% συγκεντρώνεται σε μόλις πέντε ομίλους, της JP MORGAN CHASE ($54,3 τρισεκατομμύρια), της Goldman Sachs ($51,0 τρισεκατομμύρια), της Citibank ($46 τρισεκατομμύρια), της Bank of America ($21,6 τρισεκατομμύρια) και της Wells Fargo ($12,2 τρισεκατομμύρια). Σε αντίθεση όμως με την περίοδο 2008-2009, όταν τα παράγωγα έχουν επικεντρωθεί σε τίτλους ενυπόθηκων δανείων και ασφαλίστρων κινδύνου (CDS), τα τρέχοντα συνδέουν τα επιτόκια με τις αποδόσεις των ομολόγων.