Πένθιμες προειδοποιήσεις για τη διεθνή οικονομία από τον ΟΗΕ…
08/10/2022Η νομισματική και χρηματοοικονομική πολιτική που εφαρμόζεται στις αναπτυγμένες οικονομίες του κόσμου, συμπεριλαμβανομένων και των συνεχών αυξήσεων των επιτοκίων, απειλεί να προκαλέσει μία οδυνηρή παγκόσμια ύφεση και αποτελμάτωση των οικονομιών. Η επιβράδυνση σε διεθνές επίπεδο των οικονομικών δραστηριοτήτων, πρόκειται να αποδειχθεί χειρότερη από την ανάλογη του 2008 και των επιπτώσεων της υγειονομικής κρίσης του 2020.
Όμως παρά τις αυστηρές προειδοποιήσεις, στην Έκθεση της Διάσκεψης Εμπορίου και Ανάπτυξης (Conference on Trade and Development-UNCTAD) του ΟΗΕ, η Γενική Γραμματέας της UNCTAD, Rebeca Grynspan, δηλώνει πως υπάρχει ακόμα το χρονικό περιθώριο για να αποτραπεί η ύφεση και οι τρομακτικές της συνέπειες.
Η ανατολική και νοτιοανατολική Ασία πρόκειται να εμφανίσουν χαμηλότερους ρυθμούς ανάπτυξης σε σύγκριση με τους αντίστοιχους της πενταετίας προ την υγειονομικής κρίσης, με την ύφεση να απειλεί ολόκληρο τον κόσμο και την Ασία να κινδυνεύει να δεχθεί τα χειρότερα πλήγματα. Αν και το πρόβλημα έχει διεθνείς διαστάσεις, τα σήματα κινδύνου έρχονται ιδιαίτερα ισχυρά από τις αναπτυσσόμενες χώρες, πολλές από τις οποίες κινούνται πλέον προς τα όρια της παύσης πληρωμών.
Η συνεχιζόμενη τακτική της αύξησης των επιτοκίων των κεντρικών τραπεζών οδηγεί σε ύφεση όλες ανεξαιρέτως τις οικονομίες του πλανήτη, από την στιγμή που δεν υιοθετούνται άλλοι μηχανισμοί που εστιάζονται στην πλευρά των οικονομικών παραμέτρων της προσφοράς, οπότε μία ομαλή προσγείωση χωρίς ιδιαίτερους κραδασμούς, δεν αποφεύγεται.
Τα βασικά σημεία της Έκθεσης
Κατά την Rebeca Grynspan, ο κόσμος οφείλει να γνωρίζει ότι επέρχεται μία παγκόσμιας κλίμακας ύφεση, με κύριο αίτιο την ακολουθούμενη νομισματική και οικονομική πολιτική. Τονίζει πάντως πως υπάρχει χρόνος να αποφευχθεί η αρνητική αυτή εξέλιξη, εάν αποφασισθεί αλλαγή πορείας από τις κεντρικές τράπεζες και τα οικονομικά επιτελεία των αναπτυγμένων κυρίως οικονομιών. Απαιτείται ένα ουσιαστικό και πραγματιστικό μείγμα πολιτικής που θα αναπτύξει στρατηγικούς ελέγχους τιμών, φορολογία υπερκερδών, αυστηρά αντιμονοπωλιακά μέτρα και σκληρές ρυθμιστικές παρεμβάσεις στην κερδοσκοπία που παρατηρείται στις αγορές αγαθών.
Η έκθεση της UNCTAD προειδοποιεί πένθιμα πως οι πέντε συνεχείς αυξήσεις των αμερικανικών επιτοκίων, που διαμορφώνονται πλέον στο 3,25%, θα μειώσουν κατά 360 δισεκατομμύρια δολάρια τα έσοδα των αναπτυσσόμενων χωρών, εξαιρουμένης της Κίνας, ενώ οι καθαρές ροές κεφαλαίων προς τις χώρες αυτές ήδη κινούνται σε αρνητικά επίπεδα.
Στην πραγματικότητα οι αναδυόμενες οικονομίες χρηματοδοτούν τις αναπτυγμένες, από την στιγμή που οι αυξήσεις των επιτοκίων προκαλούν μαζικές μετακινήσεις κεφαλαίων και πλήττουν ανελέητα τις πλέον ευάλωτες, ενώ τουλάχιστον 90 αναπτυσσόμενες χώρες αντιμετωπίζουν την υποτίμηση των εθνικών τους νομισμάτων έναντι του αμερικανικού δολαρίου.
Τα πλήγματα στην Ασία
Στην έκθεση της UNCTAD προβλέπεται αύξηση του ΑΕΠ της ανατολικής Ασίας κατά 3,3% έναντι του 6,5% του 2021, που πλήττεται από την αύξηση του κόστους των εισαγωγών και την μείωση της ζήτησης των εξαγωγών από την συγκεκριμένη γεωγραφική ζώνη. Επιπλέον η επιβράδυνση της ανάπτυξης της κινεζικής οικονομίας προσθέτει νέες πιέσεις στις οικονομίες της περιοχής, που βασίζονται σε μεγάλο βαθμό στις εξαγωγές τους προς την Κίνα.
Σύμφωνα με την Αναπτυξιακή Τράπεζα Ασίας (Asian Development Bank) δεν αναμένεται υφεσιακό πλήγμα στην ασιατική ήπειρο, αλλά εντείνεται η κρίση χρέους στην Νότιο και Δυτική Ασία. Η Κεϋλάνη (Σρι-Λάνκα) έχει κηρύξει στάση πληρωμών, προσφεύγοντας στο ΔΝΤ, το Αφγανιστάν παραμένει σε δεινή κρίση χρέους, χωρίς διέξοδο, το Μπαγκλαντές προσφεύγει στο ΔΝΤ, όπως και το Πακιστάν, που δέχεται ταυτόχρονα και τρομακτικά πλήγματα από τα πλημμυρικά φαινόμενα.
Η Τουρκία αντιμετωπίζει επικίνδυνα υψηλά επιτόκια στα ομόλογα του δημοσίου και ανεξέλεγκτο πληθωρισμό, ενώ ταυτόχρονα έχει εξαντλήσει και τα συναλλαγματικά της αποθέματα. Ταυτόχρονα η πλήρης κατάρρευση του Λιβάνου, μίας χώρας που επί δεκαετίες πρωταγωνιστεί με την έννοια της οικονομικής ατμομηχανής της περιοχής, η παρακμή με την είσοδο στον νέο αιώνα και τελικά η καταστροφή, αποτελούν παράδειγμα προς αποφυγήν.
Δυσοίωνες εκτιμήσεις
Το γεγονός ότι το 40% από το σύνολο των $28,5 τρισεκατομμυρίων των διεθνών συναλλαγών σε ετήσια βάση πραγματοποιείται σε αμερικανικά δολάρια, όπως υπολογίζει η Τράπεζα Διεθνών Διακανονισμών (Bank for International Settlements-BIS), όπως και ότι τα χρέη δανειζόμενων σε τρίτες χώρες εκτός των ΗΠΑ, στο αμερικανικό νόμισμα, αυξάνονται το 2021 στα $13 τρισεκατομμύρια, προμηνύουν κρίσεις χρέους, όπως και κατά την διάρκεια της δεκαετίας του 1980.
Η εμμονή αποκλειστικά και μόνον στην νομισματική πολιτική, χωρίς να συνυπολογίζονται ζητήματα της προσφοράς στο εμπόριο, στην ενέργεια και στα είδη διατροφής, εντείνει την κρίση του κόστους διαβίωσης, που έχει την απαιτούμενη δυναμική να προκαλέσει εξαιρετικά επικίνδυνους κραδασμούς σε πολλές χώρες του κόσμου.
Αρκετά σημεία της έκθεσης της UNCTAD απευθύνονται στην αναφορά προς τους επενδυτές του γνωστού επενδυτικού οίκου με εξειδίκευση στις αναδυόμενες αγορές Capital Economics. Μεταξύ των άλλων επισημαίνει πως ο παγκόσμιος βιομηχανικός δείκτης Αγορών των Διευθυντών των Εταιρειών (Purchasing Managers’ Index-PMI), που καταγράφει τις μεταβολές της βιομηχανικής δραστηριότητας, καταδεικνύει πως οι βιομηχανίες ανά την υδρόγειο εξασθενούν σημαντικά και οι επιδόσεις τους θα επιδεινωθούν λόγω των πληγμάτων της ανόδου του πληθωρισμού και των αυξήσεων των επιτοκίων.
Ένα πάντως στοιχείο που εκτιμάται από τον επικεφαλής διεθνή οικονομολόγο του οίκου, Simon MacAdam, πως θα μετριάσει κάπως τις αυξητικές τάσεις των τιμών, αφορά την ανενεργή παραγωγική δυναμικότητα, που έχει την δυνατότητα να κινητοποιηθεί για να αντιμετωπίσει τις παγκόσμιες ελλείψεις.
Τί πρέπει να κάνουν οι κυβερνήσεις
Η διεθνής αρνητική εικόνα αποτελεί συνέπεια ενός καθυστερημένου αγώνα αύξησης των επιτοκίων, μετά από πολυετή παραμονή τους σε μηδενικά επίπεδα, με τις πολιτικές ηγεσίες σε διεθνές επίπεδο να αποτυγχάνουν παταγωδώς να πλήξουν σε πρώιμο στάδιο τον πληθωρισμό ή να ενισχύσουν μία υγιή οικονομική ανάπτυξη. Οι προκλήσεις που αντιμετωπίζουν οι εφοδιαστικές αλυσίδες, σε συνδυασμό με την απότομη διόγκωση της αβεβαιότητας και την αδυναμία αντιμετώπισης του πληθωρισμού αποκλειστικά με μέτρα νομισματικής πολιτικής, απαιτούν την αντικατάσταση των συμβατικών ιδεοληψιών, με πραγματισμό και ορθολογική διαχείριση.
Επιπλέον η απόφαση του πανίσχυρου ολιγοπωλίου OPEC+ να προχωρήσει σε μείωση της παραγωγής αργού πετρελαίου κατά δύο εκατομμύρια βαρέλια την ημέρα, συνεπάγεται παραμονή των τιμών του μαύρου χρυσού σε υψηλά επίπεδα, επηρεάζοντας αρνητικά το κόστος σχεδόν όλων των αγαθών. Παρά τις απεγνωσμένες κινητοποιήσεις του Λευκού Οίκου να αποτρέψει αυτή την δυσμενή εξέλιξη, καταγγέλλοντας τελικά Ρωσία και Σαουδική Αραβία για την άστοχη ενέργεια που θίγει όλες τις οικονομίες, ο OPEC+ αποδεικνύει πως συνεχίζει να απομακρύνεται με εντονότερο ρυθμό από τα αμερικανικά συμφέροντα.
Η παγκόσμια ανάπτυξη πρόκειται να υποχωρήσει στο 2,5% κατά το 2022, μειωμένη περαιτέρω στο 2,2% κατά το 2023, με συνέπεια η επιβράδυνση σε διεθνές επίπεδο να διαμορφώσει το πραγματικό ΑΕΠ σε επίπεδα χαμηλότερα από τα ανάλογα προ της υγειονομικής κρίσης. Στο σύνολο των οικονομιών του πλανήτη, η υποχώρηση πρόκειται να κοστίσει περισσότερα από 17 τρισεκατομμύρια δολάρια, δηλαδή περίπου το 20% των παγκοσμίων εσόδων.
Η έκθεση της UNCTAD συνιστά την έξοδο από την αποτελμάτωση των μισθών και πραγματικό πολλαπλασιασμό των νέων θέσεων εργασίας, με αύξηση των δημοσίων επενδύσεων στις οικονομικές και κοινωνικές υποδομές. Απαιτείται ενίσχυση της απασχόλησης, αύξηση της παραγωγικότητας, βελτίωση της ενεργειακής δυναμικότητας και μείωση των αερίων του θερμοκηπίου.
Οι κυβερνήσεις επιβάλλεται να μελετήσουν σοβαρές φορολογικές μεταρρυθμίσεις, συμπεριλαμβανομένων των νέων φόρων στα υπερκέρδη και στον σχηματισμό υπερβολικού πλούτου, όπως και μειώσεις των οριζόντιων φορολογικών μέτρων. Ταυτόχρονα οφείλουν να περιορίσουν την φοροδιαφυγή των μεγάλων εισοδημάτων, να ελέγξουν τους φορολογικούς παραδείσους των εταιρικών ομίλων και των δισεκατομμυριούχων, ώστε να διασφαλισθούν αναδιανομές προς όφελος της επέκτασης των οικονομικών δραστηριοτήτων.