Πως εκκολάπτεται η “Μητέρα των Οικονομικών Κρίσεων”
10/01/2023Μία από τις τελευταίες φωνές που καταγγέλλουν την τραγική απρονοησία των κεντρικών τραπεζιτών, ανήκει σε ένα ιδιαίτερα γνωστό και στην Ελλάδα πρόσωπο, τον διεθνούς φήμης οικονομολόγο Nouriel Roubini. Ο πρώην επικεφαλής των συμβούλων του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου και μέλος της επιτροπής οικονομικών συμβούλων του Αμερικανού προέδρου Clinton, αποτελεί έναν από τους ελάχιστους που προβλέπουν και προειδοποιούν για την “μητέρα των οικονομικών κρίσεων”.
Αυτή την φορά προειδοποιεί για τον τεράστιο όγκο του παγκόσμιου χρέους, που επιβαρύνει ιδιώτες, επιχειρήσεις και κυβερνήσεις, που αναπόφευκτα καταλήγει στην μεγάλη χρηματοοικονομική κρίση του 2008.
Ο Roubini κατηγορεί και μάλλον όχι άδικα, την δημιουργία μίας οικονομίας χρέους με επίκεντρο τον δυτικό κόσμο, που βασίζεται σε σχεδόν μηδενικά επιτόκια και Πιστωτική Επέκταση (QE), μία πολιτική που ακολουθείται τυφλά, όχι μόνον από την Ομοσπονδιακή Κεντρική Τράπεζα (FED), αλλά και από τις υπόλοιπες μεγάλες κεντρικές τράπεζες των αναπτυγμένων οικονομικά χωρών. Η αναπόφευκτη συνέπεια των συγκεκριμένων επιλογών, εκδηλώνεται με τις πληθωριστικές πιέσεις που έχουν καταστροφικές επιπτώσεις για τους πολίτες και τις επιχειρήσεις.
Για να τιθασεύσει τον πληθωρισμό η Ομοσπονδιακή Κεντρική Τράπεζα (FED) προσφεύγει στην γνωστή νομισματική πολιτική της αύξησης των επιτοκίων, αλλά έως και την λήξη του 2022 δεν έχει σοβαρή επίπτωση στην μείωση των τιμών. Αυτό συμβαίνει λόγω του ότι τα επιτόκια εξακολουθούν να κινούνται σε ιστορικά χαμηλά επίπεδα, αλλά δεν παύουν να προκαλούν αρνητικές οικονομικές επιπτώσεις, στις οποίες συμπεριλαμβάνεται η κάμψη της ζήτησης στον στεγαστικό τομέα, ειδικά στις ΗΠΑ. Επιπλέον η αύξηση των επιτοκίων πλήττει ανελέητα ιδιώτες και μικρομεσαίες επιχειρήσεις, που δεν διαθέτουν πλέον την δυνατότητα να ανταπεξέλθουν στις νέες αυξημένες εξοφλητικές δόσεις, οπότε ο δανεισμός δεν μετακυλίεται.
Το κόστος εξυπηρέτησης του χρέους
Ο οικονομολόγος εμφανίζεται σχεδόν τρομοκρατημένος από την απότομη αύξηση του κόστους εξυπηρέτησης του αμερικανικού δημοσίου χρέους, με το συγκεκριμένο φαινόμενο να απειλεί και την Βρετανία, αλλά και χώρες της Ε.Ε., αν και σε μικρότερο προς το παρόν βαθμό. Εξηγεί πως όταν κάποιος δανείζεται σε ετήσια βάση περισσότερο, με βάση έναν ουσιαστικά αυτόματο μηχανισμό για την χρηματοδότηση υλοποίησης προγραμμάτων, χωρίς όμως να υπάρχουν τα απαραίτητα έσοδα για την αποπληρωμή του πρόσθετου χρέους, τότε δημιουργείται σωρευτικά ένα πρόβλημα, όπου το αυξανόμενο επιτόκιο προσθέτει νέο βάρος στην εξυπηρέτηση των δανειακών υποχρεώσεων.
Οι τόκοι συσσωρεύονται, προσθέτοντας οικονομικό βάρος και προκαλούν τελικά μία καταστροφική καθοδική περιδίνηση της οικονομίας, με τραγικές συνέπειες. Το επιπλέον κόστος εξυπηρέτησης αποτελεί ένα ποσόν που δεν καλύπτεται από τα έσοδα του αμερικανικού δημοσίου, ενώ η αύξηση των επιτοκίων αφαιρεί χρήματα που προορίζονται για την κάλυψη άλλων δαπανών. Μία εξέλιξη αυτής της μορφής συνεπάγεται πως η εξυπηρέτηση του δημοσίου χρέους πιέζει αναγκαστικά για περικοπές δαπανών, με τον Αμερικανό πρόεδρο να αντιμετωπίζει την λύση της αύξησης της φορολογίας, για την αποπληρωμή των νέων χρεών.
Όμως η συγκεκριμένη επιλογή ενέχει τον κίνδυνο να πλήξει μία οικονομία που ήδη κινείται σε περιβάλλον ύφεσης, κυρίως λόγω της απότομης ανόδου των επιτοκίων. Οπωσδήποτε υπάρχει η δυνατότητα προσφυγής σε πρόσθετο δανεισμό, όπως προτιμάται μέχρι πρότινος, αλλά η λύση αυτή επιδεινώνει την καθοδική περιδίνηση της θανάσιμης εξέλιξης του δημοσίου χρέους.
Στην πραγματικότητα, όπως τονίζει ο Roubini, η αμερικανική οικονομία δεν έχει τις απαιτούμενες αντοχές για μεγάλες αυξήσεις επιτοκίων, με τα νέα προγράμματα του προέδρου Biden για την οικονομική υποστήριξη των εγχώριων βιομηχανιών, συνολικού ύψους $369 δισεκατομμυρίων και την ανάλογη για υποστήριξη της εγχώριας βιομηχανίας επεξεργαστών και νέας τεχνολογίας, συνολικού ύψους $280 δισεκατομμυρίων, να προσθέτουν νέα βάρη και αναμφίβολα επηρεάζουν αυξητικά τον πληθωρισμό.
Η “Μητέρα των κρίσεων”
Η πεισματική άρνηση της αμερικανικής κυβέρνησης να προχωρήσει σε περικοπές δαπανών τροφοδοτεί στην πραγματικότητα τις πληθωριστικές πιέσεις, παρά τις απεγνωσμένες προσπάθειες της κεντρικής της τράπεζας να τις τιθασεύσει με επιθετικές αυξήσεις επιτοκίων. Ο G. William Hoagland από την δεξαμενή σκέψης BIPARTISAN POLICY CENTER, επιβεβαιώνει τις συνέπειες της καταστροφικής καθοδικής περιδίνησης της οικονομίας υπό την πίεση του δυσβάστακτου χρέους, τονίζοντας όμως πως δεν αποτελεί συνέπεια μίας αιφνιδιαστικής κρίσης. Οι πολιτικοί, συμπεριφέρονται κατά τον ίδιο, όπως οι τερμίτες που καταβροχθίζουν ένα στέγαστρο, που τελικά καταρρέει, με τον ιδιοκτήτη να το αντιλαμβάνεται όταν προσπαθεί να προφυλαχθεί από μία βίαιη βροχόπτωση και καταλήγει κάθυγρος και ταλαιπωρημένος.
Σε παράλληλη τροχιά, στην πρόσφατη ετήσια έκθεσή του, το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο αναθεωρεί για δεύτερη φορά την πρόβλεψή του για την παγκόσμια ανάπτυξη του 2023 και από το αρχικό 3,2%, την μειώνει στο 3,0% και τελικά στο 2,7% στην λήξη του 2022, τονίζοντας πως πρόκειται για την χειρότερη επίδοση από το 2001. Κατά τους αναλυτές του, το ένα τρίτο των χωρών της υδρογείου έχει εισέλθει σε ύφεση, που καλώς εχόντων των πραγμάτων θα διαρκέσει τουλάχιστον έως την λήξη του πρώτου εξαμήνου του 2023. Η συγκεκριμένη κατάσταση οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στην επιβράδυνση των τριών μεγάλων οικονομιών του πλανήτη, δηλαδή της Ε.Ε., των ΗΠΑ και της Κίνας, πλήττοντας αναδυόμενες και αναπτυσσόμενες, με χειρότερες επιπτώσεις για εκείνες που επιβαρύνονται με δυσανάλογα μεγάλο χρέος, σε σχέση με τις δυνατότητες αποπληρωμής του.
Η απότομη ανατίμηση του δολαρίου, η κρίση του κόστους διαβίωσης, οι συγκρούσεις στην Ουκρανία και η επιβράδυνση της κινεζικής οικονομία, αποτελούν κατά τους αναλυτές του ΔΝΤ, συνιστούν τους βασικούς παράγοντες που συντηρούν ένα εξαιρετικά ευμετάβλητο οικονομικά, γεωπολιτικά και οικολογικά περιβάλλον. Η παγκόσμια οικονομία αποσταθεροποιείται δυναμικά, η τιμή του φυσικού αερίου έχει υπερτετραπλασιασθεί σε σύγκριση με το 2021, ακολουθούμενη από δυσανάλογα μεγάλες αυξήσεις τιμών σε είδη διατροφής και λιπάσματα.
Το ΔΝΤ σημειώνει επίσης πως η γενική οικονομική εικόνα εμφανίζει σημεία κατάρρευσης, από την στιγμή που το παγκόσμιο οικονομικό περιβάλλον μεταβάλλεται απότομα σε εξαιρετικά εύθραυστο, με συνέπεια να παρατηρείται έλλειψη ρευστότητας, που έχει την δυνατότητα να προκαλέσει μεγάλες ρευστοποιήσεις στις αγορές, πτωχεύσεις και απογοήτευση στους επενδυτές, περιορίζοντας δραστικά τις ροές κεφαλαίων. Παράλληλα το 47% του πληθυσμού της υδρογείου αγωνίζεται να επιβιώσει με λιγότερα από $7 ημερήσια βάση, όταν το όριο της ανέχειας ανέρχεται σε $5,5, με αποτέλεσμα να κυριαρχεί η διατροφική ανασφάλεια.
Οδυνηρά οικονομικά πλήγματα
Οι πολιτικές ηγεσίες ανά τον κόσμο αντιμετωπίζουν εντελώς ασυνήθιστες οικονομικές προκλήσεις που απειλούν θανάσιμα την σταθερότητα, με άδηλες ακόμα συνέπειες. Όπως υποστηρίζει το ΔΝΤ, η γεωπολιτική αναδιάταξη των ενεργειακών ροών κατά την διάρκεια της κρίσης στην Ουκρανία, έχει αποκτήσει ευρύτατες διαστάσεις και πρόκειται να μονιμοποιηθεί. Η τρέχουσα χειμερινή περίοδος αποτελεί οπωσδήποτε μία μεγάλη πρόκληση για την Ευρώπη, αλλά η επόμενη θα εξελιχθεί χειρότερα και η Ε.Ε. δεν διαθέτει ακόμα μία ολοκληρωμένη απάντηση.
Στην διετή της έκθεση με θέμα τις προοπτικές της παγκόσμιας οικονομίας, η Παγκόσμια Τράπεζα (World Bank), προειδοποιεί για επερχόμενα οδυνηρά οικονομικά πλήγματα, με ολέθριες συνέπειες για τις ασθενέστερες οικονομίες. Ακόμα και χωρίς μία νέα κρίση, η παγκόσμια ανάπτυξη θα επιβραδυνθεί σημαντικά, ανακλώντας τα αποτελέσματα της πιστωτικής συρρίκνωσης και των προσπαθειών τιθάσευσης των πληθωριστικών πιέσεων με μοχλό τις αυξήσεις των επιτοκίων.
Κατά την τράπεζα απαιτούνται συντονισμένες προσπάθειες σε διεθνές και εθνικό επίπεδο, για να περιορισθεί ο κίνδυνος της έκρηξης των χρεών στις αναδυόμενες και αναπτυσσόμενες αγορές, όπου οι νέες επενδύσεις αναμένεται να κινηθούν σε επίπεδα χαμηλότερα από τον μέσο όρο των δύο τελευταίων δεκαετιών.
Από την πλευρά του ο ελληνικής καταγωγής Πρόεδρος και Διευθύνων Σύμβουλος του χρηματοπιστωτικού ομίλου J. P. MORGAN CHASE, δηλώνει για πολλοστή φορά, πως πρόκειται για μία απόλυτα προβλέψιμη κρίση και πως από τον Μάρτιο οι ΗΠΑ είχαν την υποχρέωση να διαδραματίσουν ηγετική παρουσία, διότι αποτελούν τον βασικό παραγωγό ενέργειας με δυνατότητα να παρεμβαίνουν δυναμικά στις ενεργειακές ροές και όχι η Σαουδική Αραβία. Το συγκεκριμένο χαρακτηριστικό επιβάλλει την προώθηση και υποστήριξη της παραγωγής αργού πετρελαίου και φυσικού αερίου, τομέα για τον οποίο η κυβέρνηση εμφανίζεται σχεδόν να αδιαφορεί, προσθέτοντας προβλήματα στους συμμάχους της.