Πώς επηρεάζει ο πόλεμος τις οικονομίες Ρωσίας και ΕΕ – Μέρος Α
19/08/2022Οι Ευρωπαίοι ηγέτες καλούν για μία περισσότερο αποφασιστική αντίδραση έναντι της εντεινόμενης παγκόσμιας οικονομικής αστάθειας, παρόμοια με την αποφασιστική πολιτική των κυρώσεων κατά της Ρωσίας. Από την άλλη πλευρά μετά τις δηλώσεις περί αποτυχίας του κεραυνοβόλου οικονομικού πολέμου των δυτικών κυρώσεων, ο Putin έχει να αντιμετωπίσει τις ροές κεφαλαίων και οπλισμού της Δύσης προς την Ουκρανία και την ανάληψη του κόστους ανοικοδόμησης των ανατολικών περιοχών.
Με το κόστος των συγκρούσεων να συσσωρεύεται, ο Putin εντείνει τις προσπάθειες θωράκισης της ρωσικής οικονομίας. Τον Απρίλιο, η επικεφαλής της Κεντρικής Τράπεζας Ρωσίας Elvira Nabiullina, δήλωσε πως η οικονομία της χώρας πρόκειται να υποστεί δομική αναδιάρθρωση το δεύτερο και τρίτο τρίμηνο του 2022, με προφανείς στόχους την τιθάσευση του πληθωρισμού, την αποκατάσταση των εφοδιαστικών αλυσίδων και την κάλυψη της μείωσης των εισαγωγών από την εγχώρια αγορά.
Τον Μάϊο το Κρεμλίνο ανακοίνωσε αύξηση των κατώτατων μισθών και συντάξεων κατά 10% και στην λήξη του πρώτου εξαμήνου υποβάλλονται προς ψήφιση στη Δούμα δύο νομοσχέδια που επιτρέπουν μεγαλύτερο έλεγχο της εσωτερικής οικονομίας από την κυβέρνηση. Το πρώτο παρέχει την υποχρέωση των εταιρειών να αποδέχονται κρατικά συμβόλαια για παροχή αγαθών και υπηρεσιών προς τις ένοπλες δυνάμεις. Για να καθησυχάσει την επιχειρηματική κοινότητα, ο αναπληρωτής πρωθυπουργός Yury Borisov, δήλωσε πως το νομοσχέδιο δεν αφορά μεσαίες και μικρομεσαίες επιχειρήσεις, αλλά κυρίως ομίλους της αμυντικής βιομηχανίας που ήδη συνεργάζονται με την κυβέρνηση.
Το δεύτερο νομοσχέδιο εισάγει σειρά αλλαγών στο θεσμικό πλαίσιο της αγοράς εργασίας, με σκοπό την αποτροπή ελλείψεων. Επιτρέπει εργασία σε καθεστώς υπερωριών χωρίς όριο, όπως και εργασία κατά την διάρκεια αργιών και εορτών. Επιπλέον επιτρέπει στην κυβέρνηση να προχωρεί σε αλλαγή των όρων, ανάλογα με τις προκύπτουσες ανάγκες. Το Κρεμλίνο δηλώνει πως τα μέτρα κρίνονται αναγκαία για την ομαλή διεξαγωγή των επιχειρήσεων στην Ουκρανία. Οι νομοθετικού περιεχομένου κινήσεις αποτελούν μέρος ενός ευρύτερου σχεδίου για την σταθεροποίηση της οικονομίας σε περιβάλλον εντεινόμενης παγκόσμιας αστάθειας.
Υψηλές τιμές ενέργειας
Παρά τις προσπάθειες των Δυτικών να δεσμεύσουν τα συναλλαγματικά αποθέματα της Ρωσίας, ύψους $600 δισ. περίπου, που δημιουργούνται μετά το 2014 για την προστασία της χώρας από τις κυρώσεις λόγω της προσάρτησης της Κριμαίας, το 50% και πλέον του συνόλου τους εξακολουθούν να παραμένουν προσβάσιμα. Επιπλέον η Ρωσία επιχειρεί να αναπτύξει εναλλακτικό και ανταγωνιστικό σύστημα πληρωμών, όπως και νέα εμπορικά δίκτυα με την Κίνα, προωθεί νέο αποθεματικό νόμισμα για το διεθνές εμπόριο που θα διαβρώσει την κυριαρχία του δολαρίου και υποστηρίζει ανάλογα μέτρα, ώστε να θωρακίσει την οικονομία της.
Έως την λήξη του πρώτου εξαμήνου, πάντως, η Ρωσία απολαμβάνει περίοδο χάριτος χάρη στις υψηλές τιμές του πετρελαίου και του φυσικού αερίου, δεδομένο ιδιαίτερα σημαντικό από την στιγμή που το 45% των εσόδων της προέρχονται από τις εξαγωγές ενέργειας. Σε σύγκριση με το 2021 που τα έσοδά της από φόρους και δασμούς στην ενέργεια ανέρχονται σε $123,6 δισ., το 2022 αναμένεται να υπερβούν τα $210 δισ., παρά τις πωλήσεις με μεγάλες εκπτώσεις. Κατά την διάρκεια του πρώτου εξαμήνου η μέση τιμή του ρωσικού αργού με την έκπτωση διαμορφώνεται στα $83,48 ανά βαρέλι, έναντι των $61,62 ανά βαρέλι της αντίστοιχης περιόδου του 2021 – αυξημένη κατά 35%.
Επιπλέον το Χρηματοοικονομικό Σημείο Ισορροπίας Τιμών (Fiscal Breakeven Oil Price) της Ρωσίας για να ισοσκελίζει τον προϋπολογισμό της μειώθηκε το 2022 στα $69 ανά βαρέλι, σύμφωνα με το ΔΝΤ. Το Κρεμλίνο παρακολουθεί με προσοχή τις αγορές, εκτιμώντας τα οφέλη που προκύπτουν από τα πλήγματα που δέχεται στην οικονομία της και η Σαουδική Αραβία με τον πόλεμο τιμών του 2020, ο μεγαλύτερος ανταγωνιστής των Ρώσων στον τομέα της ενέργειας.
Από την στιγμή που το Χρηματοοικονομικό Σημείο Ισορροπίας Τιμών για να ισοσκελίζει η Σαουδική Αραβία τον προϋπολογισμό της φθάνει τα $84 ανά βαρέλι (μειώνεται το 2022 στα $79), οι ρωσικοί όμιλοι γνωρίζουν πως το Ριάντ δεν θα υποκύψει στις αμερικανικές πιέσεις για μεγάλες μειώσεις τιμών. Σε χώρες που εξαρτώνται καταθλιπτικά από την ενέργεια το “σημείο ισορροπίας” αποτελεί τον ζωτικό παράγοντα που καθορίζει το εάν και κατά πόσον ισοσκελίζουν το κόστος των εισαγωγών τους με τα έσοδα από τις εξαγωγές τους. Το Bloomberg προβλέπει έσοδα της τάξης των $321 δισ. για τον ρωσικό ενεργειακό τομέα, αυξημένα σχεδόν κατά 35% σε σχέση με το 2021. Σε παράλληλη τροχιά το Ινστιτούτο Διεθνούς Χρηματοοικονομίας ΙIIF αναμένει ένα πρωτοφανές πλεόνασμα στο ρωσικό ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών στα επίπεδα των $240 δισ. για το 2022.
Η ευάλωτη Ευρώπη
Παρά τις εκκλήσεις των ευρωπαϊκών ηγεσιών για αποφασιστική αντίδραση στην παγκόσμια οικονομική αστάθεια, η διάχυση των συνεπειών των κυρώσεων, αποδεικνύει πως η Ευρώπη δεν διέθετε εκ των προτέρων έναν στρατηγικό σχεδιασμό, ώστε να αντιμετωπίσει την οικονομική αστάθεια αμέσως μετά την επιβολή των κυρώσεων κατά της Ρωσίας. Τα απαιτούμενα βήματα για να αποτραπούν τα παράπλευρα πλήγματα από τη διάχυση των κυρώσεων στις χώρες που τις επιβάλλουν, δεν έχουν υλοποιηθεί.
Η έλλειψη συντονισμού με σκοπό τον περιορισμό των συνεπειών στις αναδυόμενες οικονομίες ανά το κόσμο, εγείρει σοβαρές αμφιβολίες για την αποτελεσματικότητα των μηχανισμών αντίδρασης. Εκφράζονται, επίσης, δραματικές ανησυχίες για τις δυνατότητες αναδυόμενων οικονομιών να έχουν πρόσβαση σε σκληρό συνάλλαγμα. Κι αυτό αξιοποιείται έντονα από την Ουάσιγκτον για να πλήξει όσες χώρες εναντιώνονται στην πολιτική της.
Στις 13 Ιουνίου ο Macron διακήρυξε πως η Ευρώπη απαιτεί την μετάβασή της σε μία εμπόλεμη οικονομία για να αντιμετωπίσει την διάχυση των αρνητικών συνεπειών λόγω της κρίσης στην Ουκρανία, ενισχύοντας παράλληλα την στρατηγική της αυτονομία. Στις 6 Ιουλίου η γαλλική κυβέρνηση ανακοίνωσε την πλήρη κρατικοποίηση του ομίλου πυρηνικής ενέργειας Électricite de France. Στις 22 Ιουλίου ακολούθησε η γερμανική κυβέρνηση, ανακοινώνοντας την διάσωση του ομίλου Uniper που διαχειρίζεται το γερμανικό δίκτυο φυσικού αερίου.
Όμως, οι κινήσεις αυτές απλώς ανακλούν το πόσον ευάλωτη παραμένει οικονομικά η Ευρώπη, λόγω της ενεργειακής της ανασφάλειας. Μετά τις ΗΠΑ και την Κίνα οι 27 χώρες της ΕΕ αποτελούν την τρίτη σε μέγεθος αγορά ενέργειας, με κυριότερο προμηθευτή τους την Ρωσία. Παρά το γεγονός ότι τα οικονομικά μεγέθη της ΕΕ παραμένουν καταθλιπτικά μεγαλύτερα από τα ανάλογα ρωσικά (η Ρωσία αποτελεί ως οικονομικός όγκος μόλις το 12% της ΕΕ), τα κεφάλαιά της δεν έχουν την δυνατότητα να επιλύσουν το πρόβλημα του εξανεμιζόμενου ενεργειακού εφοδιασμού της, λόγω των κυρώσεων και των αντιμέτρων που εφαρμόζει το Κρεμλίνο.
Κάθε χώρα-μέλος για πάρτη της
Σύμφωνα με τους υπολογισμούς του ΔΝΤ, η πλήρης διακοπή της ροής του ρωσικού φυσικού αερίου προς την Γερμανία, θα προκαλέσει μείωση κατά 4,8% του γερμανικού ΑΕΠ στην περίοδο 2022-2024, με κριτήριο τα μεγέθη του 2021. Η γερμανική κυβέρνηση κλιμακώνει το επίπεδο συναγερμού της χώρας από τον βαθμό 1, στον βαθμό 2 (23 Ιουλίου) για να αντιμετωπίσει την μείωση των ροών ενέργειας. Εάν υποχρεωθεί να φθάσει στον βαθμό 3, τότε αναγκαστικά θα επιβάλλει δελτίο διανομής στην ενέργεια και θα θέσει υπό κρατικό έλεγχο όλα τα δίκτυα παροχής φυσικού αερίου στην χώρα.
Η Αυστρία, η Δανία, η Ολλανδία, η Σουηδία και άλλες χώρες στην Ευρώπη έχουν προχωρήσει σε μέτρα μείωσης της κατανάλωσης φυσικού αερίου, με την ΕΕ να αγωνίζεται να επιβάλλει συλλογική δέσμη μέτρων για όλα τα μέλη της και να ενισχύσει την αλληλεγγύη τους προς το θεσμικό πλαίσιο άμυνας. Στις 19 Ιουνίου επιχειρήθηκε η πρώτη επίσημη προσπάθεια επιβολής δελτίου διανομής για τις χώρες-μέλη, αλλά συνάντησε σημαντικές αντιδράσεις, με πρώτη της Ουγγαρίας που στις 13 Ιουλίου ανακοίνωσε έκτακτα μέτρα περιορισμού των ροών φυσικού αερίου και άλλων ενεργειακών πηγών προς την Ευρώπη. Ακολούθησαν στις 21 Ιουλίου η Ισπανία και η Πορτογαλία που ανακοίνωσαν πως δεν αποδέχονται την υποχρεωτική μείωση της κατανάλωσης ενέργειας κατά 15%.
Παρά τις αντιδράσεις, κοινοβουλευτικοί παράγοντες της Γερμανίας πρότειναν κοινή διανομή φυσικού αερίου με χώρες της ανατολικής Ευρώπης. Πολωνοί πολιτικοί, όμως, που κατά το παρελθόν είχαν επικρίνει την Γερμανία για την αύξηση των εισαγωγών ρωσικού φυσικού αερίου μετά την προσάρτηση της Κριμαίας το 2014, αρνούνται να συζητήσουν την πρόταση.