Προς την αγκαλιά του ΔΝΤ οδεύει μαθηματικά η Τουρκία

Προς την αγκαλιά του ΔΝΤ οδεύει μαθηματικά η Τουρκία, Γιώργος Ηλιόπουλος

Από την εποχή της κρίσης του 2018, που κατακρημνίζει την τουρκική λίρα, αυξάνοντας δραματικά το κόστος δανεισμού της Άγκυρας, η οικονομία πραγματοποιεί σημαντικά βήματα ανάκαμψης, με δεδομένα που φαινομενικά στοιχειοθετούν πως έχει ξεπεράσει το πρόβλημα. Όμως, η μεταβολή αυτή βασίζεται σε πιστώσεις χαμηλού κόστους που ευνοούν την διεύρυνση της κατανάλωσης και τον κατασκευαστικό κλάδο.

Δυστυχώς η λύση, που θυμίζει σε πολλά σημεία την επίδοση αθλητή υπό την επήρεια αναβολικών, καθιστά το νόμισμα πολύ περισσότερο ευάλωτο. Συνέπεια αυτού είναι ότι από τις αρχές του 2020 να παρατηρείται μία ραγδαία υποτίμησή του έναντι του αμερικανικού δολαρίου, με αποτέλεσμα η ισοτιμία να επανέρχεται στα επίπεδα του Μαρτίου 2018.

Τα στατιστικά πιστοποιούν ότι κατά τη διάρκεια του 2019 τα μεγέθη των εγχώριων πιστώσεων αυξάνονται απότομα κατά 13%. Ως τον Δεκέμβριο, μόνον οι ενυπόθηκες πωλήσεις κατοικιών πολλαπλασιάζονται κατά 600%. Από την άλλη πλευρά, το έλλειμμα του προϋπολογισμού διογκώνεται κατά 70%, λόγω της αύξησης των δημοσίων δαπανών.

Τροφοδότης της πιστωτικής επέκτασης είναι η Κεντρική Τράπεζα της Τουρκίας. Μετά από αφόρητες πιέσεις του Ερντογάν, μειώνει επιθετικά τα επιτόκια σε επίπεδα σημαντικά χαμηλότερα από τα αντίστοιχα του πληθωρισμού και εξαγοράζει, στο πρώτο δίμηνο του 2020, ομόλογα αποτιμημένα σε τουρκικές λίρες αξίας ίσης με το ένα τρίτο όλων των εξαγορών ομολόγων του προηγούμενου έτους! Παράλληλα, εγκλωβίζει τα αποθεματικά των τραπεζών σε συνάλλαγμα που, ούτως ή άλλως, φυλάσσονται στην κεντρική τράπεζα, ώστε να αξιοποιηθούν για τη στήριξη του εθνικού νομίσματος.

Τράπεζες με “πραγματική”, αν και μη αποπληθωρισμένη, διεύρυνση των χορηγήσεων της τάξης του 5% έως και 15%, απολαμβάνουν με τις ευλογίες της τουρκικής προεδρίας ένα περιθώριο ασφαλείας που κινείται στο άκρως επικίνδυνο 2% των αποθεματικών τους. Το ποσοστό είναι αναπροσαρμοσμένο δραστικά σε σχέση με το 10% έως 20% της προγενέστερης περιόδου και δεν συνεκτιμά τους κινδύνους που εγκυμονεί ο διψήφιος πληθωρισμός. Σωρευτικά, οι εξαγορές ομολόγων (ουσιαστικά πιστωτική χαλάρωση) και η πολιτική διαχείρισης των αποθεματικών συνεισφέρουν στη διαμόρφωση απαράδεκτα χαλαρών συνθηκών που διέπουν τις πιστώσεις.

Ο ρόλος του δανεισμού

Οι εμπορικές τράπεζες μειώνουν τα επιτόκια καταθέσεων σε τουρκικές λίρες σε επίπεδα αισθητά χαμηλότερα από τον πληθωρισμό, ώστε να ενθαρρυνθεί η κατανάλωση σε βάρος της αποταμίευσης. Σε συνδυασμό με τα χαμηλά επιτόκια χορηγήσεων, η ανάκαμψη της τουρκικής οικονομίας τροφοδοτείται μέσω ενυπόθηκων δανείων, δανείων μέσω πιστωτικών καρτών, χρηματοδοτικών μισθώσεων και γενικές χορηγήσεις προς τις επιχειρήσεις.

Η οικονομική αυτή πολιτική εφαρμόζεται απαρέγκλιτα κατά την περίοδο 2017-2019 και δεν εμφανίζει καμία δομική μεταβολή στους αναπτυξιακούς τομείς, επιμένοντας φορτικά στην κατανάλωση, σε βάρος της παραγωγής. Επιπλέον, ο Τούρκος πρόεδρος μονοπωλεί κάθε πτυχή της εσωτερικής πολιτικής, γεγονός άκρως επικίνδυνο που ανακλάται στα επιτόκια των ομολόγων.

Το επιτόκιο του δεκαετούς κινείται στα επίπεδα του 12% και το αντίστοιχο του πενταετούς σε ελαφρά ανώτερα (13%), αντικατοπτρίζοντας τη δυσπιστία των χρηματαγορών και μάλιστα πριν από την εκδήλωση της πανδημίας. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα να καθίσταται πρακτικά αδύνατος ο δανεισμός της χώρας από τις αγορές χρήματος. Επιπλέον, η έξωση του ικανού κεντρικού τραπεζίτη Μουράτ Τσετίνκαγια, τον Ιούλιο του 2019, λόγω των αντιδράσεών του στις απότομες και ανώφελες μειώσεις των επιτοκίων, αυξάνει δυσανάλογα τη δυσπιστία των αγορών.

Οι τέσσερις προκλήσεις

Η ήδη δυσμενής κατάσταση επιδεινώνεται απότομα με την τρέχουσα κρίση, με σειρά νέων προκλήσεων να απειλούν άμεσα την Τουρκία. Η πρώτη πηγάζει από τη συμπεριφορά των ξένων επενδυτών που έχουν αποστασιοποιηθεί. Από το 20% των τοποθετήσεών τους σε ομόλογα αποτιμημένα στην τουρκική λίρα, κατά τη διάρκεια της κρίσης του 2018, έχουν περιορίσει την συμμετοχή τους σε επίπεδα κατώτερα του 10%.

 

 

 

 

 

 

 

 

Η δεύτερη πρόκληση απορρέει από την εφαρμογή έμμεσων ελέγχων κίνησης κεφαλαίων με την απαγόρευση των συναλλαγών σε συνάλλαγμα, πρακτική ευρύτατα διαδεδομένη στην Τουρκία, μέχρι και στον τομέα των ενοικίων, ειδικά σε δολάρια και ευρώ. Η κίνηση αποβλέπει στη διατήρηση αποθεμάτων συναλλάγματος στη χώρα, λόγω του ότι οι βραχυπρόθεσμες υποχρεώσεις προς τους πιστωτές της στο δίμηνο Μαρτίου-Απριλίου ανέρχονται σε 191 δισ. δολάρια. Για τη συγκέντρωση αυτού του ποσού αναδύονται μεγάλες δυσχέρειες.

Η τρίτη πρόκληση εστιάζεται στην αδυναμία στήριξης του τουρκικού νομίσματος. Από το καθεστώς της ελεύθερης διακύμανσης, που ίσχυε παλαιότερα, εφαρμόζεται πλέον ελεγχόμενη διακύμανση. Δηλαδή τακτική παρεμβάσεων στήριξης, η οποία έχει κοστίσει 37 δισ. δολάρια από την κρίση της τουρκικής λίρας το 2018 έως το 2020.

Η τέταρτη πρόκληση αφορά στον παρεμβατισμό του τουρκικού κράτους στα χρηματιστήρια ομολόγων και μετοχών, σε μία προσπάθεια να διατηρεί υψηλά επίπεδα τιμών και πλασματικές υπεραξίες, αποτρέποντας παράλληλα τις απότομες διακυμάνσεις. Ο Τούρκος πρόεδρος επιμένει σχεδόν φανατικά στην άποψη της απομάκρυνσης των ξένων επενδυτών από τη χώρα του.

Υποστηρίζει ιδεοληπτικά πως οι εγχώριες δυνάμεις επαρκούν για την αποτελεσματική αντιμετώπιση της κρίσης. Όμως, η παράνοια του αλόγιστου πολλαπλασιασμού των πιστώσεων έχει το τίμημά της, με πρώτο δείγμα την απεγνωσμένη αναζήτηση δολαρίων στο εσωτερικό της Τουρκίας που προκρίνονται με την έννοια ενός ασφαλούς καταφυγίου.

Αναπόφευκτα τα capital controls και το ΔΝΤ

Ήδη σε μία εποχή κατάρρευσης των ισοτιμιών της τουρκικής λίρας, το 51% των αποθεματικών των τραπεζών είναι αποτιμημένο σε δολάρια, με το ποσοστό να αυξάνεται δραματικά. Η τακτική αυτή, με δεδομένη την υποτίμηση της λίρας, αναγκαστικά οδηγεί στον πολλαπλασιασμό του νομίσματος σε κυκλοφορία και στη δραστική αύξηση των πληθωριστικών πιέσεων.

Εάν τα περιορισμένα αποθεματικά σε συνάλλαγμα φθάσουν να αδυνατούν να εξυπηρετήσουν τις εσωτερικές υποχρεώσεις, η κυβέρνηση οφείλει να επιβάλει πλέον καθολικά μέτρα ελέγχου της κίνησης κεφαλαίων και να αποδεχθεί την αναγκαστική διψήφια υποτίμηση του εθνικού νομίσματος. Ήδη η ισοτιμία προς το αμερικανικό δολάριο κινείται στα επίπεδα του 6,5:1. Εάν αυτή η ισοτιμία διατηρηθεί, επιβάλλει την ανακεφαλαιοποίηση των τριών από τις συνολικά έξι συστημικές τράπεζες εντός του 2020. Όμως, συμβάντα αυτής της μορφής θα έχουν αναπόφευκτα δραματικές επιπτώσεις στην οικονομική και πολιτική σταθερότητα της χώρας, με απροσδόκητες ίσως συνέπειες.

Για να αποφευχθούν αυτές οι εξελίξεις, απαιτείται άμεσα στροφή σε μία σώφρων οικονομική και νομισματική πολιτική. Επίσης, αναδιάρθρωση του θανάσιμου για την χώρα ιδιωτικού χρέους σε συνάλλαγμα, αλλαγή πορείας με επίκεντρο την ενίσχυση της παραγωγής, όπως και γενναίες θεσμικές και οικονομικές αποφασιστικές μεταρρυθμίσεις. Όμως, ο Ερντογάν δεν εμφανίζεται διατεθειμένος να αποδεχθεί επιλογές αυτής της μορφής. Αυτό θα έχει ως συνέπεια –όπως το Ιράν που εκλιπαρεί την συνδρομή του ΔΝΤ, με πρώτες άμεσες ανάγκες της τάξης των 5 δισ. δολαρίων– να σύρει μοιραία και αυτός τη χώρα του πισθάγκωνα δεμένη στο άρμα του Ταμείου, γεγονός που θα έχει τις χειρότερες δυνατές συνέπειες.

Οι απόψεις που αναφέρονται στο κείμενο είναι προσωπικές του αρθρογράφου και δεν εκφράζουν απαραίτητα τη θέση του SLpress.gr

Απαγορεύεται η αναδημοσίευση του άρθρου από άλλες ιστοσελίδες χωρίς άδεια του SLpress.gr. Επιτρέπεται η αναδημοσίευση των 2-3 πρώτων παραγράφων με την προσθήκη ενεργού link για την ανάγνωση της συνέχειας στο SLpress.gr. Οι παραβάτες θα αντιμετωπίσουν νομικά μέτρα.

Ακολουθήστε το SLpress.gr στο Google News και μείνετε ενημερωμένοι