Σε εφιάλτη εξελίσσεται το αμερικανικό χρέος
25/01/2023Οι τεράστιοι ψηφιακοί φωτεινοί πίνακες στις αμερικανικές μεγαλουπόλεις, φροντίζουν να ενημερώνουν συνεχώς τους πολίτες για τον όγκο του διαρκώς αυξανόμενου δημόσιο χρέους, οπότε κάθε Αμερικανός έχει την δυνατότητα να υπολογίζει το τί οφείλει. Αντιπαραβάλλει κατά συνέπεια εάν το επιθυμεί, το κόστος των φόρων που πρόκειται να τον επιβαρύνουν σε σύγκριση με το ανάλογο των οικογενειακών προϋπολογισμών, των πιστωτικών καρτών ή των λειτουργικών εξόδων μίας μικρομεσαίας επιχείρησης.
Το ομοσπονδιακό δημόσιο χρέος και η νομική κατοχύρωση του ορίου αύξησής του επανέρχεται για μία ακόμα φορά στην δημοσιότητα, παρά το γεγονός ότι η αμερικανική κυβέρνηση διαθέτει την πολυτέλεια να δανείζεται όποτε κρίνει σκόπιμο, αντλώντας όσα κεφάλαια υπολογίζει πως απαιτούνται. Τα ομόλογα του αμερικανικού δημοσίου θεωρούνται από τα ελάχιστα απόλυτα ασφαλή, με συνέπεια να αποτελούν τις κορυφαίες επιλογές των σταθερών επενδύσεων, σε περιόδους οικονομικών αναταραχών και κρίσεων.
Όποτε οι ΗΠΑ προχωρούν σε εκδόσεις νέων τίτλων, αναλαμβάνοντας μεγαλύτερο χρέος, εμφανίζονται πρόθυμοι επενδυτές στο εσωτερικό και στο εξωτερικό της χώρας, έτοιμοι να εξυπηρετήσουν ένα μέρος του νέου δανεισμού. Στην τρέχουσα περίοδο το σύνολο του ομοσπονδιακού χρέους ανέρχεται σε $31,4 τρισεκατομμύρια και διογκώνεται, μέγεθος εκπληκτικό όχι μόνον για το ύψος του, αλλά και σε σύγκριση με το ανάλογο άλλων αναπτυγμένων οικονομιών. Όμως δεν απειλεί άμεσα με κρίση, αφού η σχέση του με το αμερικανικό ΑΕΠ, διαμορφώνεται στο 121% και κινείται χαμηλότερα από την αντίστοιχη της Βρεταννίας, της Γερμανίας, της Αυστραλίας ή της Ελλάδας.
Οι οξύτατες αντιπαραθέσεις στην Βουλή των Αντιπροσώπων έχουν προς το παρόν περισσότερο πολιτικό, παρά οικονομικό χαρακτήρα, με την παράταξη των Ρεπουμπλικανών να επιχειρεί με βάση το ισχύον νομικό καθεστώς να θέσει όριο στην νέα αύξηση του χρέους. Ταυτόχρονα επιδιώκει δραστική μείωση των ομοσπονδιακών δαπανών, ώστε να διασφαλίσει ανταλλάγματα για την δημιουργία νέων χρεών που προωθεί η παράταξη των Δημοκρατικών.
Προϊόν των κυβερνήσεων η κρίση χρέους
Το όριο χρέους θεσμοθετείται νομικά το 1917, αν και η παράταξη των Ρεπουμπλικανών επικαλείται για πρώτη φορά το όριο το 2011, όταν ελλοχεύει ο κίνδυνος της στάσης πληρωμών του αμερικανικού δημοσίου προς τους πιστωτές του, με συνέπεια να αναγκασθεί η τότε κυβέρνηση του Barack Obama να διαπραγματευθεί για να αποτρέψει την κρίση.
Οι διαπραγματεύσεις σημειώνουν μερική επιτυχία, αν και από το 2009, ο τότε Κινέζος πρωθυπουργός Wen Jiabao, απευθύνει δημόσια μία δραματική έκκληση προς τους αρμόδιους Αμερικανούς αξιωματούχους να διαχειρισθούν με σοβαρότητα την οικονομία της χώρας τους και να σεβασθούν την υποχρέωσή τους να εγγυηθούν την ασφάλεια των κινεζικών επενδύσεων στο χρέος του αμερικανικού δημοσίου.
Η Κίνα, εξηγεί ο Wen Jiabao, έχει συσσωρεύσει έναν τεράστιο όγκο ομολόγων του αμερικανικού δημοσίου και ανησυχεί για την ασφάλεια των επενδύσεών της, οπότε υποχρεούται να προτρέψει τις ΗΠΑ να τιμήσουν τις υποχρεώσεις του και να εγγυηθούν την ασφάλεια των κινεζικών επενδύσεων, παραμένοντας μία απόλυτα αξιόπιστη χώρα (τότε διαθέτει ελαφρά περισσότερο από $1,5 τρισεκατομμύρια).
Μία διετία αργότερα μετά τον συμβιβασμό του 2011, ο γνωστός οίκος αξιολόγησης S&P GLOBAL RATINGS αποδεικνύει πανηγυρικά τη διορατικότητα του Wen Jiabao, όταν υποβαθμίζει το αξιόχρεο της αμερικανικής οικονομίας. Ο οίκος επικαλείται τότε την απόφαση του Λευκού Οίκου να αυξήσει τα επίπεδα δανεισμού της χώρας, αξιοποιώντας την διαδικασία περιοδικής αναπροσαρμογής της οροφής του δημοσίου χρέους, που εγγυάται την αποπληρωμή των ομολόγων.
Παρά την αναταραχή του 2011, τα όρια συχνά αγνοούνται και τελικά εγκαταλείπονται το 2018, όταν η ελεγχόμενη από την παράταξη των Ρεπουμπλικανών, Βουλή των Αντιπροσώπων, αυξάνει χωρίς δεσμεύσεις τις δαπάνες κατά 16%, με την υποστήριξη πολλών δημοκρατικών βουλευτών. Στην πραγματικότητα, παρακάμπτει ή αυξάνει το όριο τρείς φορές χωρίς τυμπανοκρουσίες κατά την διάρκεια της προεδρίας του Donald Trump, σε πλήρη αντίθεση με τις σφοδρές αντιπαραθέσεις για το χρέος επί των κυβερνήσεων του Barack Obama.
Η νέα σκληρή διαμάχη επαναλαμβάνεται με την δημοκρατική παράταξη στην εξουσία, αλλά η σχέση χρέους προς ΑΕΠ, από το 97,86% του 2011, αυξάνεται πλέον θεαματικά στο 121% και πέραν της πολιτικής αντιπαράθεσης. Οι πολιτικοί στόχοι έχουν τεθεί σε επίπεδα που αντιστοιχίζονται με τα ανάλογα των οδυνηρών συνεπειών, εάν τελικά οι αντίπαλες πλευρές δεν οδηγηθούν σε κάποιας μορφής συναίνεση.
Το ενδεχόμενο μιας στάσης πληρωμών
Το γεγονός ότι το αμερικανικό ομοσπονδιακό δημόσιο χρέος έχει φθάσει στο όριό του, απαιτεί την προσωρινή αναστολή εφαρμογής του ή την αναθεώρησή του, για να προωθηθεί σχέδιο νέου δανεισμού για τις αποπληρωμές των υποχρεώσεων προς τους πιστωτές. Ιστορικά από το 1960, το όριο έχει αυξηθεί, επεκταθεί ή αναθεωρηθεί 78 φορές και μάλιστα τρείς φορές κατά την διάρκεια του τελευταίου εξαμήνου. Όμως με τον έλεγχο της Βουλής των Αντιπροσώπων να ασκείται από την παράταξη των Ρεπουμπλικανών, πολλαπλασιάζονται οι φωνές που απαιτούν δραστικές περικοπές δαπανών, με συνέπεια να καθυστερούνται και να αναβάλλονται οι διαδικασίες για την επίλυση του προβλήματος. Δυνητικά και για πρώτη φορά στην οικονομική τους ιστορία, οι ΗΠΑ οδηγούνται σε στάση πληρωμών, με απόλυτη ευθύνη των πολιτικών τους.
Για τους περισσότερους εκτός των ΗΠΑ, μία αρνητική εξέλιξη αυτής της μορφής θα μείνει μάλλον απαρατήρητη, τουλάχιστον για διάστημα μερικών μηνών που δεν πρόκειται να υπάρξει διάχυση των συνεπειών. Από την πλευρά του το αμερικανικό Υπουργείο Οικονομικών έχει την δυνατότητα να διαχειρισθεί την έκρυθμη κατάσταση, λαμβάνοντας σειρά μέτρων, ώστε να αποφύγει να παραβιάσει το όριο του χρέους. Κατά το παρελθόν τα μέτρα συμπεριλαμβάνουν αναστολές επενδύσεων που προορίζονται για τα συνταξιοδοτικά ταμεία και τα ανάλογα δημόσιας υγείας και επηρεάζουν κυρίως τους δικαιούχους συντάξεων, που αποκαθίστανται σε ευθετώτερο χρόνο.
Με επιστολή της στις 19 Ιανουαρίου, η Αμερικανίδα Υπουργός Οικονομικών Janet Yellen ανακοινώνει μία ανάλογη περίοδο αναστολής έκδοσης νέων τίτλων, δηλαδή χρέους, έως τις 5 Ιουνίου και παράλληλα την αναστολή πληρωμών στο Ταμείο Συντάξεων Δημοσίων Υπαλλήλων και Αναπήρων (Civil Service Retirement and Disability Fund-CSRDF) και στο Υγειονομικό Ταμείο των Συνταξιούχων Ταχυδρομικών (Postal Service Retiree Health Benefits Fund-PSRHBF). Οι πληρωμές θα αποκατασταθούν σύμφωνα με τη υπουργό μετά τις 5 Ιουνίου, με τους συνταξιούχους του ομοσπονδιακού δημοσίου να μην επηρεάζονται από τα μέτρα. Όμως και οι καθυστερήσεις έχουν και το τίμημά τους, με το αντίστοιχο του 2011 να επικεντρώνεται στην υποβάθμιση της αξιοπιστίας της αμερικανικής οικονομίας.
Προς το παρόν, χρηματοοικονομικοί αναλυτές υπολογίζουν πως απαιτείται αύξηση του ομοσπονδιακού χρέους τουλάχιστον κατά $1,3 τρισεκατομμύρια, ώστε να αποτραπεί ο κίνδυνος της στάσης πληρωμών, πλην όμως η ευρύτερη εικόνα ήδη προκαλεί νευρικότητα στις αγορές.
Το άγχος της οικονομικής καταστροφής
Η Αμερικανίδα Υπουργός Οικονομικών υποστηρίζει ότι τα έκτακτα μέτρα θα συντελέσουν στην εξεύρεση μίας λύσης, αλλά μετά τον Ιούνιο η κυβέρνηση δεν θα διαθέτει την δυνατότητα αποπληρωμής των υποχρεώσεών της. Η συγκεκριμένη εξέλιξη αποτελεί για την πλειοψηφία των αναλυτών μία οικονομική καταστροφή τεραστίων διαστάσεων, από την στιγμή που αφορά την μεγαλύτερη οικονομία της υδρογείου.
Ένα ενδεχόμενο αυτής της μορφής αποτελεί αναμφίβολα συμβάν μεγάλου βάθους και οπωσδήποτε ορισμένες από τις αρχές της χώρας θα προσπαθήσουν να το αποφύγουν με κάθε μέσον. Αυτό συνεπάγεται πως θα εξαναγκασθούν να προσφύγουν σε μέτρα που θα επιτρέψουν τις απρόσκοπτες αποπληρωμές των τόκων και των λοιπών υποχρεώσεων, όπως αναστολές πληρωμών στα συμβόλαια της αμυντικής βιομηχανίας, καθυστερήσεις στις καταβολές των συντάξεων και αναστολές πληρωμών των μισθοδοσιών του δημοσίου, ακόμα και στις ένοπλες δυνάμεις.
Επιπλέον νευραλγικές υπηρεσίες για τις ΗΠΑ, όπως η μετεωρολογική, θα επηρεασθούν αρνητικά από τις ελλείψεις κεφαλαίων, αλλά ταυτόχρονα το κύρος και η αξιοπιστία της χώρας θα τραυματισθούν θανάσιμα, προκαλώντας καταστροφικά παλιρροϊκά κύματα στις αγορές, ειδικά στις δευτερογενείς των ομολόγων, όπου οι αμερικανικοί τίτλοι θεωρούνται παραδοσιακά επενδύσεις υψίστης ασφαλείας. Το δολάριο θα εξασθενίσει απότομα και το κόστος δανεισμού θα εκτιναχθεί στα ύψη, αρχικά για το δημόσιο, αλλά θα διαχυθεί και στους πολίτες, με συνέπεια τα οποιουδήποτε τύπου δάνεια να συνάπτονται με τεράστιο κόστος για τους δανειολήπτες.
Εάν η χώρα καταλήξει στο σημείο αυτό, τότε θα αντιμετωπίσει μία καταστροφή χωρίς προηγούμενο στην ιστορία της, προκαλώντας παγκόσμια δυσπιστία στην εμπιστοσύνη των καταναλωτών και καταστροφή της αξιοπιστίας της οικονομίας, πού ήδη έχει εισέλθει σε μία ιδιαίτερα επικίνδυνη φάση. Σύμφωνα με τις προειδοποιήσεις της Janet Yellen, η αποτυχία της κυβέρνησης να εκπληρώσει τις οικονομικές της υποχρεώσεις, θα προκαλέσει ανεπανόρθωτα τραύματα στην αμερικανική οικονομία, στην διαβίωση των Αμερικανών και στην παγκόσμια χρηματοοικονομική σταθερότητα. Αναμφίβολα η Υπουργός Οικονομικών επιχειρεί να τρομοκρατήσει τους βουλευτές, ώστε να επιτύχει μία συναίνεση χωρίς χρονοτριβές, πλην όμως η εικόνα που περιγράφει δεν απέχει ιδιαίτερα από μία ζοφερή εναλλακτική πραγματικότητα.
Χρόνιο πρόβλημα
Το όριο χρέους από το 1917 και εντεύθεν, παρέχει στην κυβέρνηση την απαιτούμενη ευελιξία για την άντληση δανειακών κεφαλαίων κατά την διάρκεια του Μεγάλου Πολέμου και θεωρητικά προσφέρει στην Βουλή των Αντιπροσώπων την δυνατότητα να ελέγχει το ομοσπονδιακό χρέος. Όμως οι συχνές πολιτικές αντιπαραθέσεις για την αύξησή του ή μη, έχουν προκαλέσει πολιτική πόλωση από την στιγμή που εκτινάσσεται και σχεδόν διπλασιάζεται κατά την διάρκεια της τελευταίας δεκαετίας.
Η τρομακτική του διόγκωση πηγάζει κυρίως από το γεγονός ότι η μεγάλη χρηματοοικονομική κρίση του 2008 και τα πλήγματα της υγειονομικής κρίσης, οδηγούν σε τερατώδη αύξηση του δανεισμού. Όμως ανακλά και το ότι η χώρα κινείται συνεχώς με μεγάλα ελλείμματα στον προϋπολογισμό της, δαπανώντας μεγαλύτερα ποσά σε σχέση με τα έσοδά της τουλάχιστον από το 2001. Η συγκεκριμμένη πολιτική έχει πλέον μετατραπεί σε ένα διαχρονικό πολιτικό στοιχείο συναλλαγής μεταξύ των δύο παρατάξεων που κυβερνούν την χώρα σχεδόν από την διακήρυξη της ανεξαρτησίας της.
Η σύγκρουση του 2011 με αντικείμενο το όριο του χρέους λήγει όταν ο τότε πρόεδρος Barack Obama συμβιβάζεται με περικοπές δαπανών κατά $900 δισεκατομμύρια και ισόποση αύξηση του ορίου χρέους, με την συγκεκριμμένη επιλογή να επιδιώκεται για μία ακόμα φορά από την παράταξη των Ρεπουμπλικάνων, που προς το παρόν όμως απορρίπτεται από τους δημοκρατικούς.
Όμως από το φθινόπωρο του 2008, η κυβέρνηση εξαιρεί και δεν υπολογίζει στο εσωτερικό χρέος ένα ποσόν ύψους $ 5,10 τρισεκατομμυρίων, που αφορά το χρέος των δύο ομοσπονδιακών ταμιευτηρίων (FREDDIE MAC και FANNIE MAE), όπως και το ποσόν των $1,50 τρισεκατομμυρίων, που έχει χορηγηθεί με την μορφή εγγυήσεων στο χρηματοπιστωτικό σύστημα μετά την κατάρρευση του 2008. Κατά συνέπεια, ενώ επίσημα το συνολικό χρέος εμφανίζεται σε επίπεδα μόλις χαμηλότερα από το 100% σε σχέση με το ΑΕΠ (97,86%), στην πραγματικότητα υπερβαίνει το 132%!
Επιπλέον η κεντρική κυβέρνηση αρνείται να αναχρηματοδοτήσει και να αναδιαρθρώσει τα χρέη των ομόσπονδων πολιτειών, όπως και άλλων ομοσπονδιακών οργανισμών (κοινωνικής ασφάλισης, συστήματος υγείας) ύψους $62,50 τρισεκατομμυρίων, οφειλές που αυξάνουν το μη ενσωματωμένο εσωτερικό χρέος στα $69,10 τρισεκατομμύρια, δηλαδή ένα μέγεθος που είναι μεγαλύτερο κατά σχεδόν 4 φορές από το ΑΕΠ της χώρας! Αυτός είναι και ο λόγος που έχει οδηγήσει μέχρι στιγμής 5 πολιτείες σε επίσημη χρεωκοπία και ακόμη 35 σε συνθήκες τεχνικής πτώχευσης.