Σούπερμαν εναντίον Γκοντζίλα – Η μάχη του δολαρίου με το γιέν
28/09/2022Η Ιαπωνία και η Κίνα ουσιαστικά δεν συμφωνούν σχεδόν ποτέ και σε τίποτε σε θέματα οικονομικής στρατηγικής, γεωπολιτικής ή διαχείρισης των σχέσεων τους σε συνάρτηση με την ιδιοσυγκρασία της Δύσης. Όμως οι κινήσεις του προέδρου Τζο Μπάιντεν και του Κεντρικού του Τραπεζίτη, αναδεικνύουν το μεγάλο τους πρόβλημα, που έγκειται στο γεγονός ότι οι δύο Κεντρικές τους Τράπεζες κατέχουν συνολικά ομόλογα αξίας 2,4 τρισεκατομμυρίων δολαρίων του αμερικανικού δημοσίου, αντιμετωπίζοντας παράλληλα την επιθετική πολιτική των επιτοκίων της Ομοσπονδιακής Κεντρικής Τράπεζας (FED).
Η πρόσφατη ενέργεια κατά των αποθεματικών της Κεντρικής Τράπεζας Ρωσίας, που δεσμεύει περίπου το 50% του συνόλου των 630 δισεκατομμυρίων δολαρίων, ώστε, όπως δηλώνει ο Αμερικανός πρόεδρος «να καταστραφεί το πολεμικό ταμείο του Βλαντιμίρ Πούτιν» προκαλεί ρίγη φοβίας στο Πεκίνο, αλλά και στο Τόκυο.
Μία άλλη ασύμμετρη παράμετρος της πολυδαίδαλης κρίσης που αντιμετωπίζει ο κόσμος, αφορά το ιαπωνικό νόμισμα γιέν, που κινείται στα χαμηλότερα επίπεδα των τελευταίων 24 ετών, έναντι του αμερικανικού δολαρίου. Η Κεντρική Τράπεζα Ιαπωνίας αποτελεί την μοναδική από τις ανάλογες μεγάλες του κόσμου που δεν ακολουθεί πολιτική πιστωτικής συρρίκνωσης, όπως οι αντίστοιχες των ΕΕ και ΗΠΑ, αλλά αντίθετα συνεχίζει την πολιτική της πιστωτικής επέκτασης.
Μία κατάρρευση νομίσματος σε τέτοια επίπεδα ενέχει σημαντικούς κινδύνους, από την στιγμή που ειδικά η Ιαπωνία εισάγει πρακτικά όλα τα είδη διατροφής και την ενέργεια που καταναλώνεται στην χώρα. Ο Ιάπωνας Κεντρικός Τραπεζίτης Haruhiko Kuroda, προειδοποιεί με άμεση παρέμβαση στις αγορές συναλλάγματος, δεδομένο εξαιρετικά αρνητικό σε διεθνές επίπεδο, αφού πρόκειται να προκαλέσει εξαγωγή πληθωρισμού στην ΕΕ και στις ΗΠΑ.
Η μεγάλη κρίση του 1996-1998
Ένα ανάλογο φαινόμενο εκδηλώνεται κατά την διάρκεια της Ασιατικής Κρίσης της περιόδου 1996-1998, με αφετηρία το έλλειμμα των εμπορικών συναλλαγών των ασιατικών χωρών με την Ιαπωνία, της οποίας οι εξαγωγές προς τις χώρες αυτές φθάνει το 40% του συνόλου, ενώ το μέγεθος της οικονομίας της τότε εμφανίζεται υπερδιπλάσιο από το συνολικό της υπόλοιπης Ασίας.
Το ιαπωνικό γιέν καταρρέει στην ισοτιμία του 147:1 έναντι του αμερικανικού δολαρίου, αλλά οι αγορές δεν συνεκτιμούν το γεγονός ότι η Κεντρική Τράπεζα Ιαπωνίας αποτελεί εκείνη την εποχή τον μεγαλύτερο κάτοχο συναλλαγματικών αποθεματικών στον κόσμο, με αποτέλεσμα η άγρια αντεπίθεση να καταλήξει σύντομα στην ομαλοποίηση των ισοτιμιών του νομίσματος στο 115:1. Οι μαζικές ρευστοποιήσεις αμερικανικών δολαρίων πραγματοποιούνται μέσω του χρηματιστηρίου του Χονγκ-Κονγκ με εντολέα την Κεντρική Τράπεζα Σουηδίας RIKSBANK, σε μία προσπάθεια να αποφευχθεί μία άμεση επιθετική πρόκληση κατά των Αμερικανών.
Η φυγή κεφαλαίων αποφεύγεται τη τελευταία στιγμή όταν από τις 26 Νοεμβρίου του 1997, τα τηλεοπτικά δίκτυα αποφασίζουν να μην καλύψουν δημοσιογραφικά το πρωτοφανές φαινόμενο των συνωστισμών στις εισόδους των ιαπωνικών τραπεζών, έως ότου ο Ιάπωνας Κεντρικός Τραπεζίτης δίδει την εντολή να εξυπηρετηθούν άμεσα όλοι οι καταθέτες.
Η διάχυση των συνεπειών
Η αύξηση του ιαπωνικού ΑΕΠ επιβραδύνεται δραματικά το 1997 από το 5,0% στο 1,6%, με συνέπεια την είσοδο της οικονομίας σε ύφεση το 1998, κυρίως λόγω του επιθετικού ανταγωνισμού από την χαμηλού κόστους παραγωγή άλλων ασιατικών χωρών και συνέπεια αρκετές πτωχεύσεις. Επιπρόσθετα η Νότιος Κορέα υποτιμά το νόμισμά της για να ενισχύσει την ανταγωνιστικότητά της, ενώ και η εξαγωγική βιομηχανία της Κίνας κερδίζει έδαφος στις αγορές. Παράλληλα Κεϋλάνη, Μαλαισία, Σιγκαπούρη, Ταϊλάνδη, προσφεύγουν στο Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, ενώ η Ινδονησία οδηγείται σε πτώχευση το 1998 και το 2000, όπως και η Βιρμανία το 2002, αν και στην Ευρώπη οδηγείται επίσης σε πτώχευση το 1998 η Ρωσία.
Οι παρενέργειες από την διάχυση της κρίσης πλήττουν σοβαρά τα αμερικανικά χρηματιστήρια, με τον βιομηχανικό δείκτη Dow Jones να υποχωρεί απότομα κατά 12% κατά την διάρκειά της. Στις ΗΠΑ αναδύονται λόγω του φόβου της κρίσης φαινόμενα υποκατανάλωσης και η Ομοσπονδιακή Κεντρική Τράπεζα (FED) υποχρεώνεται να παρέμβει για να διασώσει μεγάλα επενδυτικά σχήματα, όπως το περιβόητο Long-Term Capital Management (LTCM).
Η πτώχευση (που απετράπη λόγω κυβερνητικής παρέμβασης και αναχρηματοδότησης) δημιουργεί τότε κινδύνους απώλειας $1 τρισεκατομμυρίου από τράπεζες και χρηματιστηριακές εταιρείες που συνδέονται συναλλακτικά με το LTCM, με τον πρόεδρο της Ομοσπονδιακής Κεντρικής Τράπεζας (FED) Alan Greenspan και τον Αμερικανό υπουργό Οικονομικών Robert Rubin εκείνης της περιόδου, να χαρακτηρίζουν τις καταστροφικές αστοχίες του LTCM, την χειρότερη χρηματοοικονομική κρίση της τελευταίας πεντηκονταετίας. Τελικά λόγω και των παρεμβάσεων, το αμερικανικό ΑΕΠ αντιδρά ανοδικά με αύξηση κατά 4,5% και συνεχίζει με καλές επιδόσεις και κατά το 1998.
Η τρέχουσα κατάσταση
Το βασικό όπλο της Κεντρικής Τράπεζας Ιαπωνίας, όπως και στην κρίση της περιόδου 1996-1998, εστιάζεται στα αμερικανικά ομόλογα συνολικής αξίας 1.340,6 δισεκατομμυρίων δολαρίων που συμπεριλαμβάνονται στο χαρτοφυλάκιο της Κεντρικής Τράπεζας. Παράλληλα από τον Ιούνιο έχουν διαρρεύσει από την ιαπωνική πλευρά πληροφορίες πως, σε παράλληλη γραμμή με τον Ιάπωνα Κεντρικό Τραπεζίτη Haruhiko Kuroda, ο Κινέζος ομόλογός του Yi Gang και ο επικεφαλής της ρυθμιστικής αρχής για τον τραπεζικό και τον ασφαλιστικό κλάδο Guo Shuqing, προβληματίζονται για το μέγεθος του αμερικανικού χρέους που έχουν συσσωρεύσει στα χαρτοφυλάκια της Κεντρικής Τράπεζας.
Ο πρώτος και άμεσα ορατός μεγάλος κίνδυνος προέρχεται από την συνεχιζόμενη άνοδο των αμερικανικών επιτοκίων όχι μόνον από την Κεντρική Τράπεζα, αλλά και των ομολόγων στις δευτερογενείς αγορές, που πλήττουν την επιχειρηματική εμπιστοσύνη και τις αγορές από την στιγμή που ρευστοποιούνται σε τιμές χαμηλότερες από το άρτιο (δηλαδή στο 100% της ονομαστικής αξίας).
Ήδη η διάχυση των συνεπειών των κυρώσεων κατά της Ρωσίας και η κρίση στην Ουκρανία, αναβαθμίζει δραματικά το επίπεδο των κινδύνων που είχαν προδιαγράψει οι χώρες της Ασίας, περιπλέκοντας τα προβλήματα που προκαλεί ο αυξανόμενος πληθωρισμός και οι ανατροπές στις εφοδιαστικές αλυσίδες, που ήδη έχουν φέρει τις αγορές στα όριά τους.
Ο κινεζικός γρίφος
Η ανατίμησή του δολαρίου ήδη φθάνει το 25% έναντι του ιαπωνικού γιέν, που κινείται σε ιστορικά χαμηλά 24 ετών, ενώ παράλληλα έχει ανατιμηθεί και κατά 6,5% έναντι του κινεζικού γουάν. Αν και σύμφωνα με το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο η ανάπτυξη της κινεζικής οικονομίας πρόκειται να επιβραδυνθεί στο 3,3%, έναντι του εντυπωσιακού 8,1% του 2021, οι εμπορικές συναλλαγές πιστοποιούν τις μεγάλες οικονομικές αντοχές της Κίνας.
Τον Ιούνιο του 2022 οι εξαγωγές της Κίνας σε μηνιαία βάση προς το νότιο ημισφαίριο φθάνουν τα 70 δισεκατομμύρια δολάρια, έναντι 38 δισεκατομμυρίων του Ιουνίου του 2019. Αρκετοί παράγοντες επιταχύνουν την διεύρυνση των κινεζικών εξαγωγών, αν και ο πλέον σημαντικός προέρχεται από τις στρατηγικές επενδύσεις των κινεζικών ομίλων σε ψηφιακές υποδομές και μεγάλα έργα, που ποικίλλουν από τα ευρυζωνικά δίκτυα συχνοτήτων στην Ινδονησία, στους σταθμούς παραγωγής ενέργειας στην Τουρκία και στους σιδηροδρόμους.
Οι πολιτικοί των δυτικών χωρών έχουν λανθασμένη εντύπωση για την τεράστια επενδυτική πρωτοβουλία της Κίνας, από την στιγμή που ο όγκος των εμπορικών συναλλαγών της με τις χώρες του νοτίου ημισφαιρίου, την Νότιο Κορέα και την Ταϊβάν, ισούται πλέον με τον ανάλογο των συναλλαγών της με την ΕΕ και τις ΗΠΑ, ενώ επιπλέον με την Ιαπωνία, την Νέα Ζηλανδία και την Αυστραλία αυξάνονται κατά 7,5% στην ίδια περίοδο.
Στο περιβάλλον αυτό παραμένει γρίφος η στάση της Κεντρικής Τράπεζας Κίνας, με τον Κινέζο Κεντρικό Τραπεζίτη Yi Gang και τον επικεφαλής της ρυθμιστικής αρχής για τον τραπεζικό και τον ασφαλιστικό κλάδο, Guo Shuqing, να προβληματίζονται για τις επόμενες κινήσεις τους. Ένα βασικό όπλο αποτελούν τα αμερικανικά ομόλογα στο χαρτοφυλάκιο της Κεντρικής Τράπεζας, που η συνολική τους αξία φθάνει τα 980,4 δισεκατομμύρια δολάρια.
Όμως, εκφράζονται αμφιβολίες για το εάν και κατά πόσον θα αξιοποιηθούν σε ρευστοποιήσεις για την υποστήριξη του γιέν, από την στιγμή που μία κίνηση αυτής της μορφής θα κλιμακώσει τις ήδη τεταμένες σχέσεις με τις ΗΠΑ. Πάντως οι Κεντρικές Τράπεζες Ιαπωνίας και Κίνας διακρατούν συνολικά 2,32 τρισεκατομμύρια δολάρια αμερικανικού χρέους, που αποτελούν το 30% του αμερικανικού χρέους σε Κεντρικές Τράπεζες του εξωτερικού, με το σύνολό του να ανέρχεται σε 7,74 τρισεκατομμύρια δολάρια.
Πωλήσεις γουάν και αγορές γιέν
Οι Κινέζοι όμως έχουν την πολυτέλεια να πείσουν προσφέροντας νέα προνόμια τους εμπορικούς τους εταίρους στο νότιο ημισφαίριο, όπου οι συναλλαγές τους ισούνται πλέον με τις αντίστοιχες που έχουν με ΕΕ και ΗΠΑ, να ρευστοποιήσουν μαζικά αμερικανικά ομόλογα, ώστε να ανατιμηθεί το ιαπωνικό γιέν. Παράλληλα ίσως να εμφανισθούν μεγάλοι κινεζικοί όμιλοι με μεγάλες πωλήσεις κινεζικού γουάν και αγορές ιαπωνικού γιέν, ώστε να αποτραπεί ανατίμηση του κινεζικού νομίσματος έναντι του ιαπωνικού και να προστατευθούν από ενδεχόμενη ανατίμηση του γουάν οι κινεζικές εξαγωγές προς την Ιαπωνία, που αυξάνονται συνεχώς και σταθερά.
Το κινεζικό οικονομικό επιτελείο παρατηρεί με τρόμο τα συναλλαγματικά αποθέματα των χωρών της Ασίας να εξανεμίζονται στις προσπάθειες άμυνας των εθνικών νομισμάτων και οπωσδήποτε ανακαλεί μνήμες του Ιουλίου του 1997, όταν η απότομη υποτίμηση του εθνικού νομίσματος της Ταϊλάνδης αποτέλεσε την θρυαλλίδα για την άνευ προηγουμένου χρηματοοικονομική Ασιατική Κρίση. Μία εικοσιπενταετία αργότερα, η δεύτερη σε μέγεθος ασιατική οικονομία απειλεί με μία μάλλον μεγαλύτερη έκρηξη, της οποίας η διάχυση των παρενεργειών δεν δύναται να καθορισθεί σε ένταση και μέγεθος.