Στις 10 πιο επικίνδυνες οικονομίες διεθνώς η Τουρκική
01/07/2021Πρόσφατα ο Τούρκος πρόεδρος Ταγίπ Ερντογάν κομπορρημονεί για την ισχύ της χώρας του στις αγορές, δηλώνοντας απόλυτα πεπεισμένος πως η Τουρκία πλησιάζει ταχύτερα στον στόχο της να καταλάβει μία από τις 10 θέσεις μεταξύ των μεγαλύτερων οικονομιών του πλανήτη.
Στην πραγματικότητα η χώρα έχει αποφύγει κυριολεκτικά την τελευταία στιγμή μία δεινή χρηματοοικονομική κρίση και επαπειλούμενη κατάρρευση τον Νοέμβριο του 2020. Όμως η αντίδραση του καθεστώτος Ερντογάν δεν θεραπεύει τα υποκείμενα προβλήματα, με συνέπεια η πρόσκαιρη απεγνωσμένη αντίδραση να μεγιστοποιεί τον κίνδυνο για νέα έκρηξη με τρομερές συνέπειες κατά την διάρκεια του 2021.
Από τον γνωστό οίκος ανάλυσης και διαχείρισης κινδύνων των αναδυόμενων αγορών Eurasia Group, η Τουρκία κατατάσσεται μεταξύ των 10 μεγαλύτερων κινδύνων πρόκλησης μεγάλων χρηματοοικονομικών αναταραχών για το 2021. Αν και από τα τέλη του 2020 το καθεστώς Ερντογάν εμφανίζεται να στρέφεται σε κατευθύνσεις περισσότερο ορθόδοξων νομισματικών κινήσεων, η αποπομπή του τρίτου κατά σειράν κεντρικού τραπεζίτη κατά την διάρκεια της τελευταίας διετίας στο τρίτο δεκαήμερο του Μαρτίου του 2021, αποδεικνύει πως η στροφή αποτελεί ακόμα ένα επικοινωνιακό τέχνασμα, με στόχο να εξευμενίσει τις εξαγριωμένες αγορές.
Πιέσεις εντός και εκτός
Η αποπομπή καταρρίπτει το πλεονέκτημα της αμφιβολίας που έως τότε αποδέχονται οι αγορές, με συνέπεια η επιστροφή σε πολιτική διαφάνειας στο νομισματικό πεδίο και η προσπάθεια αναχαίτισης του πληθωρισμού με πραγματικά επιτόκια να κρίνεται βραχύβια και εντελώς προσωρινή.
Το δυστύχημα για το καθεστώς Ερντογάν απορρέει από το γεγονός ότι η πολιτική του βάση αποτελεί την πλέον θιγόμενη ομάδα από τα υψηλά επιτόκια, ενώ οι σοβαροί χρηματοοικονομικοί περιορισμοί πλήττουν κατά κύριο λόγο το πελατειακό επιχειρηματικό δίκτυο του καθεστώτος και τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις που είχαν αποτελέσει την σπονδυλική στήλη και την δεξαμενή των υποστηρικτών του.
Με τις πιέσεις στο εσωτερικό και στο εξωτερικό να αυξάνονται διαρκώς χωρίς σημεία αποκλιμάκωσης, ειδικά στο δεύτερο τρίμηνο του 2021, ο Τούρκος πρόεδρος πρόκειται να επιχειρήσει νέα πιστωτική επέκταση, με την ελπίδα να βελτιώσει το οικονομικό κλίμα στην χώρα του, με το πρώτο βήμα αναμφίβολα να πραγματοποιείται προς την χαλάρωση της νομισματικής πολιτικής.
Οι πολιτικές πιέσεις που ασκούνται λόγω των συνεπειών της διάχυσης της υγειονομικής κρίσης, η παντελής έλλειψη πιστώσεων χαμηλού κόστους, η αύξηση της ανεργίας και η κατάρρευση των οικογενειακών εισοδημάτων, πολλαπλασιάζουν τον κίνδυνο ταχύτατων και αλλεπάλληλων μειώσεων των επιτοκίων.
Ενδοτικές τάσεις
Όμως αυτή την φορά δεν πρόκειται να αποδειχθούν μόνον αναποτελεσματικές, αλλά θα διογκώσουν απότομα το ενδεχόμενο ισχυρής χρηματοοικονομικής κρίσης, σε μία περίοδο που ο Τούρκος πρόεδρος αγωνίζεται απεγνωσμένα να επαναφέρει στο εκλογικό σώμα των οπαδών του, τους απογοητευμένους ψηφοφόρους του, που τον εγκαταλείπουν μετά την εικοσαετή παραμονή του στην εξουσία.
Αυτές οι δυναμικές τάσεις δεν αναζωπυρώνουν μόνον τις κοινωνικές εντάσεις, προκαλώντας τις απόπειρες καταστολής κάθε αντιπολιτευόμενης ομάδας, αλλά οδηγούν και σε περισσότερες περιπέτειες στο πεδίο της εξωτερικής πολιτικής για να αναθερμάνουν τα εθνικιστικά συναισθήματα και να αποσπάσουν την προσοχή των υποστηρικτών του Ερντογάν, από τα πραγματικά επικίνδυνα ζητήματα της χώρας και την προβληματική πορεία της.
Επιπλέον κατά την διάρκεια του 2021 ο Τούρκος δεν προστατεύεται από τις συνέπειες των ενεργειών του από τους ισχυρούς του φίλους, όπως ο πρώην Αμερικανός πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ και η Γερμανίδα καγκελάριος που αποχωρεί από την εξουσία. Ο πρώην ένοικος του Λευκού Οίκου είχε αποτρέψει το κατεστημένο του υπουργείου Εξωτερικών να προχωρήσει ακόμα και στην διακοπή της συνεργασίας με την Τουρκία, ενώ η Άνγκελα Μέρκελ είχε επιδείξει μία άνευ προηγουμένου ενδοτική συμπεριφορά έναντι του Τούρκου προέδρου.
Κίνδυνος απομόνωσης
Μάλιστα και ο κατά περίπτωση υποστηρικτής του Ρώσος πρόεδρος εμφανίζεται απογοητευμένος και εξοργισμένος με τις κινήσεις του, ενώ και το Κατάρ, ο παραδοσιακός χρηματοοικονομικός υποστηρικτής του, διαθέτει πλέον διευρυμένη ευελιξία αποστασιοποίησης από το καθεστώς Ερντογάν, όσο αποκλιμακώνονται οι πιέσεις που δέχεται από το Συμβούλιο Συνεργασίας του Κόλπου (Gulf Cooperation Council).
Παρά τα επικοινωνιακά του τεχνάσματα και την επίθεση γοητείας σε Αμερικανούς και Ευρωπαίους, που ίσως συγκινούν κάποιους πολιτικούς, ο Τούρκος πρόεδρος αντιλαμβάνεται πως πέραν των αγορών κινδυνεύει και από την απομόνωσή του στην ευρύτερη περιοχή του. Με βάση τις μεθόδους που ακολουθεί, θα επιχειρήσει κατά το δεύτερο εξάμηνο του 2021 να υιοθετήσει σκληρή γραμμή στην Ανατολική Μεσόγειο και στην ευρύτερη περιοχή, κλιμακώνοντας επιλεκτικά τις εντάσεις με την Ε.Ε. και ειδικά με την Γαλλία, την Ελλάδα και την Κύπρο.
Ταυτόχρονα θα επιχειρήσει να αντιπαρατεθεί ενεργά στους ανταγωνιστές του στην Μέση Ανατολή που συνασπίζονται με αιχμή του δόρατος τα Εμιράτα. Αν και κάποιες συντονισμένες διπλωματικές ενέργειες κατά το 2020 περιορίζουν τις κρίσεις που λαμβάνουν την μορφή μίας πολυδάπανης σύγκρουσης μέσω αντιπροσώπων στην Λιβύη και τις πιθανότητες σύγκρουσης με την Γαλλία και την Ελλάδα, δεν εγγυώνται την αποτροπή τους κατά την διάρκεια του 2021.
Ο ρόλος Μακρόν
Το βασικό πλέον πρόβλημα για το καθεστώς Ερντογάν εστιάζεται στις διαμεσολαβητικές προσπάθειες του ΟΗΕ για την δημιουργία δικοινοτικής ομοσπονδίας στην Κύπρο και αν και μία ανοικτή σύγκρουση με την Ελλάδα και την Κύπρο μάλλον αποκλείεται, οι πιθανότητες κάποιων στρατιωτικών αντιπαραθέσεων χαμηλής έντασης αυξάνονται. Με την αποχώρηση της Γερμανίδας καγκελαρίου, ο Εμανουέλ Μακρόν αναμένεται να αποτελέσει την ηγετική φυσιογνωμία στην Ε.Ε. και πρόκειται για δεδηλωμένο αντίπαλο του Τούρκου προέδρου.
Ο Γάλλος πρόεδρος έχει συγκρουσθεί ανοικτά με την τουρκική πολιτική στην Ανατολική Μεσόγειο, στην Λιβύη, στην Συρία και περισσότερο πρόσφατα για την τουρκική εμπλοκή στις δραστηριότητες του Ισλάμ στην Ευρώπη. Πιθανότατα ο Μακρόν θα ασκήσει πιέσεις –και μάλλον με επιτυχία– για να ασκηθούν κυρώσεις στην Τουρκία, επιδεινώνοντας τις σχέσεις της χώρας με την Ε.Ε.
Στην αμερικανική πρωτεύουσα, η νέα κυβέρνηση Μπάιντεν θα επιχειρήσει να επαναφέρει τις σχέσεις των ΗΠΑ με την Άγκυρα σε επίπεδο διαχειρίσιμο από την πλευρά των Αμερικανών, αν και τα προβλήματα που έχει να αντιμετωπίσει λόγω της επαμφοτερίζουσας τουρκικής στάσης δεν πρόκειται να επιλυθούν.
Γεωπολιτικές αστοχίες
Η απόφαση της προηγούμενης κυβέρνησης να επιβάλλει κυρώσεις λόγω του ακανθώδους ζητήματος των ρωσικών πυραύλων S-400, απαλλάσσει τον νέο πρόεδρο από την λήψη μίας ανάλογης απόφασης που δυνητικά έχει την ισχύ να οδηγήσει σε νέα αδιέξοδα. Όμως ο Τζο Μπάιντεν διαθέτει τα μέσα για να πιέσει τον πρόεδρο Ερντογάν για την ανάγκη ευθυγράμμισής του με την πολιτική του ΝΑΤΟ.
Ακόμα και όταν η Άγκυρα αρνείται να ενδώσει στο ζήτημα των ρωσικών πυραύλων ή να συμβιβασθεί στο επικίνδυνο θέμα της κρατικής τουρκικής τράπεζας Halkbank για τις αθέατες και παράνομες σχέσεις της με το Ιράν. Παρά τις πιθανές επικοινωνιακού χαρακτήρα τουρκικές κινήσεις, το μόνο βέβαιο δεδομένο αφορά τις νέες αμερικανικές κυρώσεις έως τα τέλη του έτους.
Το μεγαλύτερο πρόβλημα, το οποίο ο Τούρκος πρόεδρος εμφανίζεται να αγνοεί επιδεικτικά, εστιάζεται στο γεγονός ότι οι γεωπολιτικές του περιπέτειες και αστοχίες, πλήττουν ανεπανόρθωτα την οικονομία, οδηγώντας την χώρα προς την εξαθλίωσή της. Η χώρα πρόκειται να παραμείνει δέσμια των χρηματοδοτήσεών της από τον δυτικό κόσμο, παρά τις απεγνωσμένες προσπάθειες της Άγκυρας να στραφεί σε άλλους ισχυρούς χρηματοδότες, όπως η Κίνα και απαιτείται άμεσα μία διεθνής ένδειξη καλής θέλησης για την αναθέρμανση της οικονομίας της.
Ο οίκος Eurasia Group
Οι γεωπολιτικές πιέσεις και οι αστοχίες της Τουρκίας ωθούν τους συντελεστές και τα ασφάλιστρα κινδύνου σε ιδιαίτερα υψηλά επίπεδα, με αποτέλεσμα η χώρα να απειλείται άμεσα με μία καταστροφική κρίση, με πρώτο σημείο την κατάρρευση του ισοζυγίου πληρωμών της. Η Άγκυρα επανέρχεται στις επικίνδυνες εποχές της τελευταίας δεκαετίας του προηγούμενου αιώνα, που καταλήγουν στο ΔΝΤ, παύοντας πλέον να αποτελεί την αγαπημένη των αναδυόμενων αγορών της πρώτης δεκαετίας του αιώνα που διανύουμε.
Ο οίκος Eurasia Group ασχολείται κατά κύριο λόγο από το 1998 με τις οριακές και τις αναδυόμενες αγορές, με έμφαση στην ανάλυση και διαχείριση κινδύνων που πηγάζουν από πολιτικο-οικονομικούς παράγοντες. Μαζί με τον Oxford Analytica, αποτελούν δύο από τους σημαντικότερους στον συγκεκριμένο τομέα, που επίσης ασχολούνται με την γεωτεχνολογία και την ενέργεια.
Ο Eurasia Group γίνεται ευρύτατα γνωστός το 2011, απασχολώντας τότε έντονα το World Economic Forum, με την έκθεση με τίτλο G-Zero, με την οποία αναλύει πως θεσμοί όπως οι G-7, G-20 και άλλοι έχουν απωλέσει την βαρύτητά τους. Το βασικό αίτιο απορρέει από το γεγονός ότι οι μετέχοντες αντιπαρατίθενται ο ένας στον άλλον, με συνέπεια να αναιρείται παντελώς η δυνατότητα συναίνεσης σε καίρια διεθνή ζητήματα και η ανάληψη ηγετικών πρωτοβουλιών.