Τα αβέβαια βήματα της αμερικανικής οικονομίας
18/11/2021Μετά τις ανακοινώσεις των αποτελεσμάτων του τρίτου τριμήνου στις ΗΠΑ, αποκαλύπτεται πως ο πληθωρισμός καταβροχθίζει τελικά την τεχνητή ζήτηση που επιχειρεί να προσδώσει στην αγορά η κυβέρνηση Μπάιντεν, μέσω των χρηματοδοτικών της πρωτοβουλιών προς τους πολίτες και τις επιχειρήσεις. Το καθαρό μέγεθος της μεταβολής συγκέντρωσης αποθεμάτων, σε συνδυασμό με την πραγματική εξέλιξη του ΑΕΠ κατά το τρίτο τρίμηνο, στοιχειοθετούν πως η αμερικανική οικονομία υποχωρεί ελαφρά σε αρνητικά επίπεδα.
Η ετησιοποιημένη άνοδος του ΑΕΠ φθάνει το 2%, έναντι πρόβλεψης για 2,6% του υπουργείου Εμπορίου, αλλά η άνοδος των αποθεμάτων προσθέτει έναν ετήσιο ρυθμό της τάξης του 2,07% στο ΑΕΠ, που αφαιρούμενος από την πραγματική μεταβολή, οδηγεί στο αρνητικό -0,07%. Πρόκειται για ένα εξαιρετικά περίεργο αριθμητικό μέγεθος, εάν συνεκτιμηθεί πως η σχέση αποθεμάτων προς πωλήσεις εμφανίζεται στα κατώτερα επίπεδα που έχουν καταγραφεί, κυρίως λόγω των μεγάλων ανατροπών που πλήττουν τις εφοδιαστικές αλυσίδες και εμποδίζουν τις επιχειρήσεις να ανανεώσουν τα αποθέματά τους.
Η κατάσταση αυτή συνεπάγεται πως, στην πραγματικότητα, το ΑΕΠ του τρίτου τριμήνου συρρικνώνεται. Ο πληθωρισμός υποχωρεί από το 6,2% του δευτέρου τριμήνου στο 5,7% κατά το τρίτο τρίμηνο, αλλά τον Οκτώβριο επανέρχεται στο 6,2%, με τις τελικές πωλήσεις προς τους αγοραστές να αυξάνονται σε ετήσια βάση μόλις κατά 1%, αποτελώντας σαφέστατες ενδείξεις στασιμοπληθωρισμού.
Το διαθέσιμο προσωπικό εισόδημα μειώνεται κατά 0,7% σε ετήσια βάση, από την στιγμή που η άνοδος των τιμών εξανεμίζει την οποιαδήποτε άνοδο των εισοδημάτων. Σύμφωνα με το υπουργείο Εργασίας, τις δημοσιοποιημένες μετρήσεις τιμών και μέσων αμοιβών, τα πραγματικά έσοδα των Αμερικανών εργαζόμενων μειώνονται κατά 2%, παρά τις αυξήσεις των αποδοχών τους κατά 4%.
Πέραν της μείωσης του διαθέσιμου προσωπικού εισοδήματος και οι σταθερές επενδύσεις, συμπεριλαμβανομένων των επενδύσεων στην στέγαση, υποχωρούν ελαφρά παρά την αναμενόμενη σημαντική άνοδο. Στον τομέα της στέγασης η υποχώρηση καταγράφεται στο 0,38% στο τρίτο τρίμηνο, δεδομένο που συνεπάγεται πως η ετήσια πληθωριστική αύξηση κατά 20% στις τιμές των κατοικιών εμφανίζεται υψηλότερη από την ανάλογη της αγοράς κατοικιών σε ονομαστικές τιμές.
Στάσιμη η αμερικανική οικονομία
Οι επιχειρηματικές επενδύσεις επίσης μειώνονται με μοναδική εξαίρεση τον νεφελώδη των πνευματικών ιδιοκτησιών, που διογκώνονται απίστευτα χάρη στα χρηματιστήρια. Το οικονομικό περιβάλλον πλήττεται από αρκετές πληθωριστικές πιέσεις, όπως στην διακίνηση φορτίων, όπου ενώ ο όγκος παραμένει αμετάβλητος σε σχέση με το 2019, το θαλάσσιο μεταφορικό κόστος αυξάνεται κατά 50%
Εκτός από την άνοδο των τιμών των κατοικιών κατά 20% σύμφωνα με τον έγκυρο δείκτη S&P Case-Shiller, οι τιμές των μεταχειρισμένων αυτοκινήτων αυξάνονται κατά 8,3% τον Οκτώβριο, σύμφωνα με τον δείκτη Manheim και σε ετησιοποιημένη βάση κατά 37%. Οι τιμές ενέργειας αυξάνονται, με τα καύσιμα να ανατιμώνται κατά 50%, όπως και οι τιμές των ειδών διατροφής που αυξάνονται προς τα επίπεδα του διεθνούς μέσου όρου κατά 30%.
Επιπλέον ο μέσος Αμερικανός εξαντλείται κάτω από το υπερβολικό βάρος του δανεισμού του, παρά το γεγονός ότι οι πωλήσεις λιανικής παραμένουν σχετικά σταθερές χωρίς ιδιαίτερες μεταβολές, στοιχείο που επικαλείται η Κεντρική Ομοσπονδιακή Τράπεζα (FED), στις διαβεβαιώσεις της για την ισχύ της αμερικανικής οικονομίας.
Στην πραγματικότητα η κατανάλωση κινείται από τα ιστορικά υψηλά επίπεδα δανεισμού των νοικοκυριών, που έχουν αναρριχηθεί στο υψηλότερο σημείο προ της κρίσης του 2008, με το σύνολό τους να υπερβαίνει τα 1,2 τρισεκατομμύρια δολάρια. Στο σύνολό τους τα δεδομένα πιστοποιούν πως οι ΗΠΑ διανύουν ένα στάδιο στασιμότητας, με τον πληθωρισμό να εξουδετερώνει τις κρατικές επιχορηγήσεις λόγω της πανδημίας και οι δείκτες που στοιχειοθετούν άνοδο των τιμών, προδίδουν επιδείνωση της κατάστασης.
Ο “σιωπηλός” εταίρος
Στο περιβάλλον αυτό και ειδικά στην μάχη για την τιθάσευση του πληθωρισμού, το Πεκίνο αποτελεί τον “σιωπηρό” εταίρο της Επιτροπής Ανοικτών Αγορών της FED και της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας. Όμως οι κινεζικές εξαγωγές προς τις ΗΠΑ και την ΕΕ ανέρχονται πλέον στο 30% του βιομηχανικού της ΑΕΠ, μετά και από μία απίστευτη άνοδο των μεταφορών προς τις συγκεκριμένες αγορές.
Οι εισαγωγές των ΗΠΑ από την Κίνα αυξάνονται σε σχέση με τα προ πανδημίας επίπεδα κατά 30%, ενώ της ΕΕ κατά 50% και οι ανάλογες της Ιαπωνίας και της Ταϊβάν αυξάνονται με ακόμα ταχύτερους ρυθμούς, με συνέπεια να προκαλούνται μακροοικονομικές επαχθείς επιπτώσεις. Ειδικά για τις ΗΠΑ η βιομηχανική παραγωγή καλύπτει μόλις το 11% του συνολικού ΑΕΠ, όταν σε ποσοστό μεγαλύτερο του 70% συμμετέχουν η κατανάλωση και η παροχή των πάσης φύσης υπηρεσιών.
Η στρέβλωση αυτή δημιουργεί μεγάλα προβλήματα, από την στιγμή που ο μέσος Αμερικανός εργαζόμενος δεν διαθέτει καμία σχεδόν εμπειρία απασχόλησης στον βιομηχανικό τομέα, ενώ η μέση αμερικανική επιχείρηση δεν έχει κάποιες συγκεκριμένες κατευθύνσεις, ώστε να εγκαταστήσει μία αποδοτική βάση στην χώρα. Επιπρόσθετα οι θέσεις εργασίας στις ΗΠΑ εμφανίζουν το υψηλότερο κόστος στον κόσμο όπου, ενώ στην Κίνα η εργατοώρα έχει κόστος 3,60 δολάρια, στις ΗΠΑ φθάνει τα 15,50 δολάρια, δεδομένο που προκαλεί απίστευτα προβλήματα στις βιομηχανικές δραστηριότητες. Η κατάσταση επιδεινώνεται και από το γεγονός ότι Νότιος Κορέα και Ταϊβάν, που αποτελούν βασικούς προμηθευτές της δύσης σε βιομηχανικά αγαθά, εισάγουν από την Κίνα μία πληθώρα εξαρτημάτων, τα οποία απλώς επανεξάγουν στην ΕΕ και στις ΗΠΑ, στοιχείο που προδίδει μεγαλύτερη οικονομική ολοκλήρωση των σχέσεων μεταξύ των μεγάλων ασιατικών οικονομιών. Στην πραγματικότητα ο κινεζικός εξαγωγικός τομέας εξελίσσεται σε μία οικονομία εντός του οικονομικού χώρου της ΕΕ και των ΗΠΑ, με μεγάλες δυνατότητες να ανταποκρίνεται στην ζήτηση βιομηχανικών αγαθών.