Τα δάνεια της Ανεξαρτησίας – Ποιον βολεύει το «Όλοι μαζί τα φάγαμε»

Τα δάνεια της Ανεξαρτησίας – Ποιον βολεύει το «Όλοι μαζί τα φάγαμε», Γιάγκος Ανδρεάδης

Το «όλοι μαζί τα φάγαμε» αποτελεί μια πολυσχολιασμένη ατάκα του Πάγκαλου όταν με το ξέσπασμα της κρίσης η Ελλάδα σύρθηκε στα Μνημόνια. Ποια μπορεί να είναι η εγκυρότητα μιας τέτοιας διατύπωσης όταν αναφερόμαστε στην Επανάσταση του 1821 και ειδικότερα στα δύο Δάνεια της Ανεξαρτησίας (1824 και 1825); Σε ποιο βαθμό δικαιούμαστε να επιχειρούμε παρόμοιες συνδέσεις σημερινών καταστάσεων με το παρελθόν;

Πολλοί ιστορικοί δηλώνουν ότι δεν εκφράζουν παρά την –προφανώς αναντίρρητη– “ιστορική αλήθεια”, ενώ κάποιοι προσθέτουν ότι «η Ιστορία δεν διδάσκει» και, συνεπώς, δεν μπορεί να φωτίσει το παρόν και ακόμη λιγότερο το μέλλον. Σε ένα βαθμό αυτό ισχύει. Η Ιστορία δεν προσφέρεται για την διατύπωση απαράβατων νόμων αντίστοιχων με αυτούς των θετικών επιστημών.

Αν για παράδειγμα ο Καραϊσκάκης πληγώθηκε θανάσιμα το 1827 πριν την μάχη του Φαλήρου, αυτό οφείλεται μάλλον στην ανευθυνότητα κάποιων απείθαρχων Κρητικών πολεμιστών, παρά σε κάποιο ιστορικό νόμο. Η αμφισβήτηση, όμως, των υποτιθέμενων ιστορικών νόμων είναι πιο εύκολη από ότι η αμφισβήτηση των ιστορικών διδαγμάτων.

Αναδρομές σε γεγονότα του παρελθόντος που θεωρούνται ανάλογα με τα σημερινά και αναθεωρήσεις ιστορικών συμβάντων όπως η Γαλλική και η Οκτωβριανή επανάσταση είτε το Ολοκαύτωμα είναι συχνότατες. Πέρα από αυτό, ο ιστορικός, ακόμα –και ιδίως– όταν δηλώνει απόλυτα αντικειμενικός, πάντοτε αξιολογεί το υλικό, με την περιοδολόγηση που είναι πάντοτε και αξιολόγηση και με το ύφος του. Με άλλα λόγια το όποιο ιστορικό έργο είναι και ένα σενάριο που, όπως κάθε άλλο σενάριο, εκφράζει επιλογές και αποκλεισμούς.

Τα βασικά ερωτήματα

Ό,τι είπαμε ισχύει και για τις αναφορές στην Επανάσταση του 1821. Η εξύμνηση ή απαξίωση πτυχών της μπορεί να καλύπτεται από ένα μανδύα επιστημονικότητας κι αντικειμενικότητας, αλλά πολύ συχνά εκφράζει –με ή χωρίς τεκμηριωμένα στοιχεία– τις απόψεις του κάθε συγγραφέα και του ρεύματος στο οποίο ανήκει αναφορικά όχι μόνο ως προς το τότε, αλλά ως προς το σήμερα. Τα ερωτήματα που επανέρχονται συνεχώς είναι βασικά τα παρακάτω: Έπρεπε ή δεν έπρεπε να γίνει όταν και όπως έγινε η Επανάσταση του 1821; Μάλλον πρόσφατο ερώτημα είναι και το εξής: μήπως δεν έπρεπε διόλου να γίνει, αφού η Οθωμανική Αυτοκρατορία εγγυόταν στους ραγιάδες ευημερία κι ανάπτυξη;

Σε άλλο σημείωμα θα προσπαθήσω να εξηγήσω την συσχέτιση των διαφορετικών απαντήσεων που δίνονται στα ερωτήματα αυτά με σημερινές επιλογές. Συσχέτιση που κυριάρχησε σχετικά πρόσφατα σε μια σειρά από εκπομπές του “Σκάι” όπου μεταξύ άλλων εκστομίστηκαν και χαρακτηρισμοί όπως «κατσαπλιάδες» (Στέλιος Ράμφος) για τους αγωνιστές του 1821. Και που θα δούμε να επαναλαμβάνονται επίμονα –με διαφορετικό τρόπο αναλόγως των απόψεων του εκάστοτε ομιλούντος– όσο θα εντείνεται η συζήτηση και η διαμάχη σχετικά με την επέτειο των 200 χρόνων από το 1821.

Το ζήτημα των Δανείων της Ανεξαρτησίας είναι από αυτά που θα μπορούσαν να συσχετιστούν με πρόσφατες περιπέτειες της Ελλάδας. Το αν έπρεπε ή δεν έπρεπε να συναφθούν, το ποια ήταν η διαχείρισή τους και το ποιοι ευθύνονται για την διαχείριση αυτή στον βαθμό που δεν ήταν η σωστή, είναι βασικά ερωτήματα που με διαφορετικούς τρόπους επαναδιατυπώνονται και σε σχέση με τα χρέη και τα Μνημόνια στον 21ο αιώνα.

Μονόδρομος τα Δάνεια της Ανεξαρτησίας

Η σύναψη εξωτερικών δανείων για το κράτος των επαναστατημένων Ελλήνων ήταν αναμφίβολα μονόδρομος. Οι περιορισμένοι εξ ιδίων πόροι των Ελλήνων και η έκρηξη της επανάστασης σε δυσμενή γεωπολιτική συγκυρία, την ώρα που συνεδρίαζε στο Λάιμπαχ η Ιερά Συμμαχία, εχθρική σε κάθε επαναστατικό κίνημα και ευνοϊκή στην συνοχή της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, απέκλειαν την δυνατότητα οικονομικής στήριξης του αγώνα με οποιοδήποτε άλλο μέσο από τα εξωτερικά δάνεια.

Τα δάνεια αναμφίβολα συνομολογήθηκαν υπό άκρως δυσμενείς όρους και είχαν δύο πολιτικές συνέπειες: Από την μια γεγονός είναι ότι η επιβίωση της Επανάστασης έγινε και υπόθεση των Άγγλων γιατί σε περίπτωση κατάπνιξής της αυτοί θα έχαναν τις οικονομικές και άλλες απολαβές που τα δάνεια τους εξασφάλιζαν. Από την άλλη συνέβαλαν αποφασιστικά στην μακρότατη πρόσδεση του ελληνικού κράτους που προέκυψε από την επανάσταση στο άρμα των Δυνάμεων και κατά κύριο λόγο της Αγγλίας.

Πέρα από αυτό έγινε δικαίως κοινή συνείδηση Ελλήνων και ξένων το γεγονός ότι μέγα μέρος των δανείων κατασπαταλήθηκε, χωρίς να βοηθήσει την Επανάσταση. Η κατασπατάληση αυτή χρεώθηκε στην ελληνική πλευρά, δηλαδή στην αδηφαγία και την φιλαυτία ηγετών της Επανάστασης επαυξημένη από την εμπάθεια που όντως κυριάρχησε στις εμφύλιες διαμάχες (1823-1825). Τη χρέωση έκαναν από πολύ νωρίς ξένοι συγγραφείς, όπως ο ιστορικός Finlay, που διακρίθηκε για τον υστερόβουλο φιλελληνισμό του, πλήθος Άγγλων αρθρογράφων, αλλά και αρκετοί Έλληνες.

Κάποιες “ταξικές”, ή απλώς σχηματικές αναλύσεις, έστρεψαν το κατηγορητήριο κατά των προκρίτων και των Φαναριωτών που συχνά θεωρήθηκαν συλλήβδην σαν οι δόλιοι πολέμιοι των εξιδανικευμένων καπεταναίων. Αναμενόμενο συμπέρασμα τέτοιων τοποθετήσεων ήταν η αθώωση των ξένων υποτιθέμενων ευεργετών μας. Επίσης, ο διχαστικός προσανατολισμός των βαρύτατων κατηγοριών αποκλειστικά εναντίον των Ελλήνων και η ενδοβολή ενός ενδημικού αισθήματος διαχρονικής συλλογικής ενοχής που είναι καλύτερη προϋπόθεση για την εδραίωση της πνευματικής, οικονομικής και πολιτικής εξάρτησης.

Η σημασία των έργων του Λιγνάδη.

Η αλλαγή της εικόνας οφείλεται σε πολύ μεγάλο βαθμό στον, ιστορικό και θεατρολόγο, Τάσο Λιγνάδη, συγγραφέα μεταξύ άλλων των βιβλίων “Το πρώτον δάνειον της ανεξαρτησίας” (1970), και “Η ξενική εξάρτησις κατά την διαδρομήν του νεοελληνικού κράτους (1821-1945)” (1975). Είναι αδύνατο να μεταφέρω εδώ περιληπτικά τον πλούτο των αποστομωτικών στοιχείων που περιέχουν.

Tο προκύπτον συμπέρασμα, όμως, είναι απλό: Οι αγωνιζόμενοι Έλληνες δεν ήταν άγιοι. Ήταν, όπως το διατύπωσε επιγραμματικά ο κορυφαίος ανάμεσά τους Καραϊσκάκης και άγγελοι και διάβολοι. Αλλά η διαβολική σκευωρία που οδήγησε στην καταλήστευση των δανείων και στην εδραίωση της εξάρτησης ήταν πέραν πάσης αμφιβολίας έργο ξένων ιμπεριαλιστών και καταχραστών που εν συνεχεία επιδόθηκαν συστηματικά στην κατασυκοφάντηση του λαού μας.

Λίγοι αριθμοί αρκούν για να αποδείξουν του λόγου το αληθές: Οι αριθμοί αυτοί είναι το μόνον που χωρά εδώ από τα δυο συγκλονιστικά έργα. Το πρώτο είναι τομή σε βάθος του δανείου του 1824 και ιστορική πινακοθήκη πολλών πρωταγωνιστών και δευτεραγωνιστών του δράματος του δανείου. Το δεύτερο είναι ανάδειξη της οικονομικής πολιτικής και πολιτισμικής σημασίας των δανείων και των προεκτάσεών τους για πάνω από έναν αιώνα.

Η αλήθεια των αριθμών

Θα μείνουμε λοιπόν μόνον στους αριθμούς. Το πρώτο δάνειο υπήρξε το “φιλελληνικότερο”. Από ονομαστική αξία 800.000 λιρών (επί των οποίων υπολογίζονταν οι τόκοι) το πραγματικό ποσό ήταν 454.700 και από αυτές έφτασαν στην Ελλάδα οι 298.700, ανεπαρκείς αφού δεν αρκούσαν ούτε για την συντήρηση των εκατό σκαφών του ελληνικού στόλου για ένα έτος.

Το δεύτερο δάνειο ήταν πιο ενδιαφέρον για τους επαγγελματίες φιλέλληνες, που ξεφτίλιζαν έτσι το όνομα και την λαμπρή δράση του Βύρωνα που πέθανε εκείνη την εποχή: Το ονομαστικό [και τοκιζόμενο] κεφάλαιο των 2.000.000, έναντι του οποίου η Ελλάδα χρεώθηκε με ό,τι είχε και δεν είχε, απέφερε 1.100.000 και η χώρα μας τελικά απέσπασε από τους Άγγλους και τους Αμερικανούς ληστές 232.558! Οι συνέπειες των δανείων, περνώντας από τον οικονομικό έλεγχο μετά την ήττα του 1897, έφτασαν βαθιά στον 20ο αιώνα.

Ανταμοιβή του Λιγνάδη για τα δύο αυτά έργα του, θεμέλια εθνικής αυτογνωσίας, υπήρξε ο δια βίου αποκλεισμός του στην μεταπολίτευση από το πανεπιστήμιο. Ήταν ένας από τους ελάχιστους που είχαν παραιτηθεί από αυτό όταν επεβλήθη η δικτατορία. Η αξιοποίησή του πλούτου αυτών των έργων σήμερα θα ήταν μια πραγματική απότιση τιμής στην Ελληνική Επανάσταση.

Πέραν, όμως, αυτού θα ήταν και ένας διαχρονικός οδηγός στον δρόμο προς την αποτίναξη της ενοχοποίησης που συστηματικά από την αρχή της κρίσης στάλαξαν στην ψυχή μας οι “εταίροι”, άξιοι συνεχιστές των επί Επαναστάσεως “ευεργετών” μας. Τα έργα του Λιγνάδη είναι η αποστομωτική απόδειξη ότι ούτε τότε δεν «τα φάγαμε όλοι μαζί». Και, επίσης, μια προειδοποίηση να μην υποκύπτουμε σε ένα δήθεν επιστημονικό εθελόδουλο και διχαστικό πνεύμα, εργαλείο αυτών που συνειδητά ή ασύνειδα συμβάλλουν στην διαιώνιση της εξάρτησης και της λεηλασίας του τόπου μας.

Οι απόψεις που αναφέρονται στο κείμενο είναι προσωπικές του αρθρογράφου και δεν εκφράζουν απαραίτητα τη θέση του SLpress.gr

Απαγορεύεται η αναδημοσίευση του άρθρου από άλλες ιστοσελίδες χωρίς άδεια του SLpress.gr. Επιτρέπεται η αναδημοσίευση των 2-3 πρώτων παραγράφων με την προσθήκη ενεργού link για την ανάγνωση της συνέχειας στο SLpress.gr. Οι παραβάτες θα αντιμετωπίσουν νομικά μέτρα.

Ακολουθήστε το SLpress.gr στο Google News και μείνετε ενημερωμένοι