Τα οικονομικά της συμπεριφοράς – Ο ρόλος της ψυχολογίας στις αγορές
01/12/2021Σε μία σχετικά πρόσφατη έρευνα του Πανεπιστημίου του Chicago με αντικείμενο τις επίσημες δηλώσεις πολιτικών και οικονομολόγων σε βάθος μίας δεκαπενταετίας, δηλαδή από το 2000 έως το 2015, αποδεικνύεται πως στις 93 από κάθε 100 περιπτώσεις (ποσοστό 93%), οι άνθρωποι αυτοί στην καλύτερη περίπτωση δεν είναι απόλυτα ειλικρινείς και στην χειρότερη ψεύδονται απροκάλυπτα.
Όταν το 2007 ο επικεφαλής της ομάδας των οικονομολόγων του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου Raghuram Rajan, προειδοποιεί τις μεγαλύτερες τράπεζες του κόσμου για την επερχόμενη κατάρρευση, εισπράττει απαντήσεις που ποικίλουν από την ευγενική αδιαφορία έως την πλήρη άρνηση. Τότε ο Αμερικανός υπουργός Οικονομικών και πρώην Διευθύνων Σύμβουλος της GOLDMAN SACHS, Hank Paulson, απαντά με συνέντευξή του στο περιοδικό Fortune, πως η διεθνής οικονομία κινείται με τους ισχυρότερους ρυθμούς ανάπτυξης που έχει συναντήσει σε όλη την διάρκεια της επιχειρηματικής του σταδιοδρομίας.
Αμέσως μετά την εκδήλωση της κρίσης ο πρόεδρος της FED Ben Bernanke διακηρύσσει σε όλους τους τόνους πως το πρόβλημα των στεγαστικών δανείων χαμηλής φερεγγυότητας που την έχει προκαλέσει έχει τεθεί υπό έλεγχο και ο πρώην πρόεδρος Alan Greenspan, που τότε περιοδεύει για να προωθήσει τις πωλήσεις του νέου του βιβλίου με τίτλο “The Age of Turbulence” (Η Εποχή της Αναταραχής), συμφωνεί με την δήλωσή του.
Πριν καν συμπληρωθεί μία τριετία και μετά από αλλεπάλληλες ενέσεις ρευστότητας που υπερβαίνουν τα $3 τρισεκατομμύρια μόνον στις ΗΠΑ, η διεθνής οικονομία επανέρχεται στο ίδιο ανησυχητικό και έκρυθμο περιβάλλον. Για την παγκόσμια οικονομία πάντως το κόστος βραχυπρόθεσμα ανέρχεται σε $60 τρισεκατομμύρια σύμφωνα με το ΔΝΤ, με τα επίπεδα της ανεργίας να επανέρχονται στα προ της κρίσης επίπεδα το 2016 στην ΕΕ και το 2017 στις ΗΠΑ.
Το ψυχολογικό πρόβλημα
Αναλύοντας το πρόβλημα αυτών και πολλών άλλων ανακολουθιών, ένας από τους γνωστότερους οικονομολόγους και ειδικούς στην ψυχολογία της συμπεριφοράς, ο καθηγητής Richard Thaler του Πανεπιστημίου του Chicago και κύριος συντελεστής στην έρευνα για την αληθοφάνεια των δηλώσεων πολιτικών και οικονομολόγων, εφιστά την προσοχή στον ανθρώπινο ψυχολογικό παράγοντα.
Όπως εξηγεί, εάν ο ανθρώπινος εγκέφαλος προσομοιωθεί με έναν προσωπικό υπολογιστή, τότε είναι ένας υπολογιστής με μερικούς πολύ αργούς επεξεργαστές, έναν συνήθως αδρανή σκληρό δίσκο που καταγράφει τα πάντα και ένα αναξιόπιστο σύστημα άμεσης μνήμης με πολύ μικρή χωρητικότητα.
Αυτό, όπως υποστηρίζει αποτελεί και τον πυρήνα του προβλήματος, που εκδηλώνεται με την αδιαφορία ή την άρνηση των επιπτώσεων της μακροχρόνιας συστηματικής εκστρατείας παραπληροφόρησης και ψεύδους. Με την άποψη αυτή συντάσσεται και ο διάσημος οικονομολόγος και αναλυτής Barry Ritholtz, συγγραφέας της πρόσφατης μελέτης με τίτλο “Bailout Nation” (Έθνος υπό Διάσωση), στην οποία ερμηνεύει το πώς η απληστία και το εύκολο χρήμα διαφθείρουν σε απίστευτο βαθμό τα χρηματιστήρια, προκαλώντας άγριους κλυδωνισμούς στην διεθνή οικονομία.
Όπως ο ίδιος τονίζει σε πρόσφατη συνέντευξή του στην εφημερίδα The Washington Post, οι άνθρωποι επαναλαμβάνουν συνεχώς τα ίδια λάθη, περιθωριοποιώντας τα έμφυτα ισχυρά ανακλαστικά τους στον κίνδυνο και παραβλέποντας τις άμεσες αντιδράσεις που απαιτούνται για να διασωθούν.
Εγκεφαλική βλάβη
Ο σύγχρονος άνθρωπος απέχει πλέον πολύ από τον πρόγονό του, τον άνθρωπο του Cro Magnon, που χάρη στα ίδια έμφυτα χαρακτηριστικά αναδεικνύεται σε μεγάλο κυνηγό των μαμμούθ, αλλά και στο ασύλληπτο θήραμα για τον μαχαιρόδοντα, την τεράστια και επιθετική τίγρη εκείνης της μακρυνής εποχής. Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι το συναίσθημα υπερκαλύπτει καταθλιπτικά την λογική και τα άμεσα ανακλαστικά, οδηγώντας μοιραία σε λανθασμένες αποφάσεις.
Διαφαίνεται, υποστηρίζει ο Ritholtz, πως ο άνθρωπος των δυτικών κοινωνιών υποφέρει από μία ιδιόρρυθμη μορφή εγκεφαλικής βλάβης και οι νευροφυσιολόγοι που μελετούν τις γνωστικές λειτουργίες του εγκεφάλου διαπιστώνουν πως οι συναισθηματικά ελεγχόμενοι άνθρωποι, υποφέρουν από ελλείμματα στις γνωστικές τους λειτουργίες, που θυμίζουν συγκεκριμένους τύπους εγκεφαλικών βλαβών.
Οποιοσδήποτε κινείται με βάση το συναισθηματικό του ενδιαφέρον για ένα θέμα, παύει να διαθέτει το πλεονέκτημα του αντικειμενικού παρατηρητή, καθώς προχωρεί σε επιλεκτική διαλογή των δεδομένων. Αγνοεί ή παραβλέπει εσκεμμένα γεγονότα και καταστάσεις που δεν συμφωνούν με την αρχική συναισθηματική του προσέγγιση, με συνέπεια και η μνήμη του να λειτουργεί επιλεκτικά και να τον εξαπατά, καταπιέζοντας αντικρουόμενα μνημονικά δεδομένα, ώστε να προβάλλει όσα ευθυγραμμίζονται με την συναισθηματική του φόρτιση.
Το δυστύχημα στις περιπτώσεις αυτές είναι ότι δεν υπάρχει θεραπεία και αυτό εξηγεί τους λόγους για τους οποίους πολιτικοί και οικονομολόγοι αξιοποιούν προς όφελός τους το συγκεκριμένο μειονέκτημα, με ανειλικρινείς, παραπλανητικές ή και ψευδείς δηλώσεις, αφού ούτως ή άλλως συνάδουν με το γενικό συναισθηματικό κλίμα και καλύπτουν στον μέγιστο δυνατό βαθμό τις συναισθηματικές προσδοκίες.
H παραπληροφόρηση του Τύπου
Λόγου χάρη έγκυρες κατά τα άλλα και μεγάλης κυκλοφορίας εφημερίδες, όπως η USA Today ή η Wall Street Journal επισημαίνουν φορτικά πως ο χρονικός μέσος των μεγάλων ανοδικών κινήσεων στις αγορές είναι 3,8 έτη και κατά συνέπεια, αφού δεν έχει διανυθεί ακόμη το τρίτο έτος, οι αγορές θα απογειωθούν το 2022!
Ακόμη χειρότερα οικονομολόγοι και αναλυτές υποστηρίζουν σθεναρά πως ο πληθωρισμός και η άνοδος των επιτοκίων δεν πρόκειται να πιέσουν ασφυκτικά τις ΗΠΑ και κατά δεύτερο λόγο την Κίνα (έχει αυξήσει τρείς φορές τα επιτόκιά της από τις αρχές του 2011 σε επίπεδα ανώτερα του 5%), παρασύροντας τότε στρατιές διαχειριστών, συμβούλων και δημοσιογράφων που επαναλαμβάνουν αυτές τις θέσεις και υπερθεματίζουν για την ισχυρή θέση των αγορών. Το γεγονός βέβαια ότι μετά το 2014 η Kεντρική Tράπεζα προχωρεί σε μειώσεις επιτοκίων για να τα διαμορφώσει το 2020 σταθερά στο 3,85% δεν απασχολεί ιδιαίτερα.
Η άνοδος μάλιστα πρόκειται να συμβάλλει, όπως υποστηρίζουν τότε, και στην επανεκλογή του προέδρου Obama, χάρη στο γενικό κλίμα ευφορίας που θα δημιουργήσει. Αυτού του τύπου η παραπληροφόρηση συντελεί στην δημιουργία ενός ευρύτερου κλίματος εφησυχασμού, όπου οι περισσότεροι άνθρωποι δεν έχουν ιδέα για την ένταση της οικονομικής οδύνης που πρόκειται να αντιμετωπίσουν. Αρνούνται συναισθηματικά με κάθε τρόπο να αποδεχθούν την προοπτική των δυσμενών εξελίξεων και να αντιδράσουν έγκαιρα, ώστε να μειώσουν τουλάχιστον τις επιπτώσεις τους, με αποτέλεσμα να καταλήγουν θύματα των συναισθημάτων τους.
Οι ακραίες προβλέψεις
Όμως, υπάρχει ευτυχώς και η άλλη όψη του νομίσματος, αν και αμφιλεγόμενη. Μία πρόσφατη κλασσική ψυχολογική έρευνα του Πανεπιστημίου του Michigan, στοιχειοθετεί πως το 54% των ανθρώπων που συμμετείχαν, προτίμησε τις ακραίες προβλέψεις για την εξέλιξη των αγορών και όχι τις μετριοπαθείς, αποτέλεσμα που αποδίδεται στο γεγονός ότι θεωρούν πως μία ακραία πρόβλεψη εμπεριέχει υψηλό βαθμό αυτοπεποίθησης, εμπιστοσύνης και ορθολογικής προσέγγισης από την πλευρά του οικονομολόγου που την αποτολμά, διακυβεύοντας το κύρος του.
Ένα παράδειγμα του τελευταίου διμήνου αποτελεί η πρόβλεψη της γνωστής Goldman Sachs για τιμές του αργού πετρελαίου στο εύρος των $150-200 το βαρέλι σε διάστημα 6 έως 24 μηνών. Στην λήξη του Σεπτεμβρίου συνάπτονται 1.300 προθεσμιακά συμβόλαια λήξης Δεκεμβρίου του 2022 με αναμενόμενη τιμή $200 ανά βαρέλι, έναντι πάντως 20.000 που συνάπτονται για την ίδια λήξη με τιμή $100 ανά βαρέλι.
Μετά το πρώτο δεκαήμερο του Νοεμβρίου ακολουθούν συμβόλαια για 5 εκατομμύρια βαρέλια αργού τύπου Brent λήξης Δεκεμβρίου του 2022 σε εύρος $250 έως $300 ανά βαρέλι. Τα συγκεκριμμένα έπονται προθεσμιακών συμβολαίων για 8 εκατομμύρια βαρέλια αργού τύπου West Texas Intermediate ίδιας λήξης σε εύρος $200 έως $215 ανά βαρέλι και αναλόγων για 4 εκατομμύρια αργού τύπου Brent στα ίδια επίπεδα τιμών.
Αν και τα συμβόλαια του Νοεμβρίου φθάνουν σε αξία το $1 εκατομμύρια δολλάρια, ποσόν ασήμαντο για τα μεγέθη της συγκεκριμένης αγοράς, αποτελούν σαφέστατη ένδειξη για το πως μία ακραία πρόβλεψη προκαλεί σε μερίδα επενδυτών τις ανάλογες αντιδράσεις. Μία ακόμα περίπτωση των ημερών εστιάζεται στην ακραία αντίδραση των αγορών στην ανακοίνωση της ύπαρξης της μετάλλαξης Ο, που περιθωριοποιεί όλες τις φυσιολογικές αντιδράσεις, προτιμώντας την υπόθεση για τις χειρότερες δυνατές εξελίξεις.