Τί προβλέπει το ΔΝΤ για την ελληνική οικονομία
20/10/2021Μετά από μια περίοδο κυβερνητικών ενθουσιασμών, σχετικά με την πορεία της οικονομίας μας, οι προβλέψεις και διαπιστώσεις του ΔΝΤ της 14.10 μας επαναφέρουν στην τάξη. Αναφέρομαι στην απότομη έξαρση της ζήτησης, μετά τον εγκλεισμό μας, που εσφαλμένως θεωρήθηκε ως διαρκές φαινόμενο, ενώ πρόκειται σαφώς περί παροδικού. Συνεπώς, δεν ήταν δυνατόν να στηρίξει αισιόδοξες προοπτικές για την ελληνική οικονομία, η οποία εξακολουθούσε, και μετά το πέρας της απαγόρευσης κυκλοφορίας, να παραμένει μια κατεστραμμένη, από τα Μνημόνια, οικονομία, που στερείται δυνητικής ανάπτυξης.
Σε αντίθεση με την κυβέρνηση, το ΔΝΤ εμμένει σταθερά στις απόψεις του των τελευταίων 11 ετών υπενθυμίζοντας, ακριβώς, αυτήν την παγιωμένη κατάσταση. Δηλαδή, την καταδικασμένη οικονομία μας σε πολύ χαμηλούς, θα έλεγα ανύπαρκτους, ρυθμούς προόδου, γύρω στο 1%, για μεγάλο διάστημα στο μέλλον. Αναφορικά με την παροδική αυτή αύξηση της ζήτησης, προβλέπεται κατά το ΔΝΤ ότι θα αυξήσει το ΑΕΠ, κατά 6.5% το 2021 και κατά 4.2% το 2022.
Ωστόσο, αν ληφθεί υπόψη ότι η ελληνική οικονομία υποχώρησε κατά 9% το 2020, η προβλεπόμενη αύξηση του ΑΕΠ κατά 11,1% δίνει μόνον 1% ανάπτυξη για τα επόμενα δύο χρόνια, δεδομένου ότι η υπόλοιπη αύξηση απλώς αναπληρώνει αυτό που χάθηκε εξαιτίας της πανδημίας. Και αν προσθέσουμε, όπως επιβάλλεται, και το 25% του ΑΕΠ, που η οικονομία μας έχασε από το 2010, ο υπολογισμός των ετών που χρειάζεται για να αναπληρωθεί αυτή η απώλεια, και για να δικαιούμαστε μόνον τότε να μιλήσουμε για ανάπτυξη, είναι αποκαρδιωτικός.
Το χρέος δεν μειώνεται αλλά αναρριχάται
Το ΔΝΤ, όμως, διαψεύδει την κυβερνητική αισιοδοξία και σε άλλες σημαντικές προβλέψεις της, όπως αυτές που αφορούν την εξέλιξη του χρέους μας. Ενώ, δηλαδή η κυβέρνηση βλέπει το χρέος το 2026 στο 157% του ΑΕΠ μας, το ΔΝΤ εμμένει στο 180% αντίστοιχα. Και με βάση τους προσωπικούς μου υπολογισμούς το χρέος θα υπερβαίνει το 200% του ΑΕΠ το 2026, μεταξύ των άλλων, και επειδή οι νέες δυσμενείς εξελίξεις θα μας υποχρεώσουν σε ακόμη βαρύτερο δανεισμό.
Αλλά, και αναφορικά με το πρωτογενές πλεόνασμα το ΔΝΤ βλέπει έλλειμμα για το 2022 κατά 1.3% του ΑΕΠ, και μόλις 0,3% πλεόνασμα το 2023 σε αντίθεση με την κυβέρνηση που ελπίζει σε σημαντικά υψηλότερα πλεονάσματα. Έτσι, θα κινδυνεύσουμε να υποστούμε ένα 4ο Μνημόνιο, αν οι σχετικές εμμονές της ΕΕ, γύρω από το Σύμφωνο Σταθερότητας, δεν υποχωρήσουν με την αποχώρηση της κυρίας Μέρκελ από την καγκελαρία.
Εξάλλου, και οι εξαγωγές μας υπέστησαν πτώση, κατά 21,7% το 2020, ενώ προβλέπεται η αναπλήρωσή τους το 2021, μόνον κατά 14%. Εξυπακούεται ότι με αυτές τις συνθήκες, δεν μπορεί σοβαρά να γίνεται λόγος για οικονομία που πηγαίνει καλά, και ακόμη λιγότερο για οικονομία που αναπτύσσεται.
Πέρα, όμως, από τα δυσμενή αυτά αποτελέσματα του ιού, η ελληνική οικονομία, από κοινού και με την παγκόσμια, έχει εισέλθει σε στρόβιλο ανοδικής πορείας του γενικού επιπέδου των τιμών, καθώς και σε τρελή όντως κούρσα των τιμών ενέργειας: ηλεκτρικού ρεύματος, πετρελαίου και αερίου. Ο πληθωρισμός, που εξελίσσεται, όπως όλα δείχνουν, σε στασιμοπληθωρισμό, δηλαδή σε συνύπαρξη ανοδικής τάσης των τιμών με ανεργία, κινδυνεύει να καθηλώσει τις οικονομίες σε διαρκή στασιμότητα.
Και νέα δεινά
Πρόκειται για την απευκταία περίπτωση, για την οποία δεν υπάρχουν μέτρα προς αντιμετώπισή της, εφόσον ότι περιορίζει την ανεργία ενισχύει τις τιμές και τανάπαλιν. Η παγκόσμια οικονομία, επί δεκαετίες, προσπαθούσε να εξασφαλίσει πληθωρισμό 2% για να αναζωογονηθεί η υποτονική της δραστηριότητα, και για να ανέλθουν σε φυσιολογικά επίπεδα τα επιτόκια, που ήταν αρνητικά, χωρίς και να το επιτυγχάνει.
Για τον λόγο αυτόν ο ξαφνικός πληθωρισμός τώρα, δεν οφείλεται πιθανότατα στην αύξηση της ρευστότητας, που σε επίπεδο παγκόσμιο έχει ξεπεράσει τα 10$ τρισεκατομμύρια, αλλά αντιθέτως οφείλεται στην αδυναμία της προσφοράς να ικανοποιήσει την ξαφνική έκρηξη της ζήτησης. Η αδυναμία αυτή, που δεν προβλέπεται να αντιμετωπιστεί σύντομα, είναι το αποτέλεσμα της διακοπής της αλυσίδας, παραγωγής και προσφοράς, σε παγκόσμιο επίπεδο, της ανόδου της τιμής των μεταφορικών μέσων που δεν επαρκούν, της έλλειψης βασικών ανταλλακτικών και ειδών διατροφής.
Στις δυσκολίες αυτές έρχεται να προστεθεί και η τρελή κούρσα των τιμών των πρώτων υλών και της ενέργειας: πετρέλαιο, αέριο και ηλεκτρικό ρεύμα, που θα τροφοδοτήσουν περαιτέρω την ανοδική πορεία του γενικού επιπέδου των τιμών. Η κυβέρνηση, για να αντιμετωπίσει το απειλούμενο αυτό χάος προβλέπει πακέτο μισού περίπου δισεκατομμυρίου για τη βοήθεια των νοικοκυριών που δεν θα μπορούν να πληρώσουν τις αυξημένες τιμές ενέργειας.
Η ελληνική περίπτωση
Εκτός του ότι το ποσό αυτό θα αποδειχθεί, δυστυχώς, σταγόνα στον ωκεανό, καθώς αυτό που έρχεται είναι μια τρομακτική καταιγίδα, επιπλέον θα χρειαστεί η κυβέρνηση να πάρει πίσω την υπόσχεση για μείωση των φόρων, στη μεσαία τάξη, στην οποία είχαν στηριχθεί αναπτυξιακές προσδοκίες.
Η κρίση αφορά την παγκόσμια οικονομία, αλλά η ελληνική περίπτωση είναι εξαιρετικά βεβαρημένη. Μεγάλο μέρος των ανυπέρβλητων δυσκολιών που μας αναμένουν οφείλονται στην πρόωρη υιοθέτηση της πράσινης ανάπτυξης, από την κυβέρνηση, που είναι και κεντρική επιλογή του Ταμείου Ανάπτυξης. Έτσι, ουδεμία πρόνοια λήφθηκε για την, έστω και στοιχειώδη εξισορρόπηση της συμμετοχής των τριών τομέων παραγωγής στο ΑΕΠ.
Με τον αποδεκατισμένο πρωτογενή και τον κατεστραμμένο από τα Μνημόνια δευτερογενή, η Ελλάδα εμφανίζεται πλήρως εξαρτημένη από εισαγωγές βασικών ειδών διατροφής, μηχανών, προϊόντων νέας τεχνολογίας κ.ά., με κίνδυνο να υποστεί δραματικές συνέπειες στη νέα κατάσταση πραγμάτων. Τουλάχιστον, φαίνεται ότι η κυβέρνηση αποφάσισε να επανορθώσει το λάθος της επίσπευσης του κλεισίματος των εργοστασίων κάρβουνου, των οποίων η επαναλειτουργία τους ίσως μπορέσει να μετριάσει το μέγεθος της επερχόμενης καταστροφής.
Και περί επενδύσεων
Είναι βέβαια, γνωστός ο καημός των εκάστοτε κυβερνώντων για επενδύσεις και επενδυτές, που αναμένονται σε μόνιμη βάση στην Ελλάδα. Αλλά δυστυχώς, αν εξαιρέσουμε αυτές του ξεπουλήματος δημοσίων δικών μας επιχειρήσεων, μένουμε συνεχώς με την αναμονή. Ήδη, η εικόνα στον χώρο αυτό γκριζάρει, καθώς με στασιμοπληθωρισμό οι σχετικές επενδυτικές προβλέψεις γίνονται αρνητικές.
Πράγματι, η εταιρία ερευνών Grant Thornton, που ρώτησε 400 επιχειρήσεις, για τις επενδυτικές τους προθέσεις, πήρε την απάντηση ότι το 60% από αυτές δεν προτίθεται να επενδύσει. Αναφορικά με το Ταμείο Ανάκαμψης και τις εκεί προβλεπόμενες επενδύσεις, δεν μπορεί δυστυχώς να υπάρξει αισιοδοξία, καθώς το μεγαλύτερο τμήμα τους είναι στην πράσινη ανάπτυξη και στις νέες τεχνολογίες, που αναγκαστικά περνούν στο περιθώριο, εφόσον προηγούνται άλλες, που αναμένεται να συμβάλλουν στην επιβίωση των πολιτών.
Στο σχέδιο του Ταμείου Ανάκαμψης που διαπνέεται από ακραίο νεοφιλελευθερισμό, ακριβώς τώρα που στην τρέχουσα συγκυρία η σωτηρία αναμένεται από τον κρατικό παρεμβατισμό, ενθαρρύνονται οι συγχωνεύσεις των μικρομεσαίων, για να γίνουν μεγαλύτερες. Είναι εμφανής ο κίνδυνος, και ενώ μία στις τρεις μικρομεσαίες βάζει λουκέτο, να οδηγηθούν σε ολοσχερή καταστροφή. Και τούτο, επειδή από τη σύσταση του νεοελληνικού κράτους η οικονομία μας βασίζεται και προοδεύει με βάση τις ΜΜΕ επιχειρήσεις της.
Τί επιβάλλεται να κάνουμε
Το παραγωγικό μοντέλο μιας χώρας δεν ανατρέπεται εκ βάθρων με βάση εμπνεύσεις και σχέδια στα χαρτιά, αλλά αντιθέτως απαιτείται ωρίμανση μέσα στο χρόνο, ευνοϊκές συγκυρίες και σοβαρά μελετημένος κρατικός παρεμβατισμός. Τι μπορούμε και τι επιβάλλεται να κάνουμε σε αυτή την πολύ δύσκολη περίοδο;
Πρώτον, να ζητήσουμε από την ΕΕ την αναθεώρηση του σχεδίου του Ταμείου Ανάκαμψης, το οποίο από την αρχή βάδιζε σε λάθος κατεύθυνση, αλλά μετά τις τελευταίες εξελίξεις είναι εντελώς εκτός τόπου και χρόνου
Δεύτερον, να προσφύγουμε ταχύτατα στο σχεδιασμό και στη λήψη μέτρων, που θα αυξήσουν σε όσο γίνεται πιο σημαντικό βαθμό την αυτάρκειά μας στη γεωργική και κτηνοτροφική παραγωγή
Τρίτον, να βοηθήσουμε τις ΜΜΕ και στους τρεις τομείς παραγωγής να σταθούν στα πόδια τους και να μην καταρρεύσουν, αντί να τις σπρώχνουμε στο χαμό των συγχωνεύσεων
Και τέλος, αντί να κλείνουμε δημόσια νοσοκομεία, να επαναφέρουμε αυτά που έχουν παυτεί και να δημιουργήσουμε και άλλα, δεδομένου ότι η εξέλιξη του κορωνοϊού περιβάλλεται από απειλητική αβεβαιότητα.