Το ερώτημα δεν είναι αν θα έχουμε νέες καταρρεύσεις, αλλά το πότε…
15/03/2023Τα μεγάλα χρηματιστήρια σε ολόκληρο τον κόσμο εμφανίζουν επί μήνες μία αλλόκοτη νευρικότητα, με απότομες καθοδικές κινήσεις, αιφνιδιαστικές ανοδικές διορθώσεις, οδηγώντας στην υποψία πως το φαινόμενο αποτελεί την κορυφή του παγόβουνου μίας νέας και πιθανότατα χειρότερης παγκόσμιας οικονομικής κρίσης με νέες καταρρεύσεις. Ειδικά στα ομόλογα, που αποτελούν από το 1980 το καταφύγιο έναντι των κινδύνων, παρατηρούνται οι μεγαλύτερες ρευστοποιήσεις των τελευταίων 100 ετών. Ενδεικτικά στις ΗΠΑ, ένα τυπικό χαρτοφυλάκιο που αποτελείται κατά 60% από μετοχές και κατά 40% από ομόλογα, έχει υποστεί κατά το 2022 απώλειες μεγαλύτερες του 34%.
Η πρόσφατη κατάρρευση της Silicon Valley Bank (SVB) –συνολικές καταθέσεις ύψους $175,4 δισ. και σύνολο ενεργητικού $212 δισ.– είχε κύρια αιτία τα επιτόκια της διατραπεζικής και τις υποαξίες των ομολόγων, που οδηγούν σε εκμηδένιση της ρευστότητας. Είναι το πρώτο σαφές σήμα κινδύνου για την κατάσταση. Στις ΗΠΑ οι καταθέσεις ασφαλίζονται από την Ομοσπονδιακή Εταιρεία Ασφάλισης Καταθέσεων (FDIC), έως το ποσόν των $250.000. Σύμφωνα με την ετήσια έκθεση του 2021, το Ταμείο Ασφάλισης Καταθέσεων (DIF) διαθέτει $124 δισ., δηλαδή το 0,7% των συνολικών καταθέσεων στις ΗΠΑ που ανέρχονται σε $17,7 τρισ.
Η SVB (16η σε μέγεθος στις ΗΠΑ), εξειδικεύεται στον χώρο την υψηλής τεχνολογίας, χρηματοδοτώντας κυρίως startups. Όταν, όμως, οι χορηγήσεις της με επιβάρυνση επιτοκίου της τάξης του 0,5% σε διάστημα μερικών μηνών έχουν επιτοκιακό κόστος που φθάνει στο 5%. Άρα, υφίσταται και μεγάλες πιέσεις από τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια. Η τράπεζα χρηματοδοτεί περίπου 1.500 νεοφυείς επιχειρήσεις που εξειδικεύονται στην κλιματική αλλαγή και την καινοτόμο τεχνολογία σε ποσοστό μεγαλύτερο του 60%.
Με την πολιτική της αυτή η SVB αναδεικνύεται σε μία τριετία από την 42η στην 16η σε μέγεθος τράπεζα των ΗΠΑ. Η δε μετοχή της από τα $150 στις αρχές του Β’ εξαμήνου του 2021, εκτοξεύεται στα $750 για να καταρρεύσει στα $50 στην τελευταία διαπραγμάτευση πριν την αναστολή. Στα μέσα Απριλίου 2022, στην εκπομπή Mad Money, του γνωστού οικονομικού προσανατολισμού δικτύου CNBC, ο πρώην διαχειριστής hedge fund, Jim Cramer, προτείνει για αγορά την μετοχή της που διαπραγματεύεται την ημέρα της εκπομπής του στα $269, για να καταλήξει σχεδόν ένα δωδεκάμηνο αργότερα στoν μηδενισμό.
Τα προβλήματα αναδύονται όταν ανακοινώνει πως προτίθεται να συγκεντρώσει κεφάλαια ύψους $2,7 δισ. για την κάλυψη ζημιών στο χαρτοφυλάκιό της. Αμέσως ο κάτοχος του μεγάλου επιχειρηματικού κεφαλαίου καινοτόμου τεχνολογίας Founders Fund και βασικός μέτοχος της Palantir Technologies, Peter Thiel, καλεί τους διαχειριστές μεγάλων επενδυτικών κεφαλαίων να αποσυρθούν από την τράπεζα, ρευστοποιώντας τις θέσεις τους, λόγω της αμφίβολης ποιότητας του χαρτοφυλακίου χορηγήσεων.
Η πολιτική των επιτοκίων
Για τους σφοδρούς επικριτές της νομισματικής πολιτικής με όπλο τα επιτόκια –όπως ο οικονομολόγος και σύμβουλος επί δεκαετίες των αμερικανικών μυστικών υπηρεσιών και του Πενταγώνου James Rickards– η ηγεσία της κεντρικής τράπεζας (FED) εμφανίζεται πεπεισμένη πως χρησιμοποιεί έναν θερμοστάτη που εξισορροπεί τις καταστάσεις στην παγκόσμια οικονομία. Στην πραγματικότητα, όμως, παίζει με θερμοπυρηνική βόμβα χωρίς να έχει ιδέα από πυρηνική φυσική!
Το φαινόμενο της SVB επαναλαμβάνει το ανάλογο της κατάρρευσης της μεγάλης επενδυτικής τράπεζας Bear Stearns τον Ιούλιο 2008. Ο τότε Αμερικανός ο υπουργός Οικονομικών Henry Paulson και ο νέος κεντρικός τραπεζίτης της FED Ben Bernanke –διαδέχεται τον γνωστό για τις απόψεις του περί αυτορρύθμισης των αγορών και περιθωριοποίησης των ρυθμιστικών αρχών Αlan Greenspan– διαβεβαιώνουν στις εμφανίσεις τους στο CNN πως η αμερικανική οικονομία δεν απειλείται και δεν υπάρχει συστημικός κίνδυνος από την πτώχευση. Όμως, ακολουθεί τον Σεπτέμβριο 2008 η κατάρρευση της εξίσου ή και περισσότερο πανίσχυρης υπεραιωνόβιας Lehman Brothers, προκαλώντας ένα άνευ προηγουμένου κλίμα πανικού στις αγορές.
Αυτή την φορά, η υπουργός Οικονομικών στις πρώτες της εμφανίσεις μετά την πτώχευση της SVB, Janet Yellen, τονίζει πως δεν πρόκειται να επιχειρηθεί διάσωση. Η προτεραιότητα δίδεται στην προστασία των καταθετών, με την δημιουργία νέου ταμείου. Στο Λονδίνο περισσότερες από 200 εταιρείες νέας τεχνολογίας που συνδέονται συναλλακτικά με την αμερικανική τράπεζα, απαιτούν παρέμβαση της Κεντρικής Τράπεζας Αγγλίας για τον έλεγχο των κινδύνων που διαχέονται.
Όμως, ο Βρετανός υπουργός Οικονομικών Jeremy Hunt, διαβεβαιώνει –όπως κάποιοι άλλοι το 2008– πως δεν υπάρχει κανένας συστημικός κίνδυνος, αν και η κεντρική τράπεζα πρόκειται να θέσει σε καθεστώς πτώχευσης την θυγατρική της SVB στην Βρετανία, επιχειρώντας ταυτόχρονα απεγνωσμένα να προσελκύσει κάποιον αγοραστή. Τελικά, παρεμβαίνει ο χρηματοπιστωτικός όμιλος HSBC, εξαγοράζοντας με το συμβολικό τίμημα της μίας στερλίνας την θυγατρική της αμερικανικής τράπεζας. Ταυτόχρονα, η αμερικανική κυβέρνηση επιδίδεται σε αγώνα δρόμου για να εκπονήσει σχέδιο κάλυψης των καταθετών της πτωχευμένης τράπεζας, διαβεβαιώνοντας παράλληλα με κάθε τρόπο πως δεν πρόκειται να επαναληφθεί η καταστροφή του 2008.
Μετά από 48 ώρες ακολουθεί η πτώχευση της Signature Bank της Νέας Υόρκης, ενώ εκφράζονται αμφιβολίες για την βιωσιμότητα της FIRST Republic Bank με σύνολο ενεργητικού $213 δισ. Οι μετοχές της σημειώνουν απώλειες της τάξης του 65%, έχοντας ήδη απωλέσει το 33% της αξίας τους το πρώτο δεκαήμερο του Μαρτίου. Η διαπραγμάτευση της μετοχής της ανεστάλη, ακολουθούμενη και από την μετοχή της WESTERN Alliance, που σημειώνει απότομα απώλειες της τάξης του 60%, λόγω μαζικών ρευστοποιήσεων.
Η παρέμβαση της FED
Στις 12 Μαρτίου η τραπεζική ρυθμιστική αρχή αναγγέλλει την πρώτη της μεγάλης κλίμακας αντίδραση στις καταρρεύσεις, σε μία απεγνωσμένη προσπάθεια να αποτρέψει μαζική φυγή καταθετών. Η FED δημοσιοποιεί το πρόγραμμα υποστήριξης με δωδεκάμηνο δανεισμό χαμηλού κόστους, με εγγύηση τα διακρατούμενα στο χαρτοφυλάκιο των τραπεζών ομόλογα του αμερικανικού δημοσίου. Με τον συγκεκριμένο τρόπο ελαχιστοποιεί τον κίνδυνο ρευστοποίησης θέσεων σε κρατικούς τίτλους για την κάλυψη απωλειών, με δεδομένο ότι συνολικά οι τράπεζες κατέχουν ομόλογα συνολικής αξίας $4,4 τρισ.
Οι τράπεζες έχουν διπλασιάσει για λόγους ασφαλείας τις θέσεις τους σε ομόλογα κατά την περίοδο 2021-2022 στα $4,5 τρισ, αλλά, λόγω της απότομης ανόδου των επιτοκίων, οι τιμές των ομολόγων υποχωρούν χαμηλότερα από το 100% της αξίας τους. Οπότε σε ομόλογα ύψους $2,6 τρισ. που διακρατούνται έως την λήξη τους, εγγράφονται ζημίες ύψους $341 δισ., καθιστώντας πρακτικά αδύνατη την ρευστοποίησή τους. Το νέο ταμείο διάσωσης ύψους $250 δισ., καλείται να διασώσει περιφερειακές και μικρές τράπεζες με καταθέσεις που αθροιστικά ανέρχονται σε $5,5 τρισ. Αναπόφευκτα προβάλλει το ερώτημα του τι πρόκειται να προστατεύσει το νέο ταμείο όταν από πλευράς μεγέθους αποτελεί μόλις το 4,55% των συνολικών καταθέσεων.
Ουσιαστικά πρόκειται για σειρά θανάσιμων σφαλμάτων που αγνοούνται από την FED. Το πρώτο πηγάζει από το γεγονός ότι οι αποταμιευτές έχουν για πρώτη φορά μετά από μία δεκαπενταετία τη δυνατότητα να διεκδικήσουν αποδόσεις από 4%-5%. Οι περισσότερες τράπεζες προσφέρουν επιτόκιο της τάξης του 0,5%, παρά την αλματώδη άνοδο των επιτοκίων, οπότε οι πελάτες τους στρέφονται προς τα έντοκα γραμμάτια του αμερικανικού δημοσίου ή τις χρηματαγορές, όπου έχουν εξασφαλισμένο όφελος της τάξης του 4%-5% στο κεφάλαιό τους. Η φυγή των καταθέσεων, όμως, υποχρεώνει τις τράπεζες να εναρμονίσουν τις κεφαλαιακές τους προδιαγραφές με τους συντελεστές μόχλευσης, ρευστοποιώντας στοιχεία του ενεργητικού τους, κυρίως ομόλογα.
Ταυτόχρονα πάμπολλες χορηγήσεις της περιόδου της πανδημίας αποτελούν ζημιογόνες τοποθετήσεις που δεν πρόκειται ποτέ να καλυφθούν από τους δανειολήπτες. Την τακτική αυτή ακολούθησε και η SVB, όπως και οι περισσότερες περιφερειακές τράπεζες. Επαναλαμβάνουν τα σφάλματα της Bear Stearns, που οδήγησαν το 2008 στην κατάρρευσή της. Όπως δυστυχώς αποδεικνύεται δεν υπάρχει ορατή διέξοδος από τον συγκεκριμένο κυκεώνα.
Το αμερικανικό Υπουργείο Οικονομικών ίσως υπερπροβάλλει την εμπλοκή της Ομοσπονδιακής Εταιρείας Ασφάλισης Καταθέσεων (FDIC) που ελέγχει την φερεγγυότητα του χρηματοπιστωτικού τομέα, με μεγάλη εμπειρία σε θέματα τραπεζικών καταρρεύσεων. Δεν υπενθυμίζει όμως πως η FDIC έχει ρευστοποιήσει μετά την πτώχευση της Lehman Brothers εκτός των άλλων, 25 τράπεζες το 2008, 140 το 2009 και 157 το 2010, δηλαδή ένα σύνολο 322 τραπεζών!
Τα επιτόκια της διατραπεζικής
Όπως και το 2008, οι δηλώσεις δεν αποτελούν περισπούδαστες προφητείες, καθώς η αποκάλυψη του ιλιγγιώδους δανεισμού των στεγαστικών ταμιευτηρίων το 2008 που φθάνει να καλύπτει κατά 70 φορές(!) την αξία του ενεργητικού τους, καθιστά ευνόητο πως αποτελούν τα ιδανικά θύματα σε περίπτωση τριγμών στις αγορές λόγω ανόδου των επιτοκίων. Τον Οκτώβριο 2008 το επιτόκιο διατραπεζικού δανεισμού LIBOR από το 4% αυξάνεται στο 4,25% και αργότερα στο 4,5%. Oπότε ανά 100 μονάδες ενεργητικού η υποχρέωση σε καταβολή τόκων (λόγου χάρη των στεγαστικών ταμιευτηρίων στους δανειστές τους) ανέρχεται σε 4Χ70=280 μονάδες και τελικά σε 315 μονάδες. Αυτό σημαίνει πολύ απλά ότι οι τράπεζες αυτές έχουν μηδενική αξία και ρευστότητα, μόνον από την πίεση των υποχρεώσεων σε τόκους, από την στιγμή που υπερτριπλασιάζονται έναντι του ενεργητικού τους.
Εάν χονδρικά το 5% των δανειοληπτών τους (το ποσοστό υπερβαίνει τότε το 30%), διακόψει την καταβολή των δόσεων, τότε οδηγούνται σε χρεωκοπία. Ταυτόχρονα, καταλυτική στην κατάρρευση των αμερικανικών επενδυτικών γιγάντων το 2008 αποδεικνύεται η συνεχής άνοδος των ευρωπαϊκών επιτοκίων που συμπαρασύρουν τα δύο βασικά επιτόκια της διατραπεζικής (EURIBOR και LIBOR), καθώς υπερτετραπλασιάζονται, προκαλώντας ασφυξία στις υπερδανεισμένες τράπεζες και επιταχύνοντας την κατάρρευσή τους.
Το 2023 το επιτόκιο της διατραπεζικής φθάνει το 5,00%, από το 0,60% προ δωδεκαμήνου, ενώ επίκειται περαιτέρω αύξησή του, λόγω της αναμενόμενης νέας ανόδου των επιτοκίων. Οι τράπεζες που εξειδικεύονται σε χορηγήσεις προς τη νέα τεχνολογία, τις καινοτόμες επιχειρήσεις και τις startups, λειτουργούν με συντελεστή μόχλευσης τουλάχιστον 10 στον δανεισμό τους από την διατραπεζική, οπότε το κόστος εξυπηρέτησης του δανεισμού τους δεκαπλασιάζεται.
Ακόμα χειρότερα, μεγάλοι παίκτες με υψηλό βαθμό φερεγγυότητας, όπως τα γιγαντιαία χρηματοπιστωτικά ιδρύματα ή οι οργανισμοί αμοιβαίων κεφαλαίων, έχουν την δυνατότητα ενός συντελεστή έως και 20 στις λεγόμενες ασφαλείς επενδύσεις, όπως τα κρατικά ομόλογα απόλυτης αξιοπιστίας. Αυτό αποκαλύπτει πως μία θέση της τάξης του 100 πολλαπλασιάζεται και γίνεται 2000, στοιχείο που συνεπάγεται ότι μία διακύμανση της τάξης του 5%, διπλασιάζει ή εκμηδενίζει το πραγματικό αρχικό κεφάλαιο. Κατά συνέπεια, το βασικό ερώτημα δεν εστιάζεται στο εάν θα προκύψουν νέες καταρρεύσεις, αλλά στο πότε, ενώ δεν σταθμίζεται προς το παρόν ο κίνδυνος των θεσμικών επενδυτών που κατέχουν ομόλογα αυτών των τραπεζών.